Πίνεις το ουίσκι σου
γουλιά γουλιά και λούζεσαι κάτω από ένα μπλε αστραφτερό φως. Έχεις περάσει στον
χώρο της μαγείας και όλος ο υπόλοιπος κόσμος έχει βυθιστεί στα Τάρταρα.
Σου μιλά αυτός που είναι
απέναντί σου κι εσύ απαντάς μηχανικά, έχεις χάσει τον εαυτό σου. Κι αυτός που
είναι απέναντί σου το ξέρει: μια βραδιά ακόμα που θα περάσει με μια άγνωστη
τρελή και που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ. Και η άγνωστη τρελή το ξέρει κι
αυτή. Και δεν τη νοιάζει καθόλου.
Το μπλε του κοβάλτιου.
Δεν υπάρχει πιο ωραία απόχρωση του μπλε από αυτήν. Είναι μαγική, είναι
σαγηνευτική. Φαντάσου να σε κοιτάζουν δυο μάτια που οι ίριδές τους είναι δυο
πολύτιμες πέτρες από ζαφείρι στο χρώμα του κοβάλτιου.
Γύρω ο κόσμος συζητούσε
εύθυμα, έπιναν, γελούσαν, κάποιοι μας κοίταξαν, μετά ασχολήθηκαν με την παρέα
τους, η σάλα του ξενοδοχείου ήταν γεμάτη από παράγοντες, από σημαίνοντες, από
ανθρώπους ξένους που μιλούσαν αγγλικά, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.
Αυτός με κοίταζε ίσια στα
μάτια. Ένιωσα μέσα μου να γκρεμίζονται βουνά, μου μιλούσε κι εγώ κοίταζα τα
μπλε του μάτια. Κάτι μου έλεγε, αλλά δεν καταλάβαινα τι.
Είπα από μέσα μου «θέλω
να πεθάνω τώρα». Με πήρε από το χέρι και μ’ έβαλε να καθίσω σε μια πολυθρόνα.
Έσκυψε από πάνω μου. «Δεν αισθάνεσαι καλά;» με ρώτησε και το βλέμμα του βάθαινε
συνέχεια μέσα μου, έφτασε ως τα σπλάχνα μου. Είπα ξέψυχα: «Ναι», μετά είπα
«όχι», μετά αυθόρμητα ρώτησα: «Γιατί εμένα;»
Κούνησε το κεφάλι σαν να
μην καταλάβαινε.
-Θέλεις να ξαπλώσεις;
-Γιατί εμένα; ψιθύρισα.
-Δεν αντέχεις το ποτό,
αυτό είναι. Πάμε στη σουίτα μου, θα σε βάλω να ξαπλώσεις και θα παραγγείλω ένα
δυνατό καφέ.
Γιατί εμένα; Σκεφτόμουν,
καθώς ανεβαίναμε με το ασανσέρ και ήξερα τι θα επακολουθούσε και δεν μ’ ένοιαζε
και το ήθελα και δεν έδινα δεκάρα για οτιδήποτε άλλο.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου