Η
μια μέρα σπρώχνει την άλλη
και
κάθε νέα σελήνη βαδίζει στο χαμό της...
truditur dies die
novaeque pergunt interire lunae...
Οράτιος, Ωδές, βιβλίο ΙΙ, Ωδή
18, απόσπασμα.
Μετάφραση: Καίτη Βασιλάκου.
Η
μια μέρα σπρώχνει την άλλη
και
κάθε νέα σελήνη βαδίζει στο χαμό της...
truditur dies die
novaeque pergunt interire lunae...
Οράτιος, Ωδές, βιβλίο ΙΙ, Ωδή
18, απόσπασμα.
Μετάφραση: Καίτη Βασιλάκου.
Δεν
θα’ θελα να επιστρέψω,
να
ξαναζήσω όσα έζησα.
Είναι
καλύτερα να τα θυμάμαι
ως
ανάγλυφα της μνήμης,
όπως
εκείνα τα κακοφτιαγμένα
τα
μεσαιωνικά
με
τα κοντά, άσχημα ανθρωπάκια.
Πέντε μέρες περιπλανιόμουν σε ένα
τρομακτικό κόσμο. Ο κόσμος που ήξερα είχε χαθεί, τώρα ζούσα σε έναν άλλον
άγνωστο κόσμο, βουβό, έρημο, δεν υπήρχε άνθρωπος πουθενά, δεν υπήρχαν φυτά,
ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι, δεν υπήρχαν ζώα, δεν υπήρχε τίποτα εξόν από ένα
άσπρο τοίχο.
Ζούσα ακίνητη μπροστά σε έναν άσπρο
τοίχο, μέρες τώρα χωρίς διακοπή κοίταζα τον τοίχο που πάνω του ήταν κρεμασμένο
ένα μαύρο πράγμα.
Κάποιες στιγμές άνοιγαν ξαφνικά
μεγάλα φώτα κι έβλεπα μπροστά μου κάποιον. Μου έχωνε στο στόμα κάτι χάπια και
μετά έφευγε, τα φώτα έσβηναν κι εγώ βρισκόμουν πάλι μπροστά στον άσπρο τοίχο.
Ώρες ατέλειωτες μπροστά στον άσπρο τοίχο με κείνο το μαύρο πράγμα να κρέμεται
πάνω του.
Ο κόσμος μου είχε χαθεί. Ο κόσμος που
ήξερα, που όλα μου τα χρόνια είχα ζήσει μέσα του δεν υπήρχε πια. Από δω και
πέρα αυτή θα ήταν η ζωή μου: να στέκομαι ακίνητη μπροστά στον άσπρο τοίχο.
Τρόμος. Τρόμος βαθύς. Τρόμος γι’ αυτή
την καταδίκη μου που δεν ήξερα γιατί μου
είχε επιβληθεί. Τρόμος. Βρισκόμουν στο βασίλειο του Εωσφόρου.
Όταν άναβαν ξαφνικά τα φώτα, έβλεπα
κάποιον να με μπουκώνει φάρμακα και να μου λέει γλυκά λογάκια. Υπάλληλος του
Εωσφόρου. Δεν προλάβαινα να πω λέξη. Μου έχωνε τα φάρμακα στο στόμα, τα
κατάπινα κι έπειτα τα φώτα έσβηναν. Ξανά ο άσπρος τοίχος κι εγώ ακίνητη μπροστά
του.
Εδώ θα έμενα για πάντα. Σε μια
παράξενη Κόλαση που δεν είχε πόνο, είχε τρόμο. Ζούσα μέσα σε ένα ασύλληπτο
τρόμο. Αυτή θα ήταν η ζωή μου από δω και πέρα.
Βαθιά απελπισία.
Την τελευταία φορά που άναψαν τα
φώτα, στεκόταν από πάνω μου ένας νεαρός με τα χάπια στο χέρι. Μου έλεγε γλυκά
λογάκια ο βασανιστής μου, με κορόιδευε ο υπάλληλος του Εωσφόρου. Και στο λαιμό
του κρεμασμένος ένας ασημένιος σταυρός.
Φοράς σταυρό, Σατανά; Προσπάθησα να
πω, αλλά δεν τα κατάφερα. Μου έχωσε τα χάπια στο στόμα μιλώντας μου γλυκά κι
έπειτα έφυγε. Τα εκτυφλωτικά φώτα έσβησαν κι εγώ βρέθηκα ξανά μπροστά στον
τοίχο.
Ή έχω τρελαθεί ή έχω μπει σε ένα
κόσμο ξένο προς τον δικό μου, σκέφτηκα. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο ισχύει.
Το βράδυ της τέταρτης μέρας με
μπούκωσαν με πιο ελαφρά χάπια. Το πρωί της πέμπτης μέρας ξύπνησα και είδα τον
ξάδερφό μου να μπαίνει στο δωμάτιο. Είχα επιστρέψει στον κόσμο μου.
Θέλω να φύγω τώρα! Του είπα. Τώρα!
Τώρα!
Ετοίμασαν το εξιτήριο και βγήκα από
εκείνο το κολαστήριο.
Πέρασαν μέρες για να συνέλθω από τον
τρόμο μου.
(Αληθινή ιστορία)
Χρόνια
ένας αετός
κάθεται
στον ώμο μου.
Και χθες
το όρνεο μού έκρωξε:
Άδικα
περιμένω,
σε
βαρέθηκα.
Ποτέ δεν
θα πετάξεις.