Γιατί όταν γερνάς, τα βαριέσαι όλα;
Διότι η φύση δεν σε χρειάζεται πλέον
και σου αφαιρεί σταδιακά τις ορμές σου. Ευγενέστατη πάντως. Σου τις αφαιρεί σταδιακά
και γλυκά γλυκά για να μη σε μαραζώσει μέσα σε μια νύχτα και ξυπνήσεις την άλλη
μέρα και πάθεις συγκοπή μ’ αυτό που έχεις γίνει.
Πρώτα βλέπεις μια άσπρη τρίχα στα
μαλλιά σου. Μία είναι και μοναδική.
-Καλημέρα, μόλις έφθασα, σου λέει.
-Μήπως ήρθες πολύ νωρίς;
-Μπα, νομίζω ότι ήρθα την κατάλληλη
στιγμή.
-Κάνεις λάθος. Είμαι στην ακμή μου
τώρα, μόλις ξεκίνησα την καριέρα μου.
-Τι λέξη είναι αυτή, δεν τη γνωρίζω.
-Ναι, σωστά, εσύ γνωρίζεις μόνο τα
γεννοβολήματα.
-Δεν βλέπω όμως παιδιά.
-Ούτε και θα δεις.
Την πιάνεις και την ξεριζώνεις. Ωραία!
Τώρα τα μαλλιά σου είναι όλα μαύρα και στιλπνά.
Σε λίγο καιρό βλέπεις δυο άσπρες
τρίχες.
-Χαίρετε, έφερα και μια φίλη μου.
Τις κοιτάζεις και τις δυο, τις στέλνεις
σιωπηλά στο διάολο και αδιαφορείς. Ε, δεν θα μαδήσεις όλο το κεφάλι σου, ας
κάτσουν εκεί κι ας φέρουν κι άλλες φιλενάδες τους να κάνουν όλες μαζί παρέα.
Εννοείται ότι αυτό κάνουν.
Αργότερα παρατηρείς ότι η οξεία σου
όραση κάτι έπαθε και δεν βλέπεις καλά τα γράμματα.
-Πρεσβυωπία! Αναγγέλλει ο οφθαλμίατρος
θριαμβευτικά και γράφει στο τεφτέρι του τι γυαλιά πρέπει να φορέσεις.
Είσαι τώρα στην έδρα και φοράς κάτι
γυαλιά με μισό φακό κρεμασμένα στη μύτη σου, ώστε να βλέπεις τους μαθητές με τα
μάτια σου και το κείμενο με τα γυαλιά σου. Θυμάσαι τις ταινίες όπου έβλεπες
παρόμοιες σκηνές και νιώθεις κάπως γελοία. Το καταπίνεις ωστόσο κι αυτό.
-Ρυτίδα! Απέχτησα μια ρυτίδα ανάμεσα
στα φρύδια μου! αναφωνείς ένα πρωί κοιτάζοντας τον καθρέφτη σου.
-Καλημέρα, άργησα λίγο, αλλά δεν φταίω
εγώ. Είναι που έχεις λιπαρό δέρμα, μου λέει η ρυτίδα. Μας δυσκολεύουν πολύ αυτά
τα λιπαρά δέρματα.
-Είναι που έχω αυστηρό βλέμμα και σμίγω
τα φρύδια μου στην τάξη. Αλλιώς δεν θα εμφανιζόσουν εσύ τώρα.
-Εντάξει, δεν θα αποχτήσεις ρυτίδες με
τέτοιο λιπαρό δέρμα, χασκογέλασε αυτή. Αλλά θα κρεμάσεις! Θα χαλαρώσει το δέρμα
σου κάποια στιγμή.
-Θα κάνω λίφτινγκ.
-Χμ, αρνείσαι να γεράσεις, ε; Περίμενε
λίγο!
Περίμενα αρκετά, οφείλω να το
παραδεχτώ.
Μετά άρχισαν κάτι πονάκια στους ώμους,
κάτι πονάκια στα ισχία, τέτοια απλά πράγματα και ο γιατρός μού συνέστησε
διάφορα και με έστειλε στο καλό. Τι να κάνει κι αυτός, άνθρωπος είναι, μπορεί
να τα βάλει με τη φύση;
Στον οδοντογιατρό κάθε τόσο. Φτιάχνει
το ένα δόντι, χαλά το άλλο. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή και ο
οδοντογιατρός πρέπει κι αυτός να ζήσει, πώς να θρέψει την οικογένειά του, αν
όλοι είχαμε γερά δόντια;
Να μην τα πολυλογώ, μέσα στις δεκαετίες
από τα σαράντα και μετά, όλο και κάτι νέο και δυσάρεστο εμφανιζόταν. Το
αντιμετώπιζα ψύχραιμα και το αποδεχόμουν, διότι η ψυχούλα μου δεν το έβαζε
κάτω.
Ζωηρή ζωηρή αυτή η ψυχούλα δεν ήθελε να
ακούσει τίποτα. Ωραία ρούχα, ωραία παπούτσια, μπιζού, καλλυντικά, κραγιόν,
πούδρες, μολύβια, όλα έτοιμα να με μεταμορφώσουν σε καλλονή.
-Καλή είσαι, εντάξει, μου έλεγε
συγκαταβατικά το είδωλό μου στον καθρέφτη.
Αλλά «κατά τον ρουν τον γεγονότων»
άρχισε και η ψυχούλα μου να βαριέται τα πολλά πολλά. Και όχι μόνο αυτό. Άρχισε
να βαριέται και τις εξόδους και τα θεάματα και τους αντίστοιχους θορύβους.
Προτιμούσε να αράζει στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση.
Και εδώ ήταν το τέρμα της παρατεταμένης
νεότητάς μου. Δεν με ενδιέφερε πια τίποτε.
«Τα ξέρω όλα», είπα κάποια στιγμή.
Κατά κάποιο τρόπο είχα δίκιο. Ό,τι
διάβαζα, το είχα ξαναδιαβάσει σε άλλο βιβλίο ή το είχα σκεφτεί. Οι δημόσιες
εκδηλώσεις παντός τύπου μού ήταν πια αφόρητα οικείες. Οι άνθρωποι όμοιοι ή
παρόμοιοι. Καμιά έκπληξη για τίποτα.
Τώρα το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η
υγεία μου, το φαγητό και το τσιγάρο μου που κοντράρεται με την υγεία μου.
Η φύση με ανέχεται, αλλά δεν μου δίνει
σημασία. Ούτε κι εγώ της δίνω. Συνυπάρχουμε σιωπηλές, αν και αυτή πότε πότε μου
ρίχνει καμιά κεντιά για να μου θυμίσει τα χρόνια μου.
Για εκείνη είμαι πλέον ένα άχρηστο ον
που καταλαμβάνω τον χώρο της. Αλλά κι εγώ γι’ αυτήν δεν έχω την καλύτερη γνώμη.
Στο κάτω κάτω “dum spiro spero” που έλεγαν και οι Λατίνοι. Τι spero;
Δεν ξέρω. Ούτε και η φύση ξέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου