Λίγους μήνες αργότερα,
όταν πια είχα αρχίσει να ισορροπώ, μου έστειλε ένα μέιλ με το βίντεο της
ξενάγησής του στην Ακρόπολη.
«Ευχαριστώ», του απάντησα
και πρόσθεσα ότι όλα αυτά τα ωραία που έλεγε για την Ακρόπολη των Αθηνών μού
ήταν γνωστά. «Επειδή σπούδασα αρχαιολογία», του εξήγησα «και επειδή δεν είμαι πλαστική
κούκλα».
Μεσολάβησαν λίγες μέρες
σιωπής. Μετά:
«Αρχαιολόγος;»
«Σπούδασα αρχαιολογία.
Δεν εργάστηκα ποτέ».
Πέρασαν πάλι καμιά
δεκαριά μέρες:
«Μου άρεσε η συνάντησή
μας στην Αθήνα».
«Κι εμένα».
«Θέλεις να έρθεις στην
Αμερική;»
Τότε ήταν που έπεσα στα
πατώματα. Κυριολεκτικά έπεσα στα πατώματα, σύρθηκα πάνω στο παρκέ χτυπώντας πάνω
του το κεφάλι μου και αφήνοντας σιγανές κραυγές. Όταν συνήλθα, του έγραψα όσο
πιο ψυχρά μπορούσα:
«Για μια βραδιά ξανά;»
Μου απάντησε την επόμενη
μέρα:
«Ναι».
Τόσο αλαζόνας, τόσο
σίγουρος για τον εαυτό του, τόσο πάνω από όλους, αρχαιολόγους, κούκλες και
πόρνες που γλείφουν τα πόδια του.
«Θα έρθω» του απάντησα
και πήγα και κουκουλώθηκα κάτω από τις κουβέρτες. Έτρεμα ολόκληρη μέχρι το άλλο
πρωί. Κάπου με πήρε ο ύπνος κατά τα ξημερώματα.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου