«Σαν
τέλειωσαν όλα, γυρίσαμε στο χωριό. Δεν είχαμε τίποτα να φέρουμε πίσω εκτός από
τις κουβερτούλες μας. Ούτε το γάιδαρο, γιατί τον πήραν οι αντάρτες μαζί με τη
Μαριγούλα. Πάει κι αυτός στον αγώνα!!!
Τι να βρούμε εδώ; Τα σπίτια ταλαιπωρημένα.
Στο δικό μας άναβαν φωτιά μέσα οι αντάρτες και έκαψαν το πάτωμα. Στην αρχή το
σπίτι το αφήσαμε όπως το βρήκαμε και το φτιάξαμε αργότερα. Ξεκινήσαμε με τα
σκαπάνια όλη η οικογένεια και πήραμε όλα τα χωράφια με τη σειρά και τα
σκάψαμε... Τον πρώτο χρόνο μάς βοήθησε και η Πρόνοια με κάτι λίγα τρόφιμα που
μας έδινε... Τη δεύτερη χρονιά πήγαμε καλύτερα. Πήραμε και μια γελάδα και με
ένα γάιδαρο κάναμε χωράφι. Γέννησε η γελάδα, κρατήσαμε το μοσχάρι κι έτσι
κάναμε δικό μας ζευγάρι για το όργωμα... Σιγά-σιγά φτιάξαμε και κοπάδι,
αγοράσαμε γίδια, πρόβατα, γελάδια... Είχαμε τα κήπια μας, είχαμε τα πράματά
μας. Να σφάξουμε κατσίκι όμως τότε όπως σφάζουμε σήμερα; Με τίποτα. Μόνο αν
ψόφαγε κανένα. Ήμουν έγκυος στο Γιώργο και ψόφησε ένα κατσίκι και του λέω:
«κόψε μου ένα κομματάκι να ψήσω»... Έκοψε, αλλά δεν το έφαγα. Το πέταξα....
Μπορεί να μην είχαμε κρέας, αλλά δεν τα τρώγαμε αυτά που ψόφαγαν. Μόνο αν
σκοτωνόταν κανένα στα βράχια ή έπεφτε στο ρέμα το τρώγαμε».
Στο
βιβλίο-μαρτυρία του Ηλία Γ. Προβόπουλου «Ελεύθεροι στα δεσμά των Αγράφων»
διαβάσαμε πολλές παρόμοιες ιστορίες. Άνθρωποι του χωριού, κτηνοτρόφοι και
γεωργοί, άνθρωποι απλοί που μπερδεύτηκαν στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και
αμέσως μετά στον Εμφύλιο, που βρέθηκαν ανάμεσα σε αντίπαλες παρατάξεις,
αθύρματα οι περισσότεροι στο μένος της μιας ή της άλλης ιδεολογίας, που
ξεσπιτώθηκαν, πέρασαν κακουχίες, πείνα και ταπεινώσεις για να επιστρέψουν
κάποια στιγμή στο χωριό τους και να το βρουν ρημαγμένο και λεηλατημένο.
Με
επιμονή και πίστη στη ζωή το έχτισαν ξανά, άρχισαν πάλι να οργώνουν τα
εγκαταλειμμένα χωράφια τους και να φτιάχνουν τα κοπάδια τους. Οι στερήσεις
πολλές, οι κίνδυνοι από τους αντάρτες και τον τακτικό στρατό καθημερινοί, αλλά
η αντοχή τους, η φυσική τους ανάγκη για επιβίωση και η εργατικότητά τους
ξεπέρασαν τα εμπόδια.
Αναφέρω
μερικά ακόμα ενδεικτικά αποσπάσματα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις τους:
«Όσους
μάζεψαν τους πήγαν στη Βουλγάρα. Εκεί, αφού τους βασάνισαν πρώτα, μετά τους
σκότωσαν. Το έμαθε το χωριό από την παπαδιά που την άφησαν, αλλά κανένας δεν
κόταγε να πάει να δει τι έγινε. Το ’50 σαν ήρθαμε επάνω, πήγαμε να μαζέψουμε τα
κόκαλα».
«Ήμουν
συνέχεια βρεμένος, γιατί δεν είχα καλή καλύβα ούτε φωτιά ούτε τίποτα. Τι να
κάψεις στον Παλαμά για να ζεσταθείς; Ξεχείμασα σε μια καλύβα με σάλωμα, μέσα
στα κρύα και στη βροχή και έπαθα πλευρίτη».
«
Γέννησα κάτω από έναν έλατο την Κωνσταντίνα... Περπατούσα και πόναγα και πόναγα
και πόναγα... Οι άλλοι προχώρησαν κι εγώ έμεινα πίσω με τη μάνα του γαμπρού
μου. Όλη τη μερούλα εγώ με τα σφάια, με τα πονίδια. Βασιλεύοντας ο ήλιος
πιάστηκα από τα κλαριά απ’ το έλατο και γέννησα το κοριτσάκι μου. Κοιμηθήκαμε
το βράδυ εκεί. Μια βελεντζούλα είχα, τίποτ’ άλλο. Με τι να το αλλάξω το
κοριτσάκι μου; Ψωμί πού να βρω; Φαΐ πού
να βρω;»
«Όταν
γύρισαν πίσω οι Σαρανταπορίσιοι, βρήκαν πολλά σπίτια πεσμένα και άλλα καμένα
και άρχισαν οι ίδιοι να τα επισκευάζουν Τότε έδωσε και η Πρόνοια υλικά για
πρόχειρες παράγκες, τσίγκια, νοβοπάν, παραθύρια κι έτσι άρχισε να στεγάζεται ο
κόσμος».
«Τότε
δούλευαν οι γυναίκες. Δούλευαν στα χωράφια, πήγαιναν στα πράματα, έφερναν
ζαλίγκα ξύλα στο σπίτι από το λόγγο, αλλά τη νύχτα την έκαναν μέρα, να φτιάξουν
φανέλες, κάλτσες, μπλούζες για όλη την οικογένεια... Τη ρόκα την είχαμε
συνέχεια κοντά μας. Το χειμώνα όλες νυχτερεύαμε , κάναμε τη νύχτα μέρα και με
τι να δούμε; Με σχίζες, με κέδρα, με γκαζοκάντηλα βλέπαμε».
«Σαν
πιαστήκαμε λιγάκι, το ’55 πήραμε και μουλάρι για να κάνουμε καλύτερα τις
δουλειές μας. Την πρώτη γελάδα την πήραμε με κάτι λεφτά που βγάλαμε πουλώντας
λίγες γίδες... Μετά πήραμε και πρόβατα και δημιουργηθήκαμε. Φτιάξαμε σπίτια,
αγοράσαμε χωράφια.... Μια χρονιά φτάσαμε να έχουμε παραπάνω από 200
γιδοπρόβατα».
Άνθρωποι
ταπεινοί που ποτέ δεν οραματίστηκαν πλούτη και μεγαλεία, είχαν για μόνο σκοπό
τους μια νοικοκυρεμένη ζωή στον τόπο τους. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η χώρα
ολόκληρη βρισκόταν σε φτώχια και το χωριό τους σε ακόμα μεγαλύτερη. Μέρα νύχτα
στον αγώνα για επιβίωση κατάφεραν τελικά να μεταμορφώσουν το χωριό τους και να
ζήσουν τα τελευταία χρόνια τους με αξιοπρέπεια.
Μόνο
που σήμερα το χωριό τους, η Νεράιδα, ακολουθώντας τη μοίρα όλων σχεδόν των ελληνικών χωριών έχει μπει στη φάση του
μαρασμού. Οι νεότεροι δεν έχουν τα κουράγια των παλαιότερων. Προτιμούν να
φεύγουν στις πόλεις όπου η ζωή είναι πιο εύκολη. Οι γέροντες που έχουν
απομείνει στη Νεράιδα ζουν με τις αναμνήσεις μιας δύσκολης ζωής που όμως την
έζησαν με την καρτερία που έχουν όλοι όσοι ζουν κοντά στη φύση. Κι ακόμα έχουν
τη βαθιά ικανοποίηση ότι οι κόποι τους δεν πήγαν χαμένοι, αφού ξαναέστησαν το
χωριό τους και συνέχισαν τη ζωή του που είχε
διακοπεί στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 40.
Ένα
μάθημα για μας τους νεότερους ότι η ζωή δεν είναι χάδια και αγκαλιές και
υπαρξιακές ανησυχίες, απαιτήσεις που προβάλλει ο άνθρωπος, όταν όλα γύρω του
βαίνουν καλώς. Είναι αγώνας σκληρός για επιβίωση, είναι φόβος για το χειρότερο
και γενναιότητα ψυχής απέναντι στο χειρότερο, είναι αντοχή, καρτερία, ακάματη δουλειά
από το πρωί ως το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί, είναι υπομονή και πίστη για να
ξαναστηθεί η ζωή από την αρχή και να ανθίσει. Όπως έγινε στο μικρό αυτό ταπεινό
χωριό των Αγράφων.
Εκδόσεις "Παρουσία".
Εκδόσεις "Παρουσία".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου