15/7/25

Κλιματική αλλαγή και πολιτική αδιαφορία

 

 






Η κλιματική αλλαγή είναι πλέον γεγονός. Ας το πάρουμε απόφαση. Θα ζούμε από δω και πέρα με καύσωνές, πυρκαγιές, τρομαχτικές πλημμύρες, άνθρωποι θα χάνονται, περιουσίες θα καταστρέφονται, ας μην λέμε τα ίδια και τα ίδια, όλοι τα ξέρουμε και όλοι φοβόμαστε.

 

Και τι κάνουμε;

Τίποτα.

 

Βρίζουμε τον καπιταλισμό γενικώς και αορίστως, κανενός αρμόδιου το αφτί δεν ιδρώνει, μοιρολογούν τα ΜΜΕ και αυτό είναι όλο.

 

Η κλιματική αλλαγή δεν οφείλεται στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει το μικροκλίμα του με τις αναθυμιάσεις του, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη δεν μπορεί να τον επηρεάσει. Δείτε την υδρόγειο σφαίρα και θα καταλάβετε. Μπροστά στις αχανείς εκτάσεις της Γης ο άνθρωπος κατέχει ένα μικρό, ελάχιστο χώρο. Όσο και να τον μολύνει αυτό τον χώρο, δεν μπορεί (τουλάχιστον ακόμα) να επηρεάσει ολόκληρο το κλίμα του πλανήτη μας.

 

Κλιματικές αλλαγές συνέβαιναν στο παρελθόν και ήταν τρομερές, ολόκληρα είδη ζώων και φυτών εξαφανίζονταν για πάντα, αλλά πάντα έμενε μια μαγιά ζωής για να αναπτυχθεί στη συνέχεια και  να δώσει μια νέα εικόνα της Γης μας.

 

Αυτά ως εισαγωγή.

 

Διότι η κλιματική αλλαγή μόλις ξεκίνησε και δεν ξέρουμε τι διαστάσεις θα πάρει στο μέλλον ούτε πόσο χρόνο θα διαρκέσει. Ό,τι κι αν κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, η κλιματική αλλαγή θα το σαρώσει, είναι πιο δυνατή από τη σημερινή τεχνολογία μας. Επομένως πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτήν και πρέπει να βρούμε τρόπους να μένουμε τουλάχιστον ζωντανοί στην επέλασή της.

 

Οι πολιτικοί όπου Γης που έχουν την κύρια ευθύνη για την τύχη της ανθρωπότητας απλώς μουρμουρίζουν τσιτάτα, αναμασούν τα ίδια και τα ίδια και τους είναι αδύνατον να σκεφτούν μακροπρόθεσμα – εξάλλου σε λίγα χρόνια θα πάνε σπίτι τους, γιατί να διακινδυνεύσουν τη δημοφιλία τους;

 

Όταν θα πνίγονται ή θα καίγονται ολόκληρες πόλεις και οι σοδειές θα καταστρέφονται παντού, όταν ο κόσμος θα αρχίσει να θάβει τους νεκρούς του σωρηδόν και παράλληλα θα λιμοκτονεί, οι σημερινοί πολιτικοί ηγέτες θα είναι προ πολλού πεθαμένοι, άρα δεν θα τους νοιάζει. Οι δε ηγέτες του μέλλοντος δεν θα μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα. Θα είναι πια αργά.

 

Συμπέρασμα: Η κλιματική αλλαγή είναι εδώ. Μόλις άρχισε και δεν ξέρουμε πόσο απελπιστικά καταστροφική θα γίνεται, όσο περνά ο καιρός. Πρέπει να κατασκευαστούν από τώρα οι υποδομές εκείνες που θα σώζουν τον κόσμο από τις θύελλες και τις καταιγίδες που περιμένουν τα παιδιά του.

 

Πάψτε οι πολιτικοί στην ΕΕ και στις ΗΠΑ και στις άλλες χώρες να λέτε «λυπούμαστε πολύ» και ξεκινήστε να κατασκευάζετε εκείνες τις υποδομές που θα προστατεύουν τους απογόνους σας. Η σύγχρονη τεχνολογία, αν στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, θα έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.

 

Εσείς και εμείς μάλλον θα γλιτώσουμε τα χειρότερα. Αυτοί που θα έρθουν μετά από μας, δεν θα τα καταφέρουν. Θα είναι πια αργά.





13/7/25

Δεν είμαι ποιητής σημαίνει...

 

Δεν είμαι ποιητής σημαίνει


κλαίω κρυφά,


σφίγγω την καρδιά μου,


μ' αφήνουν αδιάφορο


τα ηλιοβασιλέματα.




 

12/7/25

Spiro και spero. Αλλά τι spero;

 



Γιατί όταν γερνάς, τα βαριέσαι όλα;

 

Διότι η φύση δεν σε χρειάζεται πλέον και σου αφαιρεί σταδιακά τις ορμές σου. Ευγενέστατη πάντως. Σου τις αφαιρεί σταδιακά και γλυκά γλυκά για να μη σε μαραζώσει μέσα σε μια νύχτα και ξυπνήσεις την άλλη μέρα και πάθεις συγκοπή μ’ αυτό που έχεις γίνει.

 

Πρώτα βλέπεις μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου. Μία είναι και μοναδική.

 

-Καλημέρα, μόλις έφθασα, σου λέει.

-Μήπως ήρθες πολύ νωρίς;

-Μπα, νομίζω ότι ήρθα την κατάλληλη στιγμή.

-Κάνεις λάθος. Είμαι στην ακμή μου τώρα, μόλις ξεκίνησα την καριέρα μου.

-Τι λέξη είναι αυτή, δεν τη γνωρίζω.

-Ναι, σωστά, εσύ γνωρίζεις μόνο τα γεννοβολήματα.

-Δεν βλέπω όμως παιδιά.

-Ούτε και θα δεις.

 

Την πιάνεις και την ξεριζώνεις. Ωραία! Τώρα τα μαλλιά σου είναι όλα μαύρα και στιλπνά.

 

Σε λίγο καιρό βλέπεις δυο άσπρες τρίχες.

 

-Χαίρετε, έφερα και μια φίλη μου.

 

Τις κοιτάζεις και τις δυο, τις στέλνεις σιωπηλά στο διάολο και αδιαφορείς. Ε, δεν θα μαδήσεις όλο το κεφάλι σου, ας κάτσουν εκεί κι ας φέρουν κι άλλες φιλενάδες τους να κάνουν όλες μαζί παρέα.

 

Εννοείται ότι αυτό κάνουν.

 

Αργότερα παρατηρείς ότι η οξεία σου όραση κάτι έπαθε και δεν βλέπεις καλά τα γράμματα.

 

-Πρεσβυωπία! Αναγγέλλει ο οφθαλμίατρος θριαμβευτικά και γράφει στο τεφτέρι του τι γυαλιά πρέπει να φορέσεις.

 

Είσαι τώρα στην έδρα και φοράς κάτι γυαλιά με μισό φακό κρεμασμένα στη μύτη σου, ώστε να βλέπεις τους μαθητές με τα μάτια σου και το κείμενο με τα γυαλιά σου. Θυμάσαι τις ταινίες όπου έβλεπες παρόμοιες σκηνές και νιώθεις κάπως γελοία. Το καταπίνεις ωστόσο κι αυτό.

 

-Ρυτίδα! Απέχτησα μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια μου! αναφωνείς ένα πρωί κοιτάζοντας τον καθρέφτη σου.

 

-Καλημέρα, άργησα λίγο, αλλά δεν φταίω εγώ. Είναι που έχεις λιπαρό δέρμα, μου λέει η ρυτίδα. Μας δυσκολεύουν πολύ αυτά τα λιπαρά δέρματα.

-Είναι που έχω αυστηρό βλέμμα και σμίγω τα φρύδια μου στην τάξη. Αλλιώς δεν θα εμφανιζόσουν εσύ τώρα.

-Εντάξει, δεν θα αποχτήσεις ρυτίδες με τέτοιο λιπαρό δέρμα, χασκογέλασε αυτή. Αλλά θα κρεμάσεις! Θα χαλαρώσει το δέρμα σου κάποια στιγμή.

-Θα κάνω λίφτινγκ.

-Χμ, αρνείσαι να γεράσεις, ε; Περίμενε λίγο!

 

Περίμενα αρκετά, οφείλω να το παραδεχτώ.

Μετά άρχισαν κάτι πονάκια στους ώμους, κάτι πονάκια στα ισχία, τέτοια απλά πράγματα και ο γιατρός μού συνέστησε διάφορα και με έστειλε στο καλό. Τι να κάνει κι αυτός, άνθρωπος είναι, μπορεί να τα βάλει με τη φύση;

 

Στον οδοντογιατρό κάθε τόσο. Φτιάχνει το ένα δόντι, χαλά το άλλο. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή και ο οδοντογιατρός πρέπει κι αυτός να ζήσει, πώς να θρέψει την οικογένειά του, αν όλοι είχαμε γερά δόντια;

 

Να μην τα πολυλογώ, μέσα στις δεκαετίες από τα σαράντα και μετά, όλο και κάτι νέο και δυσάρεστο εμφανιζόταν. Το αντιμετώπιζα ψύχραιμα και το αποδεχόμουν, διότι η ψυχούλα μου δεν το έβαζε κάτω.

 

Ζωηρή ζωηρή αυτή η ψυχούλα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Ωραία ρούχα, ωραία παπούτσια, μπιζού, καλλυντικά, κραγιόν, πούδρες, μολύβια, όλα έτοιμα να με μεταμορφώσουν  σε καλλονή.

 

-Καλή είσαι, εντάξει, μου έλεγε συγκαταβατικά το είδωλό μου στον καθρέφτη.

 

Αλλά «κατά τον ρουν τον γεγονότων» άρχισε και η ψυχούλα μου να βαριέται τα πολλά πολλά. Και όχι μόνο αυτό. Άρχισε να βαριέται και τις εξόδους και τα θεάματα και τους αντίστοιχους θορύβους. Προτιμούσε να αράζει στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση.

 

Και εδώ ήταν το τέρμα της παρατεταμένης νεότητάς μου. Δεν με ενδιέφερε πια τίποτε.

 

«Τα ξέρω όλα», είπα κάποια στιγμή.

 

Κατά κάποιο τρόπο είχα δίκιο. Ό,τι διάβαζα, το είχα ξαναδιαβάσει σε άλλο βιβλίο ή το είχα σκεφτεί. Οι δημόσιες εκδηλώσεις παντός τύπου μού ήταν πια αφόρητα οικείες. Οι άνθρωποι όμοιοι ή παρόμοιοι. Καμιά έκπληξη για τίποτα.

 

Τώρα το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η υγεία μου, το φαγητό και το τσιγάρο μου που κοντράρεται με την υγεία μου.

 

Η φύση με ανέχεται, αλλά δεν μου δίνει σημασία. Ούτε κι εγώ της δίνω. Συνυπάρχουμε σιωπηλές, αν και αυτή πότε πότε μου ρίχνει καμιά κεντιά για να μου θυμίσει τα χρόνια μου.

 

Για εκείνη είμαι πλέον ένα άχρηστο ον που καταλαμβάνω τον χώρο της. Αλλά κι εγώ γι’ αυτήν δεν έχω την καλύτερη γνώμη.

 

Στο κάτω κάτω “dum spiro spero” που έλεγαν και οι Λατίνοι. Τι  spero;

 

Δεν ξέρω. Ούτε και η φύση ξέρει.

 

10/7/25

Τα όντα

 

 



 

Η πρώτη τους επίσκεψη έγινε πριν ένα χρόνο περίπου. Τα υποδέχτηκα με τη χειρότερη των διαθέσεων.

 

Διότι η πρώτη Αρχή στα του οίκου μου είναι: κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα δεν θα κατοικεί εδώ πλην εμού. Εγώ ειμι ο θεός του.

 

Αυτά αγνοώντας την επιθυμία μου ήρθαν θρασύτατα στην κουζίνα μου. Το λάθος τους ήταν ότι έψαχναν, άρα δηλαδή κινούνταν. Διότι, αν έμεναν ακίνητα, δεν θα τα πρόσεχε το άγριο μάτι μου. Αλλά ήταν τόσο μικρά όσο μια τελεία που βάζουμε σε μια πρόταση που γράφουμε. Μια τόσο μικροσκοπική παρουσία ακίνητη ξεγελά το μάτι του διώκτη. Αυτά όμως δεν ήρθαν εδώ για να κάθονται ακίνητα ως ευγενικοί επισκέπτες. Περπατούσαν δραστήρια δώθε κείθε ψάχνοντας για τροφή.

 

Πρώτα ήρθαν τρία-τέσσερα ως πιονιέροι, να ελέγξουν την περιοχή και να ενημερώσουν τα πλήθη που περίμεναν αόρατα κάπου, ποιος ξέρει πού.

 

Πρόλαβα και ζούληξα με το δάχτυλο τα δύο. Ήταν τόσο μικροσκοπικά που δεν έμεινε ούτε το ίχνος τους στο δάχτυλό μου. Τα υπόλοιπα ξέφυγαν, κρύφτηκαν και αργότερα ενημέρωσαν τον λαό τους:

 

-Εκεί πέρα έχει ψωμί. Αλλά έχει και ένα δάχτυλο που μας σκοτώνει. Χάσαμε δυο συντρόφους μας. Προσοχή λοιπόν.

 

Την άλλη μέρα είδα μερικές πολύ τολμηρές τελείες να περιτρέχουν τον πάγκο της κουζίνας μου. Εξόντωσα τις περισσότερες με δακτυλικό θάνατο, αλλά μου ξέφυγαν μερικές.

 

Από τότε κάθε μέρα είχα επισκέψεις κι εγώ είχα μεταμορφωθεί σε κατά συρροήν δολοφόνο.

 

Αναγκάστηκα να εξαφανίσω από την κουζίνα οτιδήποτε ήταν βρώσιμο. Μπήκαν όλα στο ψυγείο. Οι τελείες έκαναν ερευνητικές περιοδείες, πολλές δια δακτυλικού θανάτου άφηναν αυτό τον κόσμο τον ανεξήγητο, αλλά πάντα μερικές μού ξέφευγαν και τρύπωναν σε απίθανες χαραμάδες.

 

Τι θα κάνετε, κάποτε θα απογοητευτείτε, τους είπα, αλλά δεν ξέρω, αν άκουσαν τη φωνή του θεού που ζούσε σ’ αυτό το σπίτι.

 

Κάποια στιγμή πράγματι απογοητεύτηκαν και εξαφανίστηκαν.

 

Χαλάρωσα κι εγώ και τις ξέχασα. Μια μέρα βρήκα μια τελεία στο μπάνιο μου. Τι στην οργή, θα μου φάνε και το σαπούνι τώρα; σκέφτηκα και αμέσως της αφαίρεσα την πολύτιμη ζωή της. Βρήκα και δυο τρεις να περιφέροντα γύρω από τα χάπια μου της χοληστερίνης. Κύριε ελέησον, λιγουρεύονται και τα φάρμακά μου; Τις εκτέλεσα επί τόπου.

 

Έκανα όμως το λάθος να επαναφέρω στο τραπέζι της κουζίνας τα σνακ που φύλαγα στο ψυγείο. Δεν πέρασε λίγος καιρός και να τες πάλι ανεπιθύμητες – μην πω και μισητές – παρουσίες στη ζωή μου. Ξαναέγινα εξολοθρευτής. Έβαλα πίσω στο ψυγείο τα σνακ και εξόντωσα ικανό αριθμό τελειών, ώσπου το πήραν απόφαση και εξαφανίστηκαν πάλι.

 

Κάπου ενεδρεύουν όμως αυτά τα όντα, κάπου εδώ κοντά. Φαντάστηκα να έχουν ανοίξει σκοτεινά, δαιδαλώδη σπήλαια στους τοίχους του σπιτιού μου, όπου θα συνωστίζονται τα πλήθη τους περιμένοντας ειδήσεις από τους κατασκόπους τους. Ανατρίχιασα.

 

Θα βαρεθούν και θα φύγουν, σκέφτηκα καθησυχάζοντας τον εαυτό μου.

 

Πράγματι, όσο η κουζίνα μου είναι άδεια από τροφή, τα όντα είναι άφαντα. Έτσι και ξεχάσω όμως κάτι, μια φέτα ψωμί παραδείγματος χάριν ή κανένα κουτί με μπισκότα, την άλλη μέρα έχω επισκέψεις και ακολουθούν αρκετές εκτελέσεις. Αλλά πάντα κάποια όντα μού ξεφεύγουν και ενημερώνουν τα πλήθη που περιμένουν στις σκοτεινές σπηλιές τους.

 

Έχω αρχίσει και τα λυπάμαι. Πρέπει να πεινούν πολύ, σκέφτηκα. Αλλά πάλι πώς να αφήσω την κουζίνα μου έκθετη στις λεηλασίες τους; Ο μόνος τρόπος είναι να τη διατηρώ άδεια από τρόφιμα, μέχρι να το πάρουν απόφαση και να μετοικήσουν σε άλλα διαμερίσματα. Στο κάτω κάτω πολλοί νεαροί φοιτητές μένουν στην πολυκατοικία που σίγουρα θα έχουν κουζίνες με διάσπαρτη τροφή. Να πάνε εκεί και να περάσουν μπέικα, ζωή χαρισάμενη.

 

Αυτό κάνω τώρα.

Πού και πού συλλαμβάνω κάποιον κατάσκοπό τους και τον εκτελώ. Τα πλήθη τον περιμένουν κι αυτός δεν επιστρέφει. Καταλαβαίνουν ποια ήταν η τύχη του.

 

Θα φύγουν εντελώς κάποια στιγμή. Θα γίνει κανονική μετοικεσία στο διαμέρισμα κάποιου φοιτητή. Ως τότε κάνω υπομονή.

 

Με στενοχωρεί όμως η σκέψη ότι πεινάνε. Μετά φαντάζομαι κάτω από τα πόδια μου τα σκοτεινά σπήλαια με τα πλήθη που συνωστίζονται εκεί μέσα και αγριεύομαι.

 

Παλιοζωή, άδικη που είσαι! 

Με έκανες δολοφόνο, ενώ οι τελείες πεινούν.