Δυο μήνες χωρίς κανένα μήνυμά του. Ούτε κι εγώ του έστειλα μήνυμα.
Εκείνο το φοβερό βράδυ στο σπίτι του, ο Ίλαμ αποκοιμήθηκε, ενώ του έγλειφα τα πόδια. Τον σκέπασα με το σεντόνι, φόρεσα τις γόβες μου και βγήκα έξω. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Χάθηκα στους διαδρόμους. Τελικά ο θόρυβος από τα τακούνια μου ξύπνησε την καμαριέρα που με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Την άλλη μέρα ο μπράβος του ο Μπρούνο, άλλο βουβό μοσχάρι αυτός, με πήγε στο αεροδρόμιο.
Στην Αθήνα κοιμόμουν μια βδομάδα.
Με υπνωτικά βέβαια. Ξυπνούσα κάποια ώρα του εικοσιτετραώρου, έτρωγα κάτι,
κάπνιζα μερικά τσιγάρα και μετά έπαιρνα πάλι υπνωτικό και βυθιζόμουν στον ύπνο.
Έπρεπε αυτό που είχα ζήσει με τον Ίλαμ να βυθιστεί καλά μέσα μου, να γίνει
ανώδυνη ανάμνηση, αλλιώς θα τρελαινόμουν.
Όταν σταμάτησα τα
υπνωτικά, έμενα ξάγρυπνη, αλλά ήμουν καταλαγιασμένη. Ο Ίλαμ έγινε ανάμνηση που
πονούσε, μόνο που τώρα άντεχα τον πόνο.
Αυτός, μάθαινα τα νέα του
από τα ΜΜΕ, γύριζε μια νέα ταινία, είχε δώσει κάποιες συνεντεύξεις, έδειχνε
άνετος, ευγενικός, ούτε ίχνος από την απέραντη αλαζονεία του, από τη λατρεία
του εαυτού του, από τον φόβο της επικείμενης παρακμής του.
Μερικές φορές έμπαινα
στον πειρασμό να του στείλω μήνυμα. Δεν θα μου απαντούσε, το ήξερα. Δεν ήταν
ακόμα η ώρα μου, έπρεπε να περιμένω. Μπορεί και να μη μου έστελνε ποτέ μήνυμα.
Μπορεί να έβρισκε μια πιο βολική περίπτωση ερωμένης, όλα ήταν πιθανά. Αυτό το
τελευταίο ενδεχόμενο με έριχνε σε απελπισία. Ποτέ πια; Ποτέ; Δυο φορές και
τέλος; Ποτέ πια;
Έτσι πέρασαν δυο μήνες
σιωπής. Με απελπισία, με τυφλό έρωτα, με ανακύκλωση των λίγων αναμνήσεων που
είχα από αυτόν.
Μετά μου έστειλε μήνυμα:
«Έγλειψες τα πόδια μου. Το
ήθελες;»
«Ναι, το ήθελα»,
απάντησα.
«Αλλά δεν είσαι ταπεινή.
Υποκρίνεσαι».
«Τη δική σου αλαζονεία
όμως δεν μπορώ να τη φτάσω».
«Θέλω να χαμηλώσεις κι
άλλο».
«Πόσο ακόμα;»
Δεν μου απάντησε.
Περίμενα κάθε μέρα, έμπαινα κάθε μέρα πολλές φορές στο e mail μου ελπίζοντας για μια απάντησή του.
Τίποτα. Σιωπή.
Μετά από ένα μήνα
εμφανίστηκε:
«Σωπαίνεις».
«Εγώ;»
«Εσύ, ναι».
«Σε ρώτησα κάτι και δεν
μου απάντησες».
«Τι σημασία έχει; Εγώ
μπορώ να σωπαίνω. Εσύ όχι. Δεν χαμηλώνεις. Ποια νομίζεις πως είσαι;»
«Η ερωμένη σου. Πότε θα
σε δω; Θέλεις να έρθω στην Αμερική πάλι;»
«Ναι».
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου