Είναι αρκετά χρόνια τώρα που σκεφτόμουν
να μιλήσω δημόσια για τον Ζήνο μου, όμως θεωρούσα ότι αυτή η δημοσιοποίηση θα ευτέλιζε
τη μνήμη του και γι’ αυτό το απέφευγα. Όμως σήμερα σκέφτηκα ότι γράφοντας
δημόσια γι’ αυτόν, θα τον κρατούσα σε μια έστω αμφίβολη αθανασία.
Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο
για τα οχτώμισι χρόνια που ζήσαμε μαζί, για τα παιχνίδια και τα χάδια μας, για τις
νύχτες μας που κοιμόμασταν αγκαλιασμένοι, για τα λόγια που του έλεγα, άλλοτε
χαδιάρικα και άλλοτε αυστηρά, αν έκανε καμιά αταξία, και που εκείνος τα άκουγε όλα
με προσοχή.
Όχι πως ήταν κανένας υπάκουος γάτος.
Σκληρή φύση που μάλλον εν μέρει εξημερώθηκε κοντά μου. Αν αφηνόταν ελεύθερος στους
δρόμους, θα ήταν σίγουρα ο αρχηγός της γειτονιάς και πολλοί όμοιοί του θα
υπέφεραν από την αυταρχική εξουσία του. Κοντά μου έμαθε να ζει ήρεμα, αν και μερικές
φορές με δάγκωνε για να εκτονωθεί.
Ήμασταν φυσικά ισότιμοι, εφόσον ο Ζήνος
ήταν συγκάτοικός μου. Αν καθόταν στη θέση που καθόμουν, όταν έβλεπα τηλεόραση,
εγώ πήγαινα να καθίσω αλλού. Ήταν δικαίωμά του να διαλέγει που θα έπαιρνε τον
υπνάκο του.
Εκλεκτικός στο φαγητό του, ποτέ δεν
άγγιζε έτοιμες τροφές που του έφερνα από το σουπερμάρκετ. Ο Ζήνος έτρωγε φρέσκο
ψάρι και κρέας, όταν ήταν να φάω κι εγώ και πάλι φρέσκο ψάρι και κρέας, όταν
εγώ έτρωγα όσπρια.
Όση ώρα μαγείρευα, πηγαινοερχόταν
νευρικός και νιαούριζε. «Περίμενε, δεν είναι ακόμα έτοιμο το φαγητό» του έλεγα.
Αυτός όμως συνέχιζε να τριγυρίζει ανυπόμονος την κατσαρόλα που έβραζε.
Άλλοτε έτρωγα κάποιο σνακ και ο Ζήνος
φώναζε πως θέλει κι αυτός. «Δεν είναι για σένα αυτό» του έλεγα και του έδινα να
το μυρίσει. Το μύριζε και έφευγε αδιάφορος. Δεν ήταν του γούστου του.
Εγώ, που μια ζωή με τυραννούσαν οι αϋπνίες,
έπαιρνα τα βράδια αγκαλιά τον Ζήνο και κοιμόμουν σαν πουλάκι. Πριν κοιμηθώ, του
έδινα μερικά φιλιά στο κεφαλάκι του κι εκείνος ανταπέδιδε γλείφοντας το χέρι
μου που τον κρατούσε αγκαλιά. Στη μέση της νύχτας άλλαζα πλευρό και ήμασταν
πλάτη με πλάτη. Στον Ζήνο δεν άρεσε αυτό. Σηκωνόταν και ερχόταν από τη μεριά που
είχα γυρίσει. Τον έπαιρνα πάλι αγκαλιά και συνεχίζαμε τον ύπνο μας.
Τα πρωινά, όπως όλα τα γατιά, ήθελε
νωρίς νωρίς το πρωινό του και νιαούριζε κάτω από το κρεβάτι μπροστά στα μούτρα
μου. Μόνο που εγώ δεν είχα διάθεση να σηκωθώ από τα χαράματα. Αναγκάστηκα να
χρησιμοποιήσω σκληρή γλώσσα. Του έβαλα τις φωνές ένα πρωινό: «Αυτό δεν θα το
ξανακάνεις ποτέ! Ακούς; Ποτέ! Θα περιμένεις να ξυπνήσω πρώτα!» Ο Ζήνος με κοίταζε
βουβός και ακίνητος. Από τότε έμαθε να κάθεται, η αγάπη μου, στο κρεβάτι και να
με κοιτάζει σιωπηλά. Καμιά φορά
μισάνοιγα με τρόπο το ένα μάτι μου και τον έβλεπα να με κοιτάζει ακίνητος σαν
άγαλμα. Μόλις όμως άνοιγα και τα δυο μου μάτια, τότε γινόταν επανάσταση.
Νιαούριζε δυνατά και πολύ απαιτητικά κι εγώ σηκωνόμουν για να του σερβίρω το
πρωινό του.
Συχνά παίζαμε κρυφτό. Κρυβόμουν σε άλλο
δωμάτιο πίσω από την κουρτίνα και φώναζα σιγανά το όνομά του. Ο Ζήνος ερχόταν
στο δωμάτιο, εγώ έμενα ακίνητη και βουβή κι αυτός έλεγχε τον χώρο. Κράταγα
ακόμα και την αναπνοή μου, γιατί κι αυτήν μπορούσε να την ακούσει. Κάποια
στιγμή με εντόπιζε και ορμούσε στην κουρτίνα. «Μπράβο, με βρήκες!» του έλεγα
παίρνοντάς τον αγκαλά και ο Ζήνος ένιωθε πολύ περήφανος.
Άλλοτε παίζαμε μπάλα ή τένις, όπως θέλετε
πείτε το.. Έφτιαχνα από το χρυσόχαρτο που έχουν τα πακέτα τα τσιγάρα ένα μικρό
μπαλάκι και του το έριχνα. Ο Ζήνος μού το πέταγε αμέσως πίσω. Δεν έχανε ποτέ
μπαλιά. Εγώ έχανα συνέχεια.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για σελίδες επί
σελίδων μιλώντας για τον Ζήνο, με πόση χαρά με υποδεχόταν, όταν γύριζα από τη
δουλειά, πόσες διακοπές έχασα, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσω μόνο,
πόση αγωνία είχα, τότε που μια πλημμύρα με κράτησε στο σπίτι των γονιών μου μια
νύχτα που οι δρόμοι είχαν κλείσει και δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι μου. Ο Ζήνος
ήταν μόνος του, βροντούσε, άστραφτε κι έβρεχε
καταρρακτωδώς έξω κι εγώ έλειπα. Και ο Ζήνος μόνος του. Δεν το άντεχα αυτό.
Ξημερώματα σηκώθηκα κι έφυγα, έφτασα τελικά
από παράδρομους στο σπίτι μου και βρήκα τον Ζήνο επιφυλακτικό στη γωνία να με
κοιτάζει ερωτηματικά. Τον πήρα αγκαλιά, του είπα τρυφερά λογάκια, του έβαλα να
φάει και μετά πήγαμε να κοιμηθούμε ήσυχοι κι αγκαλιασμένοι.
Ο Ζήνος έφυγε από τη ζωή ένα πρωινό
Σαββάτου που ήμουν σπίτι. Πήρε το πρωινό του, ξάπλωσε στο χαλάκι κι εγώ κάθισα
στο γραφείο μου να γράψω. Τον άκουσα να τινάζει τα πόδια του στην διπλανή
καρέκλα. Σηκώθηκα περίεργη και τον βρήκα να κείτεται κάτω χωρίς ζωή.
Τουλάχιστον είχε φύγει εύκολα.
Έκλαιγα για μέρες. Είχα θλίψη για
μήνες. Και τώρα, τριάντα ένα χρόνια μετά, όποτε τον σκέφτομαι, τώρα που γράφω
γι’ αυτόν, νιώθω βαθιά μέσα μου λύπη.
Η φωτογραφία του βρίσκεται μαζί με τις φωτογραφίες
των δικών μου σε κεντρικό σημείο του σπιτιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου