16/9/21

Ντροπή - εντροπία - εντροπαλίζομαι: καμία σχέση

 





1) ντροπή:


το αρνητικό συναίσθημα ενοχής που νιώθει κάποιος, όταν συνειδητοποιεί ότι έφταιξε σε κάτι, η πράξη ή το πρόσωπο που επισύρει αυτό το αρνητικό συναίσθημα, το όνειδος, ο εξευτελισμός μετά από κάποια ήττα/αποτυχία, η συστολή που νιώθουν κάποιοι λόγω χαρακτήρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις. (Από τη Βικιπαίδεια).


2) εντροπία:


(φυσική, χημεία) το μέτρο της άχρηστης ή διεσπαρμένης ενέργειας που δεν μπορεί να παράγει έργο σε ένα θερμοδυναμικό σύστημα όταν αυτό εξελίσσεται προς κατάσταση αταξίας

σύμβολίζεται με: S

  όλα τα φυσικά συστήματα [...] οδεύουν φυσιολογικά προς την αταξία και το χάος. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, η εντροπία θα αυξάνεται συνεχώς έως ότου κάποτε δεν θα υπάρχει πια άλλη ενέργεια για να μετατραπεί σε θερμότητα, η εντροπία θα φτάσει στη μέγιστη τιμή της [...] οπότε θα επέλθει και ο λεγόμενος «Θερμικός Θάνατος» του Σύμπαντος (Σιμόπουλος, Διονύσης Π. Η άνοιξη του σύμπαντος. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018. σελ. 300)

(θεωρία της πληροφορίας) ο βαθμός ανταγωνισμού δύο δυνατών απαντήσεων σε ένα ζητούμενο

(κατ’ επέκταση) η τάση προς αταξία, αποσύνθεση και αποδιοργάνωση, η ροπή προς την εξάντληση της ενέργειας, την παύση της ζωής. (Από το Βικιλεξικό).


Σε κάποιο ποίημα διάβασα "εντροπία" αντί για ντροπή.

Ντροπή!



3) εντροπαλίζομαι: 


α) στρέφω συχνά το κεφάλι και βλέπω προς τα πίσω β) (για πολεμιστή) υποχωρώ στρέφοντας διαρκώς το πρόσωπο προς τον εχθρό.

"ἄλοχος δὲ φίλη οἶκόνδε βεβήκει ἐντροπαλιζομένη", Ιλιάδα Il. 6.496 (και η αγαπημένη σύζυγος έφυγε για το σπίτι στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι προς τα πίσω).

Η Ανδρομάχη μετά τη συνάντησή της με τον Έκτορα σε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές του έπους επιστρέφει στην πόλη γυρίζοντας κάθε τόσο  το κεφάλι της για να δει τον Έκτορα για τελευταία φορά.



Δεν υπάρχουν σχόλια: