Αυτή τη φορά με περίμενε
στο σπίτι του. Δεν είδε, δεν θα του επέτρεπα ποτέ να δει, δεν κατάλαβε τίποτα
από το μαρτύριό μου. Ήμουν αυτή που ήξερε. Με πήρε από το χέρι, ναι, από το
χέρι, και με οδήγησε στο υπνοδωμάτιό του.
Και μέσα εκεί με
αγκάλιασε.
-Μου έλειψες.
Τραβήχτηκα από την
αγκαλιά του κι αυτός με κοίταξε με απορία.
-Τι συμβαίνει, Κάθυ;
Ούτε κι εγώ ήξερα τι
συνέβαινε. Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί δεν λιγώθηκα, όταν τα σώματά μας
αγγίχτηκαν; Γιατί δεν έπεσα στα πόδια του να τον προσκυνήσω;
-Νομίζω ότι πέρασε η
αρρώστια μου, του είπα.
-Ήσουν άρρωστη;
-Πολύ. Παρά λίγο να
πέθαινα. Παρά λίγο να έπεφτα από το μπαλκόνι και να σκοτωνόμουν. Για σένα.
-Θα το έκανες αυτό για
μένα;
-Ναι. Πέρασε από το νου
μου.
-Γιατί δεν μου έστειλες
μήνυμα;
-Να σου πω τι; Ότι
πεθαίνω για σένα; Να αυξήσω την αλαζονεία σου; Όχι, τέτοια χάρη δεν θα σου την
έκανα.
-Ποια αλαζονεία μου; Εσύ
είσαι πιο αλαζονική από μένα. Με θέλεις υποχείριό σου, αλλά ένας Ίλαμ δεν
γίνεται υποχείριο κανενός. Ειδικά μιας ανώνυμης Κάθυ.
Καθίσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Θα
αρρωστήσω πάλι, σκέφτηκα με τρόμο. Ένιωθα ήδη την επιθυμία να εξαπλώνεται στο
σώμα μου σαν δηλητήριο.
-Και δεν με θέλεις πια;
Είχε κάποια ειρωνική
χροιά η φωνή του ή έτσι μου φάνηκε;
-Σε θέλω, Ίλαμ. Γιατί λες
ήρθα πάλι σαν ηλίθια στην Αμερική σου;
-Γιατί είμαι ο Ίλαμ, το
αντικείμενο του πόθου αμέτρητων γυναικών. Αυτόν τον Ίλαμ θέλεις. Σου έπεσε το
λαχείο, Κάθυ, είσαι πολύ τυχερή και δεν θέλεις να το παραδεχτείς.
Προσπάθησα να δείξω
ψύχραιμη, αν και δύσκολο με αυτό τον άντρα απέναντί μου.
-Τι κάνεις αυτό τον
καιρό; Γυρίζεις καμιά ταινία;
-Μόλις τέλειωσα μία. Δεν
ήμουν ο πρωταγωνιστής, αλλά είχα ένα κομβικό ρόλο. Δεν διαβάζεις τα νέα μου στα
ΜΜΕ;
-Είσαι καλά στην υγεία
σου;
-Καλά. Σχετικό είναι
βέβαια αυτό. Η μέση μου με πονά μερικές φορές. Και οι αρθρώσεις μου. Κάνω
γυμναστική στο γυμναστήριό μου. Μπάνια στην πισίνα. Είναι κι αυτές οι
κοινωνικές υποχρεώσεις, οι δημόσιες σχέσεις που βαριέμαι αφάνταστα. Είναι
κουραστικά όλα αυτά.
Μιλάμε! Ο Ίλαμ μού μιλά!
Μου λέει για τη ζωή του!
-Χαίρομαι που ήρθες,
πρόσθεσε.
-Με σκεφτόσουν καθόλου
όλον αυτό τον καιρό;
Για μια στιγμή το πρόσωπό
του σκλήρυνε.
-Εγώ σε σκεφτόμουν
συνέχεια, βιάστηκα να προσθέσω.
-Αλλά δεν μου έστειλες
κανένα μήνυμα.
-Δεν ήθελα να σε
ενοχλήσω. Ξέρω ότι είσαι πολυάσχολος.
Με κοίταξε σιωπηλός για
λίγο:
-Όχι, δεν είναι αυτό. Πες
μου την αλήθεια.
Χαμογέλασα. Για πρώτη
φορά ένιωσα αρκετά δυνατή, ώστε να του χαμογελάσω, ενώ ετοιμαζόμουν να του πω
την αλήθεια:
-Δεν θα άντεχα τόση
ταπείνωση.
-Έχει όρια η ταπείνωση
δηλαδή;
-Κοίτα, μερικές φορές
δεχόμαστε την ταπείνωση, γιατί προσδοκούμε κάτι πολύ σημαντικό που αξίζει να
ταπεινωθούμε για χάρη του. Υποκριτική ταπείνωση βέβαια. Είναι κάτι, πώς να το
πω, κάτι σαν παιχνίδι. Εσύ το κατάλαβες αυτό. Από την αρχή. Ήξερες ότι με
ταπείνωνες κι ότι εγώ μπήκα στο παιχνίδι με τη θέλησή μου.
-Είχες τον Ίλαμ στο
κρεβάτι σου.
-Ναι. Άξιζε τον κόπο,
νομίζω. Μόνο που αυτό το παιχνίδι έγινε τελικά επικίνδυνο. Παρά λίγο να χάσω τη
ζωή μου.
-Να πεθάνει κανείς από
ένα παιχνίδι ταπείνωσης; Δεν είναι υπερβολικό;
-Έπαψε να είναι παιχνίδι.
Ένιωσα πραγματικά ταπεινωμένη. Με έσπασες. Αυτό δεν ήθελες;
Άναψε ένα τσιγάρο κι
έμεινε σκεφτικός.
-Για να πω την αλήθεια,
δεν ξέρω τι ήθελα. Την πρώτη φορά στην Αθήνα, απλώς ερεθίστηκα και δεν ήθελα να
πάει χαμένη η διέγερσή μου. Μετά σε ξέχασα. Σε ξαναθυμήθηκα, όταν βρήκα στην
τσέπη του σακακιού μου, δηλαδή η καμαριέρα το βρήκε, το e mail σου. Σκέφτηκα ότι θα μετρούσα τη
δύναμή μου, αν σε καλούσα στην Αμερική για μια νύχτα κι εσύ ερχόσουν. Αποκεί
και πέρα… δεν μπορώ να σου πω πολλά πράγματα, δεν ξέρω γιατί το έκανα.
-Μετρούσες τη δύναμή σου
και το διασκέδαζες.
-Κι εσύ το διασκέδαζες.
-Ναι, με τη διαφορά ότι εγώ το χαιρόμουν και υπέφερα, ενώ εσύ
απλώς το χαιρόσουν. Μου δινόσουν, αλλά δεν μου δινόσουν.
Σταμάτησα λίγο κι έπειτα
πρόσθεσα:
-Ήθελες να με σπάσεις.
Και τα κατάφερες μια χαρά! Με έκανες κομμάτια.
-Εγώ τώρα βλέπω μπροστά
μου μια Κάθυ πιο αγέρωχη από ποτέ.
-Ε, ναι, έληξε αυτό. Σε
θέλω πάντα. Αλλά μπορώ να ζήσω και χωρίς εσένα. Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά έγινε.
Έσβησε το τσιγάρο του και
σηκώθηκε.
-Πρέπει να φύγω τώρα. Εσύ
μπορείς να δειπνήσεις και να πέσεις για ύπνο. Θα τα πούμε αύριο.
Κι έφυγε! Έφυγε!
Τον είδα από το παράθυρο
που μπήκε στη λιμουζίνα του και χάθηκε μέσα στα δρομάκια του κήπου.
Έμεινα κοκκαλωμένη,
παγωμένη να κοιτάζω τον άδειο κήπο.
Είχα πέσει πάλι στην
παγίδα του και η κουβέντα μας δεν είχε κανένα νόημα. Ο Ίλαμ παρέμενε βασιλιάς
στο βάθρο του κι εγώ ήμουν υποχείριό του.
Δεν υπήρχε οδός σωτηρίας.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου