Αυτή τη φορά με κράτησε τέσσερις
μέρες. Στην ουσία δύο.
Πρώτη μέρα
Έφτασα αργά τη νύχτα. Η
καμαριέρα με πληροφόρησε ότι ο κύριος Ίλαμ κοιμόταν.
-Θα σας δει αύριο. Έτσι
μου είπε να σας πω.
Ποιος ξέρει τι έκφραση
πήρα, γιατί η γυναίκα με κοίταξε με περιέργεια:
-Είστε καλά;
-Ναι, πολύ καλά,
μουρμούρισα.
Με οδήγησε στο δωμάτιό
μου.
-Να σας φέρω κάτι να
φάτε;
-Όχι, ευχαριστώ. Νερό
μόνο θέλω.
-Νερό έχει η κανάτα στο
τραπεζάκι. Κάτι άλλο;
-Τίποτε άλλο. Καληνύχτα.
Έκανα ένα ντους και
ξάπλωσα.
Λίγα μέτρα πιο πέρα
κοιμόταν ο Ίλαμ. Πώς αντέχεται αυτό; Πώς αντέχεται, διάολε, πώς αντέχεται;
Πήρα ένα υπνωτικό και
κατάφερα κάποια στιγμή να αποκοιμηθώ.
Δεύτερη μέρα
Ξύπνησα αργά την άλλη
μέρα, το υπνωτικό με είχε ρίξει σε μια σκοτεινή άβυσσο. Καλύτερα έτσι. Ντύθηκα
βιαστικά και βγήκα.
Τον βρήκα να κάνει
βουτιές στην πισίνα.
Στάθηκα και τον κοίταζα.
Κάποια στιγμή γύρισε και με είδε.
-Θέλεις να έρθεις;
-Όχι.
Συνέχισε να κολυμπά πάνω
κάτω, χωρίς να μου δίνει σημασία.
Η καμαριέρα σέρβιρε το πρωινό μου στο τραπεζάκι δίπλα στην ξαπλώστρα. Έπινα τον καφέ μου, κάπνιζα και τον κοίταζα. Ένιωθα πετρωμένη, όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα. Ή στο σινεμά.
Αργότερα βγήκε από την
πισίνα και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Προχωρούσε πρώτος στάζοντας
ολόκληρος, μπήκαμε στο σπίτι, διασχίσαμε τους πολύπλοκους διαδρόμους και φτάσαμε
στο υπνοδωμάτιό του.
Ξάπλωσε βρεγμένος στο
κρεβάτι και κοίταζε βουβός έξω από το παράθυρο. Εγώ κάθισα απέναντί του. Σε
λίγο κατέφθασε η καμαριέρα με μια κανάτα χυμό και δυο ποτήρια. Τα ακούμπησε στο
τραπεζάκι κι έφυγε.
-Βάλε μου χυμό.
Του έβαλα σ’ ένα ψηλό
ποτήρι και του το πρόσφερα. Ανακάθισε στο κρεβάτι και τον ήπιε αργά, χωρίς να
με κοιτάζει.
-Πώς είναι τα κέφια σου
σήμερα, Κάθυ;
-Ξέρεις πώς είναι.
-Πάντα ερωτευμένη με τον Ίλαμ;
-Πάντα.
-Λες ψέματα. Είσαι
ερωτευμένη με το είδωλό μου. Αν ήμουν ένας άσημος γείτονάς σου, δεν θα μου
έδινες σημασία.
-Είσαι όμορφος, Ίλαμ.
-Ήμουν όμορφος. Τώρα
είμαι ένας άντρας εβδομήντα χρονών που εκπέμπει τις τελευταίες λάμψεις του. Σε
λίγο θα βρεθώ στα αζήτητα. Τράβα τις κουρτίνες κι έλα στο κρεβάτι.
Τις τράβηξα και στο
δωμάτιο απλώθηκε ένα γλυκό πορτοκαλί φως. Πήρα μια βαθιά ανάσα και στάθηκα στην
άκρη του κρεβατιού.
-Βγάλε το μαγιό μου και χάιδεψέ
με.
Έκανα ό,τι μου είπε.
Αυτός σταύρωσε τα χέρια κάτω από το κεφάλι του.
-Δεν είσαι όμορφη, το
ξέρεις;
-Τι με θέλεις τότε;
Με κοίταξε για λίγο
σιωπηλός.
-Ανέβα και κάθισε πάνω
μου, είπε μετά.
*
Αργότερα η καμαριέρα μάς
έφερε φαγητό σε ένα δίσκο κι έφυγε. Ήθελε να του δίνω το φαγητό στόμα. Μου
άρεσε αυτό, είχε κάτι από τρυφερότητα, αν και εκείνος μου το είχε ζητήσει με τη μορφή
της διαταγής.
-Ξέρεις πως για χάρη σου
ακύρωσα όλα μου τα ραντεβού; είπε
ξαφνικά.
-Μ’ αγαπάς δηλαδή; έκανα
ειρωνικά.
-Μην κάνεις ηλίθιες
ερωτήσεις.
Άλλες στιγμές μέναμε
εντελώς σιωπηλοί. Καθόμουν απέναντι και τον κοίταζα άπληστα, αυτός κοίταζε
αλλού. Πρέπει να κρατήσω αυτές τις εικόνες στη μνήμη μου, σκεφτόμουν. Πρέπει να
μπορώ να τα θυμάμαι όλα. Με κάθε λεπτομέρεια.
-Τελειώνεις μαζί μου; με
ρώτησε ξαφνικά.
-Όχι.
Γύρισε και με κοίταξε
επίμονα:
-Δεν θέλεις να σπάσεις,
ε; Έλα, κάθισε πάνω μου. Αυτή τη φορά θέλω να τελειώσεις.
-Τι σε νοιάζει τι κάνω
εγώ; Και θέλεις να σου πω την αλήθεια; Είμαι συνέχεια σε κορύφωση μόνο που σε
βλέπω. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Κι όμως δεν μου έχεις δώσει ούτε ένα
φιλί, δεν με έχεις χαϊδέψει, δεν έχω ξαπλώσει στο πλάι σου, δεν σ’ έχω δει από
πάνω μου να με πηδάς, να μπαίνεις μέσα μου και να με κοιτάς στα μάτια και να με
φιλάς, δεν σε έχω δει να…
-Πάψε!
Σταμάτησα απότομα. Είχα
πει πολλά που δεν ήθελα να πω, ένιωσα πως με είχε νικήσει. Η κρυφή υπεροψία μου
είχε υποστεί ρωγμή.
-Δεν μπορείς να απαιτείς
περισσότερα από όσα σου δίνω. Ήδη σου δίνω πάρα πολλά. Ποια άλλη στη θέση σου…
Τον διέκοψα εξοργισμένη:
-Μια άλλη στη θέση μου θα
κοιμόταν τώρα ήσυχη στο κρεβάτι της στην Αθήνα και δεν θα ζούσε με αυτή την
αγωνία!
Είχε γυρίσει στο πλάι,
στηριζόταν στον αγκώνα του και με κοίταζε, χωρίς να μιλά. Ένα πρόσωπο
ανέκφραστο που όμως εγώ πίσω του διέκρινα κάτι, κάτι άλλο που δεν καταλάβαινα.
Έσπασα για δεύτερη φορά:
-Σ’ αγαπώ, Ίλαμ!
Έμεινε σιωπηλός
κοιτάζοντάς με με αυτό το αδιευκρίνιστο βλέμμα, το μπλε του κοβάλτιου. Γύρισα
αλλού το πρόσωπό μου, δεν το άντεχα.
-Γλείψε μου τα πόδια, είπε μετά ήσυχα.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου