24/2/13

"Τι θα σου πω μεθαύριο..."


Τι θα σου πω μεθαύριο που θα σε δω,
δεν ξέρω.
Για την αγάπη μου οπωσδήποτε δεν θα σου πω.
Δεν θα βγει απ’ τα χείλη μου λέξη,
δεν θα ξεχυθεί
αυτό το υπέροχο ποτάμι φωτιάς
και να το δω
να καταρρέει οδεύοντας προς εσένα,
να κατακρημνίζεται
διαλυμένο σε άπειρα κομμάτια,
να διασκορπίζεται
πάνω στο κρύο σου γραφείο,
τέφρα και κίσσηρις
άνευ αξίας.




«Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου», εκδόσεις Μανδραγόρας.
 Δημοσιεύτηκε στην http://bibliotheque.gr/?p=16868

22/2/13

"Τα ιερά μου και τα όσιά μου..."


Τα ιερά μου και τα όσιά μου
καλά κρατώ κρυμμένα
στο ακριβό μου το δωμάτιο.

Καμιά φορά
ανοίγω λίγο το παράθυρο.
Παράξενες οσμές ξεχύνονται στο δρόμο
και κοντοστέκονται απορημένοι οι περαστικοί.
Εγώ χαμογελώ λαθραία
πίσω απ’ τις κουρτίνες,
έπειτα κλείνω τα παραθυρόφυλλα.

Μόνο που χθες πέρασε κάποιος,
την ώρα που τα αρώματά μου
χύνονταν στην ατμόσφαιρα ξανά,
και γέλασε.

Του χάρισα ένα στιλέτο
για να αυτοκτονήσει.


20/2/13

Η Αθήνα του 12ου αι. μέσα από τα μάτια του Μιχαήλ Χωνιάτη Ακομινάτου

Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος γεννήθηκε περίπου το 1138 στις Χώνες της Φρυγίας. Νεαρός ακόμα πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου μορφώθηκε στην κλασική παιδεία Το 1175 χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και το 1182 έγινε μητροπολίτης Αθηνών.

Έρχεται λοιπόν στην Αθήνα ανύποπτος ο νεοχειροτονηθείς Μιχαήλ, αρχαιομαθής και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, με πολλή χαρά και πολύ ενθουσιασμό που θα είναι τώρα ο μητροπολίτης μιας τόσο ένδοξης  πόλης που γέννησε τα γράμματα και τον πολιτισμό και φώτισε την Οικουμένη. Με τέτοιες γλυκές προσδοκίες κατεβαίνει στην Αθήνα ο λόγιος από τη Μικρά Ασία.

18/2/13

"Κατεβαίνω στο υπόγειο"


Κατεβαίνω στο υπόγειο,
ανάβω το φως,
τους βλέπω.

Εκείνοι
με παρακολουθούν αμίλητοι
μέσα απ΄το πλαίσιό τους,
ξεθωριασμένες ζωγραφιές
που όμως κάποτε
με σώμα ξαναμμένο
είχαν διαπεράσει το δικό μου,
με θράσος περισσό
χρησιμοποίησαν τη σάρκα μου
νομίζοντας
πώς ήτανε δική τους.

Αλλά δεν έβλεπαν τα μάτια μου
την ώρα του οργασμού τους,
τα μάτια που τους έλεγαν:
Πάντα απέξω είστε,
πάντα ξένοι,
πάντα περισσευούμενοι.


15/2/13

Γιατί πληθαίνουν οι οπαδοί της Χρυσής Αυγής;


Διαβάζω στο διαδίκτυο, βλέπω στο φέις μπουκ, ακούω στην τηλεόραση: ο κόσμος, ο απλός και ο λεγόμενος επώνυμος, καταδικάζει την ιδεολογία της Χρυσής Αυγής, καταδικάζει και τις πράξεις της. Το αντίθετο δεν το βλέπω. Δεν βλέπω ανθρώπους να την υποστηρίζουν, να τη δικαιολογούν, να προβάλλουν με θετικό τρόπο τις θέσεις της.

Γιατί λοιπόν ανεβαίνουν τα ποσοστά της στις σφυγμομετρήσεις; Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Δεν γίνεται όλοι να καταφερόμαστε εναντίον της Χρυσής Αυγής κι αυτή να αποχτά όλο και περισσότερους οπαδούς.

10/2/13

"Νύχτα Δευτέρας προς Τρίτη"


Νύχτα Δευτέρας προς Τρίτη.
Είμαι από χθες με ασπιρίνες, ο πόνος στο δόντι δεν υποχωρεί. Σήμερα πηγαινοερχόμουν όλη μέρα στον οδοντογιατρό, έσπασε δυο θήκες, κόντεψε να μου συντρίψει το κρανίο, τίποτα δεν έκανε. Τα μεσάνυχτα η νάρκωση πέρασε, ο πόνος ξανάρχισε. Δεν μπορώ να κοιμηθώ.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι, πίνω αλκοόλ  για να μαραθεί ο πόνος και ξαφνικά τρελαίνομαι,  πάνε περίπατο όλες οι ψυχραιμίες μου.  Δεν σκέφτομαι τις κατεστραμμένες θήκες, δεν σκέφτομαι τον πόνο που με τριβελίζει, ούτε τα νέα μαρτύρια που περιμένουν την οδοντοστοιχία μου.
 Σκέφτομαι πως ξημερώνει Τρίτη και  δεν θα μπορέσω να σε δω.

Αυτό είναι τρέλα, είναι άβυσσος και φοβάμαι.

Όλη νύχτα κόβω βόλτες στα δωμάτια, έχουν σαλέψει όλα μέσα μου, δεν είμαι πια εγώ. Καπνίζω, παίρνω αποφάσεις, θα έρθω και θα σου τις πω.  Θα σου πω:
 Εδώ, γιατρέ, ο πόνος μ’ έχει εξουθενώσει, δεν ξέρω τι με περιμένει αύριο κι αντί ν’ ανησυχώ γι αυτό, εγώ ανησυχώ μήπως και δεν  σε δω, άρρωστο είναι , θεότρελο είναι. Αυτό θα έρθω να σου πω.

Μετά σκέφτομαι πως τίποτα πάλι απ’ ό,τι νιώθω, δεν θα μπορέσω να σου μεταδώσω. Θα κάθομαι απέναντί σου και θα χαμογελώ και θα σου λέω πολύ πολιτισμένα:  «είστε το κέντρο αναφοράς μου και δεν μου αρέσει αυτό, ξέρετε».

Είναι αφύσικο αυτό που μου συμβαίνει, δεν πολεμιέται τελικά, αυτό θεριεύει, πάει να με καταπιεί, δεν είναι έρωτας αυτό το πράγμα, κάτι άλλο είναι, πολύ βαθύ, πολύ δυνατό, πολύ αλλόκοτο, μ’ έχει βγάλει από τον εαυτό μου και δεν ξέρω τι με κάνει.

Μου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Επιστρέφουν οι αυτοκτονικές σκέψεις, κομμένες φλέβες, θα μπουν στο σπίτι και θα με βρουν  βουτηγμένη στο αίμα μου και νεκρή. Η Βασιλική έχει τα κλειδιά, αλλά τι φταίει αυτή η καλή γυναίκα να περάσει τέτοια λαχτάρα, εξάλλου δεν θα αυτοκτονήσω, μόνο το σκέφτομαι.

Κι εσύ από δίπλα, η σκιά μου.
Μέσα σ’ αυτό το σάλο είσαι το κέντρο εσύ, τέτοια ξεφτίλα με περίμενε στα χρόνια της ωριμότητας, τέτοια εξάρτηση από έναν ξένο. Και ποιος είσαι εσύ που κρεμάστηκα από πάνω σου, κρεμάστηκα από τις Τρίτες, έξι με έξι και σαράντα πέντε - «αυτά για σήμερα, τα είπαμε», «πάρτε ογδόντα ευρώ, αντίο»-  κόλλησα εδώ και δεν ξεκολλάω.

Οι θήκες κατεστραμμένες, ο πόνος δεν υποχωρεί κι εγώ έχω αγωνία που δεν θα σε δω αυτή την Τρίτη, σαλτάρω, δεν θα σε δω, χάνω το μυαλό μου, δεν θα σε δω, αυτό μόνο με απασχολεί, όχι ο πόνος, όχι τα κατεστραμμένα δόντια μου, αυτό το προσπερνώ, δεν θα σε δω και πώς να το κάνω, αν όχι αύριο, τότε τουλάχιστον την Τετάρτη, έχω γαλλικά την Τετάρτη, στο διάολο τα γαλλικά, εσένα να δω, αυτό έχει σημασία.

Να σου τηλεφωνήσω τουλάχιστον, ν’ ακούσω τη φωνή σου.
Δεμένη, αιχμάλωτη, ανίκανη να αντισταθώ.
Λύσε με, σε παρακαλώ, λύσε με, λύσε με...

Απόσπασμα από τη νουβέλα μου "Αγαπημένε μου ψυχίατρε" (Απόπειρα)
Δημοσιεύτηκε στηνhttp://bibliotheque.gr/?p=15930



6/2/13

Ασυνήθιστοι έρωτες


Ο έρωτας, ο ερωτικός πόθος και όλα όσα τον ακολουθούν δεν είναι στην ουσία παρά ένα τέχνασμα – παγίδα θα το έλεγα εγώ – της φύσης για να κάνει τη δουλειά της, δηλαδή για να αναπαραχθούμε και να μη χαθεί το είδος μας πριν την ώρα του.

Είναι βέβαια μια παγίδα μεθυστική, πολύ δυνατή, δύσκολα μπορούμε να αντισταθούμε και να μην πέσουμε μέσα. Κι αν αντισταθούμε, τότε αρχίζουν οι μελαγχολίες και οι καταθλίψεις, αλλά μαζί με αυτά αρχίζει και η ποίηση, το τραγούδι, η τέχνη γενικότερα.

Έχει τόσο πολύ φορτωθεί πολιτισμικά αυτή η φυσική ορμή μας, ώστε οι περισσότεροι από μας ξεχνάμε ποιος είναι ο πραγματικός προορισμός της. Κι αυτό, επειδή ο άνθρωπος έμαθε από πολύ νωρίς πώς να παρακάμπτει τη γονιμοποίηση και να απολαμβάνει τον έρωτα για τον έρωτα, χωρίς να εμπλέκεται κάθε φορά με τα αποτελέσματά του, δηλαδή τη γέννηση νέων ανθρώπων. Τόσο πολύ τα έχει διαχωρίσει αυτά τα δύο στο μυαλό του, ώστε θεωρεί την τεκνοποίηση σαν μια άλλου είδους λειτουργία, ανεξάρτητη από τον έρωτα.

5/2/13

"Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου..." Κριτική της ποιήτριας Ασημίνας Ξηρογιάννη.


http://varelaki.blogspot.com


ΣΕ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ της ΑΣΗΜΊΝΑΣ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

 {Αγαπημένε μου ψυχίατρε,πες μου.../Καίτη Βασιλάκου/
εκδ.Μανδραγόρας,Αθήνα 2012} 

Συνήθως  όταν σου έρχεται στα χέρια ένα νέο βιβλίο,φρεσκοτυπωμένο,πρώτα το μυρίζεις.Έπειτα το αγγίζεις,το ξεφυλλίζεις ...παιχνιδιάρικα,αμήχανα.Έναι η πρώτη επαφή πριν αρχίσεις την ανάγνωση.Όταν λοιπόν ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο της Καίτης Βασιλάκου,καθώς το φυλλομετρούσα,έπεσε τυχαία το μάτι μου στη σελίδα 87 :

     Mέσα μου στέκεται ένα απέραντο τοπίο,
     ακίνητο σαν μακέτα.

Σιωπηλή το ξαναδιάβασα.Και έπειτα ξανά και ξανά.

3/2/13

"Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου..." Κριτική της θεατρολόγου Κατερίνας Θεοδωράτου


Η ποιητική συλλογή «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…», πρώτη ποιητική δημόσια εμφάνιση της Καίτης Βασιλάκου, εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη νουβέλα Αγαπημένε μου ψυχίατρε, ενώ έχουν προηγηθεί τρεις συλλογές διηγημάτων: Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ το 2008, Οι πόρτες το 2010 και Ο τέταρτος κλώνος το 2011.
Η πρωταρχική αίσθηση που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας την ποίησή της, είναι ότι διανύει την απόσταση ανάμεσα στη γνωστή ρήση του Σεφέρη ότι η ποίηση έχει τη ρίζα της στην ανθρώπινη ανάσα και σ` εκείνο που είχε πει ο Τ. Λειβαδίτης: Από τότε που έγραψα τον πρώτο στίχο μου, ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα…
Από τα έγκατα μιας βαθιάς, αγωνιώδους ανάσας ξεπηδάει η ποίηση της Καίτης Βασιλάκου, μιας ανάσας που γίνεται άλλοτε στεναγμός, άλλοτε ρόγχος, άλλοτε κραυγή-επίκληση στη Ζωή κι άλλοτε υποταγή σε μια πανίσχυρη ενόρμηση θανάτου. 

1/2/13

Δείτε αυτή τη φωτογραφία


Δείτε αυτή τη φωτογραφία:



Ένας νεαρός άνδρας σκύβει στον ώμο κάποιου που φορά κουκούλα. Η κίνηση αυτή δείχνει κάποια τρυφερότητα. Ή μπορεί να δείχνει κούραση. Μπορεί λύπη, μπορεί απογοήτευση.

Ίσως, αν παρατηρήσουμε το νεαρό που στέκεται δίπλα του, να καταλάβουμε καλύτερα. Αυτός ο νεαρός έχει μια φοβισμένη έκφραση. Άρα ο πρώτος νεαρός πρέπει μάλλον κι αυτός να νιώθει φόβο.

Μπορεί όμως να πρόκειται για ένα φόβο που πέρασε. Οι κουκουλοφόροι μπορεί να είναι αστυνομικοί  που έσωσαν αυτά τα παιδιά από ένα θανάσιμο κίνδυνο. Έτσι ο ένας νεαρός δεν έχει ακόμα ξεπεράσει το φόβο που δοκίμασε, ο άλλος γέρνει στον ώμο του σωτήρα του ανακουφισμένος.

Οπωσδήποτε αυτή η κίνηση, να ακουμπά κάποιος το κεφάλι του στον ώμο κάποιου άλλου, ενέχει θετικά συναισθήματα. Την κίνηση αυτή την κάνουμε, όταν εμπιστευόμαστε τον άλλον, όταν θέλουμε την υποστήριξή του, την παρηγοριά του, όταν νιώθουμε ότι ο άλλος μάς προσφέρεται, είναι φίλος, δικός μας άνθρωπος, μας συμπαραστέκεται στη δύσκολη στιγμή μας.