Τους έβλεπα,
δεν είχα εξάλλου τι άλλο να κάνω.
Το καφέ ήταν
σχεδόν άδειο, πίσω μου κάποιος πληκτρολογούσε στο κινητό του, στο διπλανό μου
τραπεζάκι κάθονταν αυτός κι εκείνη.
Σε λίγο
μετακινήθηκαν πιο πέρα. Σίγουρα δεν ήθελαν να εισπνέουν τον καπνό του τσιγάρου
μου. Εκείνη με μπουφάν και ροζ κολάν τον αγκάλιαζε συνέχεια, του μιλούσε, αυτός
της απαντούσε γλυκά, κάθε τόσο της έδινε φιλιά στο μάγουλο, ύστερα την ανέβασε
στα γόνατά του. Εκείνη του μιλούσε συνέχεια ρίχνοντας κλεφτές ματιές σε μένα.
Αυτός της απαντούσε σιγανά, την έσφιγγε στην αγκαλιά του, της έδινε φιλιά στο
μάγουλο.
Έδειχναν
τόσο ευτυχισμένοι και οι δύο, τόσο
ευτυχισμένοι που τελικά με έκαναν να νιώσω κι εγώ το ίδιο.
Κάποια
στιγμή που εκείνη γύρισε να με κοιτάξει, της χαμογέλασα.
Σε λίγο
έφυγαν. Την πήρε αυτός από το χέρι και χάθηκαν στη βουή της λεωφόρου.
Είναι αυτή η
πρώτη της αγάπη. Σε λίγα χρόνια θα αγαπήσει άλλους, θα ερωτευτεί, θα κλάψει θα
γελάσει.
Τώρα όμως,
στα πέντε της χρόνια, είναι αυτός η πρώτη και μεγάλη της αγάπη. Που δεν θα
σβήσει ποτέ.
Ο μπαμπάς
της.
(Μικρές ιστορίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου