1
Βγήκε από την πισίνα στάζοντας
νερά και ξάπλωσε στην ξαπλώστρα. Έμεινε για λίγο ακίνητος με τα μάτια κλειστά
απολαμβάνοντας τον ήλιο.
-Φέρε μου την πετσέτα,
είπε μετά, χωρίς να ανοίξει τα μάτια του.
Του πήγα την πετσέτα και
την έριξα πάνω του.
Αυτός μισάνοιξε τα μάτια.
-Σκούπισέ με.
-Σκουπίσου μόνος σου.
Με κοίταξε λίγη ώρα
σιωπηλός, το πρόσωπό του απαθές. Ύστερα πήρε την πετσέτα και σκουπίστηκε.
Στεκόμουν λίγο πιο πέρα
και τον παρατηρούσα. Σκούπιζε το γερασμένο, μαραμένο κορμί του με αργές
κινήσεις με το βλέμμα του να χάνεται στον κήπο απέναντι. Κοίταξα το πρόσωπό
του. Γερασμένο κι αυτό, κουρασμένο. Κάτι μέσα μου πολύ αιχμηρό έσκισε την
καρδιά μου.
Αλλά τον αγαπούσα, τον
αγαπούσα ακόμη.
Θα πέθαινα γι’ αυτόν.
-Δεν μ’ αγαπάς πια; έκανε
αδιάφορα παίρνοντας την εφημερίδα από την καρέκλα δίπλα του. Βυθίστηκε στην
ανάγνωση, χωρίς να περιμένει την απάντησή μου.
Κάθισα παράμερα και άναψα ένα τσιγάρο. Αν
μπορούσα, θα έφευγα εκείνη την ίδια στιγμή. Θα έβγαινα στον δρόμο και θα
έμπαινα στο πρώτο αμάξι που θα σταματούσε να με πάρει. Θα εξαφανιζόμουν από τη
ζωή του.
-Δεν μπορώ όμως να το
κάνω, είπα φωναχτά.
-Τι δεν μπορείς; ρώτησε
αυτός, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα.
-Τίποτα.
-Φτιάξε μου ένα χυμό.
Έσβησα το τσιγάρο και
πήγα στην κουζίνα. Πίνει χυμούς, νομίζει ότι μ’ αυτούς θα διατηρήσει τους
χυμούς του κορμιού του, πίνει συνέχεια χυμούς. Έβαλα στο μπλέντερ κομμάτια από
πορτοκάλι, μήλο, ανανά, αβοκάντο, ό,τι βρήκα
μπροστά μου και του έφτιαξα ένα τεράστιο πηχτό χυμό. Τον έβαλα σε ένα μεγάλο
ποτήρι και του τον πήγα.
-Με παγάκια, είπε.
Γύρισα στην κουζίνα και
πρόσθεσα δέκα παγάκια. Έβαλα τον χυμό σε μια κανάτα, πήρα ένα άλλο ποτήρι και
του τα πήγα.
-Γράφει τίποτε σπουδαίο η
εφημερίδα;
Δεν μου απάντησε.
Του την άρπαξα από τα
χέρια και στάθηκα όρθια από πάνω του.
-Γράφει τίποτα σπουδαίο
αυτό το κωλόχαρτο;
Με κοίταξε ατάραχος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Έβαλε χυμό στο ποτήρι του και ήπιε. Μετά χτύπησε το κινητό
του. Ξεκίνησε ψιλή κουβέντα με κάποιον, δεν κατάλαβα ποιον. Εγώ στεκόμουν σαν
ηλίθια μπροστά του κρατώντας την τσαλακωμένη εφημερίδα.
Το βράδυ μού ζήτησε να
κοιμηθούμε μαζί.
-Έχουν αποτέλεσμα λοιπόν
οι χυμοί, είπα ειρωνικά.
Με κοίταξε χωρίς να
καταλαβαίνει.
-Θέλεις να σε παρακαλέσω;
-Όχι, είπα ξερά.
Κούνησε το κεφάλι και πήγε στην κρεβατοκάμαρά του.
Ακολούθησα με μια αίσθηση ταπεινωμένης ευτυχίας.
Χάνομαι μαζί σου, Ίλαμ,
και το ξέρεις, το ξέρεις, το ξέρεις.
-Γιατί δεν παίρνουμε μια πραγματική
οικονόμο; τον ρώτησα αργότερα.
-Δεν θέλω ξένους στο σπίτι, τα έχουμε πει αυτά. Οι ξένοι βλέπουν και μετά βγαίνουν και σχολιάζουν. Και τα αρπακτικά οι δημοσιογράφοι πληρώνουν καλά για τέτοιες πληροφορίες.
-Δεν φοβάσαι μη μιλήσουν
η μαγείρισσα, η καμαριέρα, ο κηπουρός;
-Όχι, είναι δικοί μου άνθρωποι αυτοί. Κι έπειτα τι σου ζητώ δηλαδή; Να μου φτιάξεις ένα χυμό. Τόσο δύσκολο σού είναι; Τι κάνεις όλη μέρα εδώ μέσα;
-Τι κάνω; Σε υπηρετώ, Ίλαμ.
Αυτό κάνω.
Χαμογέλασε:
-Και δεν είναι ωραίο
αυτό;
Του γύρισα την πλάτη.
Τόση αλαζονεία πια, τόση αλαζονεία…
-Κάθυ, οι ρόλοι μας έχουν οριστεί από την αρχή. Τους αποδέχτηκες.
Δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε τώρα. Θα ήθελες να με διατάζεις εσύ;
Δεν απάντησα.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου