30/6/13

Τα παιδιά των δρόμων




Όταν ήμουν παιδί, έβλεπα, χωρίς να παραξενεύομαι, άλλα παιδιά που τριγυρνούσαν στο δρόμο και πουλούσαν διάφορα στους περαστικούς ή στους θαμώνες των καφενείων και των ζαχαροπλαστείων. Η Ελλάδα ήταν φτωχή τότε, επομένως κάποιοι που δεν τα έβγαζαν πέρα έστελναν τα παιδιά τους στο δρόμο να γίνουν μικροπωλητές. Τα παιδιά αυτά είχαν σπίτι, είχαν γονείς ή τέλος πάντων κάποιους μεγάλους να τα νοιάζονται, δεν ήταν αφημένα στο έλεος του Θεού. Το θέαμα πάντως ήταν τόσο κοινό που κανείς δεν έδειχνε να σοκάρεται. Οι ευαισθησίες μας εξάλλου εκείνο τον καιρό ήταν περιορισμένες, προείχε η επιβίωση.

Αργότερα, όταν ο τόπος άρχισε να ξεφεύγει σιγά-σιγά από τη φτώχια, οι ευαισθησίες μας αυξήθηκαν και τα παιδιά αυτά λιγόστεψαν. Στο τέλος εξαφανίστηκαν σχεδόν. Μετά, όταν μπήκαμε στην εποχή της ευμάρειας, οι δρόμοι γέμισαν πάλι από παιδιά που ανήκαν όμως  σε άλλη κατηγορία. Ήταν παιδιά από ξένες φτωχές χώρες που περιφέρονταν στους δρόμους πουλώντας ευτελή προϊόντα ή έστεκαν στα φανάρια και καθάριζαν τα τζάμια των αυτοκινήτων. Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ πιο σκληρά. Γιατί τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά, όπως μαθαίναμε από τα ΜΜΕ, τα είχαν πουλήσει οι γονείς τους ή τα είχαν νοικιάσει σε ενήλικες αλλοδαπούς που είχαν στήσει κανονική επιχείρηση στηριζόμενοι στον οίκτο των καθημερινών ανθρώπων.

28/6/13

"Ρολά κατεβασμένα..."


Ρολά κατεβασμένα,
να μπαίνει λίγο φως στο σπίτι,
και απόλυτη σιωπή
και αυτοσυγκέντρωση.
Έξω η ζωή βουίζει
 -κάνει και τίποτ’ άλλο
τα τελευταία δισεκατομμύρια χρόνια;-
και μέσα εδώ
ξαπλώνονται στους καναπέδες οι θεοί,
φουμάρουν,
ρίχνουν ατάκες,
γελούν
και κάθε τόσο
μπαίνουνε στον πειρασμό
να καταστρέψουνε τον κόσμο.






25/6/13

Η Δευτέρα Παρουσία (διήγημα)



Η Δευτέρα Παρουσία συνέβη στα καλά καθούμενα ένα απόγευμα του Αυγούστου στις οχτώ η ώρα ακριβώς. 
 
Καθόμασταν στη βεράντα του ξενοδοχείου απολαμβάνοντας τη θάλασσα μπροστά μας και στο βάθος μακριά τη φλεγόμενη δύση του ηλίου.
Μια χαρά ήμασταν όλοι, πίναμε ουίσκι και λέγαμε κοινοτοπίες.  Το απογευματινό μπάνιο μάς είχε φτιάξει το κέφι, φύσαγε ένα ευχάριστο αεράκι και είχαμε μια γλυκιά αναμονή για το δείπνο, όπου ποιος ξέρει πάλι τι καλά θα μας είχαν ετοιμάσει για να ολοκληρωθεί η ευχαρίστησή μας.
 

22/6/13

Post mortem photography



Μην το διαβάσετε, όσοι δεν αντέχετε στη θέα του θανάτου. Περιέχει φωτογραφίες.




Πριν την εφεύρεση της φωτογραφίας οι άσημοι άνθρωποι γεννιούνταν και πέθαιναν, χωρίς να μείνει πίσω κάτι που να θυμίζει τη μορφή τους. Μόνο οι πλούσιοι είχαν την πολυτέλεια να παραγγέλνουν σε ζωγράφους το πορτραίτο τους και κατά κάποιο τρόπο να μένουν σε μια αμφίβολη αιωνιότητα. Μάζες ανθρώπων ήρθαν κι έφυγαν λοιπόν από αυτό τον κόσμο, χωρίς να αφήσουν τίποτα πίσω τους, κανένα ίχνος της ύπαρξής τους.

Όλα άλλαξαν τον 19ο αιώνα με την εφεύρεση της δαγκεροτυπίας. Τώρα οι άνθρωποι της μεσαίας τουλάχιστον τάξης μπορούσαν να αποτυπώσουν στο χαρτί τη μορφή τους και να την κληροδοτήσουν στους απογόνους τους. Τότε ακριβώς είναι που άνθισε, στη βικτωριανή Αγγλία κυρίως,  η μακάβρια μόδα της μεταθανάτιας φωτογραφίας.

19/6/13

Η Κάθοδος των Μυρίων: μια χολιγουντιανή περιπέτεια



Μια φορά κι έναν καιρό, πριν  2.414 χρόνια, ένας πρίγκιπας στην Περσία που τον έλεγαν Κύρο μάζεψε πολύ στρατό και ξεκίνησε εναντίον του βασιλιά  αδελφού του Αρταξέρξη με σκοπό να του πάρει τον θρόνο.

Ανάμεσα στον στρατό του ήταν και 13.000 Έλληνες μισθοφόροι από όλα τα μέρη της Ελλάδας, Αρκάδες, Αχαιοί, Λακεδαιμόνιοι, Αργείοι και άλλοι Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Θράκες, μερικοί Αθηναίοι, νησιώτες, Κρητικοί, Ίωνες και άλλοι Μικρασιάτες.  Οι μισθοφόροι αυτοί ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι, τυχοδιώκτες, εξόριστοι, φτωχοί που ονειρεύονταν να πλουτίσουν , τύποι που την έβρισκαν με τους πολέμους και βαριούνταν την ειρηνική ζωή, άνθρωποι της περιπέτειας και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

15/6/13

"Πώς να είναι άραγε, να στέκεσαι ψηλά..."

Πώς να είναι άραγε,
να στέκεσαι ψηλά, πολύ ψηλά,
να βλέπεις να στριφογυρίζουν
γύρω-γύρω οι γαλαξίες,
το Σύμπαν
να τρέχει με ορμή
στο πουθενά,
να φτιάχνει απ’ το μηδέν
τέσσερις διαστάσεις,
να βουίζει,
να εξαπλώνεται,
να οδεύει προς το θάνατό του
βιαστικά
μαζί με όλα τα δάκρυα
και τις ελπίδες
που κάπου
 σε μια γωνιά του
σαν από μικρό σπυρί
αναβλύζουν αδιάκοπα,
άσκοπα.


13/6/13

"Μεγάλωσε ως φαίνεται πολύ..."


Μεγάλωσε ως φαίνεται πολύ
κι έχασε τις ευαισθησίες του,
παλιά δεν άντεχε τη βία,
το αίμα,
τώρα όμως ονειρεύεται
πως εκτελεί ανθρώπους,
τους έχει στήσει στη σειρά,
τους ακουμπά στον κρόταφο το όπλο
και τους πυροβολεί,
κάπως ανακουφίζεται η οργή του
με τέτοιες φαντασίες,
ύστερα βγαίνει έξω,
χαμογελά,
μιλά ευγενικά,
κανείς δεν ξέρει
τι σκέψεις σκοτεινές
κυκλοφορούν μες το μυαλό του,
τα βράδια στο κρεβάτι
έρχονται πάλι τα νοσηρά οράματα,
σκοτώνει ασταμάτητα
βιαστές, εκβιαστές,
ληστές και δολοφόνους,
δεν ξέρει πια
τι να τα κάνει
τόσα πτώματα,
τα παραχώνει σε μιαν άκρη του μυαλού του
και αποκοιμιέται χωρίς ενοχές,
ο κόσμος έξω συνεχίζει
να κολυμπά στο αίμα,
εκείνος κολυμπά
σε εικονικές  πραγματικότητες.




9/6/13

Καλλιτέχνες σε εποχή παρακμής



                                        Προσωπογραφία από το Φαγιούμ, 1-3 αι. μΧ


Μπορεί σε μια εποχή παρακμής, όταν η καλλιτεχνική δημιουργία έχει ξεπέσει και τίποτα σημαντικό δεν παράγεται, μπορεί άραγε κάποιος  καλλιτέχνης προικισμένος με μεγάλο ταλέντο να δημιουργήσει σπουδαίο έργο που θα περάσει στις επόμενες γενιές; Η προσωπική μου άποψη είναι ότι όχι, δεν θα μπορέσει να το κάνει.

Είμαστε απολύτως προσδιορισμένοι από την εποχή που ζούμε, δεν μπορούμε να την υπερβούμε. Λένε πως ο μεγάλος καλλιτέχνης δημιουργεί  για την επόμενη γενιά και όχι για τη σύγχρονή του, αλλά μια εποχή παρακμής μετρά πολλές γενιές, επομένως όσο μεγάλος κι αν είναι ένας καλλιτέχνης, δεν μπορεί να υπερπηδήσει μια σειρά γενιές, δεν μπορεί να βρεθεί διακόσια χρόνια μπροστά.

7/6/13

"Το πρώτο που χρειάζεται είναι ένα άδειο σπίτι..."





Το πρώτο που χρειάζεται
είναι ένα άδειο σπίτι,
ήσυχο, σκοτεινό
και χρόνος αδιατάραχτος.

Αφήνουμε ύστερα τη φαντασία να καλπάσει,
αφού προηγουμένως την έχουμε εφοδιάσει
με τα κατάλληλα υλικά,
το πάθος και τον πόθο,
την αναγκαία στέρηση,
την ανεκπλήρωτη επιθυμία,
προσθέτουμε και τα μυρωδικά μας,
ντροπή, ασχήμια, απόρριψη, διαστροφή,
ύστερα την αφήνουμε να αυτοσχεδιάσει.

Και να την που μας φέρνει πίσω
κάτι παράξενα σχέδια,
κάτι αλλόκοτες μορφές
που μας λιγώνουν,
κάτι ιστορίες άρρητες.

Στα πόδια μας τις αποθέτει
και μας κοιτά στα μάτια
η σκλάβα φαντασία μας.

Και πώς χωρίς αυτήν αλήθεια
θα βγάζαμε
ετούτη τη ζωή
την άνοστη,
την άνευ γεγονότων.


4/6/13

Παιδικές απορίες - φιλοσοφικές απορίες



Λένε οι φιλόσοφοι πως, αν θέλεις να ασχοληθείς με τη φιλοσοφία, πρέπει να πετάξεις από πάνω σου όλη την έτοιμη γνώση που  υποχρεώθηκες να αποχτήσεις και να ξαναγίνεις παιδί με παιδικές απορίες για τον  κόσμο, για τους ανθρώπους, για τη φύση, για το Θεό.

Δίκιο έχουν.

Ο κόσμος για ένα παιδί δεν είναι δεδομένος, όπως ακριβώς δεν είναι δεδομένος  και για το φιλόσοφο. Για τον μη φιλόσοφο αντίθετα που μεγαλώνοντας χτίστηκε με τη λογική και την έτοιμη γνώση  όλα είναι έτσι, επειδή έτσι είναι. Ο μη φιλόσοφος δεν έχει απορίες. Του τις έχουν λύσει οι μεγαλύτεροι, όσο εκείνος ήταν μικρός, που τον έμαθαν ότι αυτό είναι το σωστό, εκείνο το λάθος, αυτό το φυσιολογικό, εκείνο το ανώμαλο, αυτό το ηθικό, εκείνο το ανήθικο, αυτό έχει αξία, εκείνο δεν έχει, οι σκύλοι αγαπούν τα κόκαλα και οι γάτες τα ψαροκόκαλα, αγαπούμε τα αρνάκια και μετά τα τρώμε, το φίδι είναι κακό, το καναρίνι είναι καλό και τα μυρμήγκια αμελητέα.

1/6/13

Με αγάπη




Την ορατή εξουσία μου σου έδωσα
και νικημένη αποσύρθηκα,
μέσα σε υγρά και μισοσκότεινα δωμάτια
παραμορφώθηκα
κι έγινα ο εφιάλτης των νυχτών σου.

Αλλά όσο η πορεία του κόσμου
με τους αρχαίους τρόπους  συνεχίζεται
κι εσύ θα βγαίνεις κλαίγοντας
μέσα απ’ τα δυο μου σκέλια,
την εξουσία μου αόρατη θα διευθύνω,
εκπορνευμένη και μνησίκακη,
διυλισμένη μέσα απ’ το χλωρό μυαλό σου
την εξουσία μου αόρατη θα την κρατώ
και κάθε νύχτα θα σε γονατίζω
μπροστά στο ξόανό μου.

Κι όταν τολμάς και δοκιμάζεις
να με αποκηρύξεις,
μες στο κορμί σου διαπερασμένα τα στοιχεία μου
σ’ ένα δια βίου άθλιο και ατελέσφορο αγώνα
καταδικάζοντάς σε θα σε οδηγούν.
Γιατί είμαι εγώ η Μέδουσα και η Γοργώ και η Σφίγγα σου
και οι ανελέητες Ερινύες των ονείρων σου.

Την ορατή εξουσία μου σου έδωσα,
άσχημα σε ξεγέλασα
κρατώντας την ουσία της ζωής σου μες στα σπλάχνα μου,
πονηρεμένη, πικραμένη και ύπουλη
στα δίδαξα όλα λάθος
και στον αιώνια ακίνητο χώρο μου
σε καρτερώ σαν αδηφάγα αράχνη
και κάθε τόσο σε καταβροχθίζω.

Γι’ αυτό, γιε μου,
να εύχεσαι και να προσεύχεσαι
για κείνη την ημέρα
που η κοιλιά μου θα στεγνώσει και θα σ’ αρνηθεί,
όταν η μηχανή θα πάρει να κλωσήσει το αυγό μου,
τότε τα μαγικά μου φίλτρα θα αποδυναμωθούν
και θα εξατμιστεί σαν φάντασμα η αρχαία δύναμή μου
και μόνο τότε
βγαίνοντας απ’ τα υγρά δωμάτια στο φως
και παίρνοντας το νέο σχήμα και το μέγεθός μου,
τότε μονάχα
το αόρατο και το ορατό θα ενωθούν
και εκ νέου ισότιμα θα διαμοιραστούν
ανάμεσά μας.

1984

Δημοσιεύτηκε στην: