Α΄
Εδώ
είμαι,
να’ μαι,
ξανάγινα
μικρή και τιποτένια,
αρχέγονη
έγινα,
διονυσιακή,
από
όλα αποκομμένη
- τώρα
κάπου, απύθμενα μακριά
ο
πόνος του κόσμου
σαν
ανώδυνη ομίχλη σαλεύει-
κυλιέμαι
ξαναμμένη
και
γεμίζω χώματα
και
αποξηραμένα φυλλαράκια.
Οι
νύχτες μοιάζουν τώρα με εφιάλτη
κι
ακούω τη φωνή
(μια φωνή φοβερή, θεϊκή,
μια
φωνή που τα πάντα συντρίβει)
με τα
μάτια διάσταλτα μαύρα,
με τις
κόρες δυο τρύπες αχόρταγες,
η ίδια
εικόνα ξανά και ξανά,
ο
κρυφός πυρετός,
η
εμμονή,
η
εμμονή,
στο
κατώφλι των παραισθήσεων η ίδια πάντα εμμονή,
Έλεος
ζητά η υπόστασή μου,
μια
μικρή ανάπαυλα,
να δω
τον κύκλο του ήλιου,
να λάβω
τα μηνύματα του χρόνου,
αλλά
δεν υπάρχει ανάπαυλα,
η
εμμονή,
η
εμμονή,
πάντα
το ίδιο πρόσωπο,
το
ίδιο σώμα,
τα
λόγια που κάποτε ειπώθηκαν
και
ζωντανά αιχμαλωτίστηκαν,
όλα
ξαναγυρίζουν στοιχειωμένα,
συγκλίνουν
μέσα σ’ ένα κίτρινο, φλογισμένο χρώμα
και
φωτοβολούν γύρω απ’ Αυτόν.
Β΄
Να’
τος,
Αυτός,
με τα
σημάδια της φωτιάς,
τα
σημάδια της κρυφής αρρώστιας,
είναι
μοναχικός και είναι ένοχος,
να’
τος,
η
αιτία του κακού,
η
αιτία της ηδονής,
Αυτός
που όλα τα σάρωσε,
τα
εκμηδένισε,
δεν
μπορεί να γίνει ένας άλλος,
ν’
αλλάξει θέσεις με κάποιον παρόμοιο,
είναι
από τη φύση του Αυτός,
αγαπά
χωρίς Λόγο από χρόνους παλαιούς,
από
πριν γεννηθεί
είχε
ήδη ετοιμαστεί ο μοιραίος του ρόλος,
με
υπομονή περιμένει,
προχωρεί
σιγανά,
εδραιώνει
λαθραία την κυριαρχία του,
γίνεται
βαθμηδόν ο Ένας.
Είναι
Αυτός,
δεν
μπορεί να γίνει κάποιος άλλος,
έτσι,
σαν «Αυτός»
ξυπνά
ακατάλυτους πόθους,
πόθους
προγραμμένους.
Γ΄
Θέλω
να μ’ αγαπάς και να’ σαι μόνος,
μόνος
και μακριά μου και να μ’ αγαπάς.
Στο
μονό σου κρεβάτι να ξαγρυπνάς,
το
όνομά μου να λες και να λιώνεις,
να
εξουθενωθείς θέλω,
σκιά
να γίνεις του εαυτού σου,
να
φέρεις το βαρύ σου μυστικό σαν το Σταυρό,
να
είμαι εγώ ο βαρύς Σταυρός σου.
Θέλω
να μείνεις μόνος,
να μη
ζευγαρώσεις,
χωρίς
παιδιά, χωρίς γυναίκα να ξοδέψεις τη ζωή σου,
μες
στη βουή του κόσμου να χώνεσαι χωρίς ελπίδα
κι εγώ
να είμαι χαραγμένη στη μορφή σου,
να
είμαι η ανεξίτηλη σφραγίδα του εαυτού σου,
εγώ να
είμαι εσύ
μες τη
μοναχική βουή του κόσμου.
Θέλω
να μ’ αγαπάς μέσα σε τύψεις,
να μ’
αγαπάς κρυφά και πικραμένα
μ’
όλες σου τις ενοχές,
να
μαραζώνεις,
να
συνθλίβεσαι απ’ την αβάσταχτη λαχτάρα σου.
Έτσι
μονάχα θα’ ναι η αγάπη σου ωραία και μοναδική,
αγάπη
μόνη, απούσα και εφιαλτική.
Θέλω
να μ’ αγαπάς και να’ σαι μόνος,
δικός
μου να’ σαι και μακριά μου
και να
μ’ αγαπάς.
Δ΄
Αχ,
οι
αόρατοι ολονύχτιοι σπασμοί,
σώματα
χωρισμένα,
(κάποτε,
σε μια βαθιά στιγμή ενωμένα)
σώματα
απελπισμένα
που
ξαναζητούν την ένωση,
σώματα
μες την αγωνία,
κομμάτια
που ζητούν τα άλλα τους κομμάτια
κι η
αναντικατάστατη ηδονή
μέσα
στη μοναξιά να χύνεται,
μέσα
στη μοναξιά χωρίς αντίκρισμα
να
σπαταλιέται.
Τι
μπορεί να φιμώσει το κάλεσμά μας,
τη
μάταιη ανατριχίλα τι θα την σταματήσει,
τα
όνειρα που οργιάζουν στον απρόσωπο αέρα,
τα
μηνύματα που στέλνονται πάνω απ’ τις πολιτείες,
μες σε
κανάλια μυστικά,
μακριά
από τη γνώση των ανθρώπων,
αχ,
τα
μηνύματα που χάνονται στο δρόμο
και
ξεθυμαίνουν αδυνατισμένα στις μεγάλες θάλασσες.
Ε΄
Αυτό
είσαι εσύ,
λόγια
είσαι εσύ,
σκέψη
είσαι,
πόθος
στοιχειωμένος,
ανίκανος
πια να εκπληρωθεί
με όσα
αγκαλιάσματα κι αν έρθουν.
Αυτό
είσαι εσύ,
ιδέα
είσαι,
απόπειρα,
ανταρσία
δειλιασμένη,
γεύση
ξεθωριασμένη,
κάποια
αίσθηση,
δυνατότητα
ηδονής που δεν θα’ ρθει,
είσαι
δρόμος άλλος εσύ,
άγριος
δρόμος,
γλυκός
δρόμος,
δοκιμασμένος
και επικηρυγμένος,
είσαι
πράξη εσύ,
γεγονός
συντελεσμένο,
είσαι
αγάπη εσύ,
προανθρώπινη
αγάπη φοβερή,
αγάπη
αιμάτινη,
αγάπη,
αγάπη,
αγάπη...
Στ΄
-Πες
μου, εσύ,
που
είσαι όλος μια οδυνηρή αγάπη,
πες
μου, τι είναι η αγάπη.
-
Αγάπη δεν είναι η ικανοποίηση της αγάπης.
Αγάπη
είναι
ο
πόθος της αγάπης,
ο
πόνος της αγάπης,
η
έλλειψη
και η
αναζήτηση
και η
λαχτάρα της αγάπης.
Αγάπη
είναι
η
απουσία της αγάπης,
το
αρνητικό της αγάπης,
η
αγάπη που δεν βρίσκει αγάπη.
Η
αγάπη υπάρχει, όταν
λείπει
η αγάπη, όταν
πνίγεται
χωρίς αγάπη, όταν
κλαίει
ζητώντας την αγάπη.
Είναι
μόνη η αγάπη,
αποκλεισμένη
είναι,
μπλοκαρισμένη
είναι.
Δεμένη
είναι
και
απαγορευμένη
και
καταδικασμένη.
Μαθαίνει
να υπάρχει χωρίς αγάπη,
μπορεί
να ζει έξω από την αγάπη.
Αγάπη
δεν είναι η αγάπη,
είναι
μια ηδονή που αναλώνεται μονάχη,
πάθος
χωρίς το αντικείμενό του,
γεγονός
αποκομμένο από το παρελθόν του.
Δεν
είναι αγάπη η εκπλήρωση της αγάπης.
Αγάπη
είναι αυτό:
ένα
παιδί που κλαίει χωρισμένο στα δυο.
Είσαι
το μισό μου σώμα,
είμαι
το άλλο σου μισό,
όταν
για μια στιγμή ενωθήκαμε
είδαμε
τον Παράδεισο,
μετά
το μήλο,
μετά η
γνώση του καλού και του κακού,
ύστερα
εκδιωχθήκαμε
και
τώρα
εξόριστοι,
αποκομμένοι
από την ευτυχία,
τώρα
λειψοί
κι
ακρωτηριασμένοι.
Οι
άνθρωποι λένε όχι
(ποιοι
είναι οι άνθρωποι;)
εμείς
λέμε ναι,
με τα
μάτια κλειστά λέμε
ναι,
στη
μυστική μας ένωση,
ναι,
στις
αόρατες συνουσίες μας,
ναι,
στην
κομμένη αγάπη μας,
ναι,
στην
άναρχη αγάπη της ζωής.
Οι
νύχτες είναι όλες δικές μας.
Ζ΄
Αγάπα
με,
όπως
εσύ ξέρεις,
μακριά
μου αγάπα με και λιώνε,
μόνος
αγάπα με
και
ξόδευε το σπέρμα σου για μένα,
είμαι
κοντά σου, όταν με καλείς,
στην
αγκαλιά μου σπαρταράς
πάνω
στο άδειο σου κρεβάτι.
Είμαστε
ενωμένοι στα χωρισμένα μας κορμιά,
με
φωνάζεις,
σ’ ακούω,
συναντιόμαστε
πάνω από μολυβένιες θάλασσες,
ενωνόμαστε
σαν αερικά,
γλιστράμε
ο ένας πάνω στον άλλο,
βαραίνουμε
σαν σύννεφα γεμάτα βροχή,
ξαπλώνουμε
στα βρεγμένα χώματα,
αποχτούμε
ξανά τα κορμιά μας,
πρώτα
οσμιζόμαστε,
μετά
κολλάμε,
αποχτούμε
την πρώτη μορφή μας,
σπαθιά,
εαυτέ
μου,
κομμάτια
από σπασμένο μέταλλο,
εαυτέ
μου,
ρυάκια
λάβας,
στάχτη,
φωτιά
φεγγοβολούσα,
εαυτέ
μου,
το
εξώτερο πυρ,
σπαθιά,
αιχμές
ακονισμένες,
γυαλιά,
κομμάτια
που αστραποβολούν,
χρώματα
κόκκινα,
ανταύγειες
πράσινες,
η
αγάπη μου,
ο
σκληρός κρότος των δοντιών,
των
σκελετών που θραύονται,
μάτια,
αγάπη,
μόνο
μάτια
χιλιάδες
χρόνια προς τα πίσω,
μαύρα
μάτια,
η
κόλαση,
η
οξεία κραυγή,
τα
παραπετάσματα σκίζονται,
η
οξεία κραυγή,
διαρρηγνύουν
εκείνοι τα φαιά τους ιμάτια,
αλλά
είναι αργά,
δεν
μπορούμε πια να ξεκολλήσουμε,
μείναμε
χωρίς όραση, χωρίς ακοή
ο
χρόνος κοκάλωσε,
να το
αιώνιο αγκάλιασμα,
το
ανόσιο αγκάλιασμα
μαρμαρωμένο
σαν αρχαίο γλυπτό,
αποτινάξαμε
κάθε αμαρτία,
κάναμε
δική μας όλη την αμαρτία.
Ποιος;
Κανείς.
Ποιος;
Κανείς
δεν έχει το δικαίωμα
να
διακόψει την ιερή μας ένωση,
εδώ σ’
αυτή τη διάσταση
δεν
υπάρχει χωρισμός,
γίναμε
το προαιώνιο Ένα,
οδεύουμε
ολοταχώς προς το Τίποτα,
εκμηδενιζόμαστε,
σκορπίζουμε
σαν διάφανο κύμα
στις
άκρες του ορίζοντα.
Η΄
Είσαι
πάντα εκεί.
Κράτα
κλειστά τα γλυκά, ωραία σου μάτια.
Μείνε
ακόμα λίγο έτσι, διαχυμένος,
με το
μυρμήγκιασμα να αποσύρεται
αργά
από μέσα σου.
Μην
ανοίξεις τα μάτια και δεις
ότι
είσαι πάντα εκεί,
στη
στενή σου κάμαρη,
με το
χνώτο σου πάνω στα υγρά σεντόνια,
με το
άδειο σκοτάδι,
το
άδειο κρεβάτι.
Γλείψε
τα χείλια σου,
βρίσκομαι
εκεί στις άκρες,
είμαι
αρμυρή σαν τον ιδρώτα σου,
μικρή
σαν σταγόνα.
Μην
κλάψεις ακόμα,
έχεις
όλον τον καιρό,
όλον
τον καιρό
να
κλαις και να με χάνεις
μέσα
στα άπατα μάτια σου.
Θ΄
Να’ το
λοιπόν το πονηρό πνεύμα,
ξέρει
να τυραννιέται και να τυραννά,
να
παραληρεί,
να
μεταμορφώνεται,
να
διχάζεται,
να
παίζει με τον εαυτό του,
να του
αλλάζει το φύλο
και να
ξεγελά.
Να’
τος κι Αυτός,
η αρχή
των παραισθήσεων,
η
κινητήρια δύναμη,
η
ερωτογόνος εστία.
Η
σάρκα του αποπνέει επιθυμία,
όμως
σωπαίνει,
ποια
θα είναι η επόμενη κίνηση,
το
κρύβει,
τι
ονειρεύεται,
το
κρύβει.
Έξω
από όλα αυτά,
στο φως,
το
σκηνικό αλλάζει.
Βλέπουμε
κι οι δυο μας
άλλες
επιθυμίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου