7/4/25

Ο τρομοκράτης (Ένα διήγημα σε πέντε συνέχειες)

 3


Η ώρα περνούσε και η σιωπή στο κτίριο συνεχιζόταν απειλητική.

 

-Πώς σας λένε; με ρώτησε ξαφνικά.

-Δεν το βλέπετε στο αρχείο σας;

-Αικατερίνη;

-Καίτη. Κι εσάς δεν σας φωνάζουν Μιχαήλ υποθέτω.

-Μιχάλη με λένε.

 

Έβαλε κι άλλο ουίσκι στα ποτήρια.

 

-Ας πεθάνουμε μεθυσμένοι, είπα και κατάπια μονορούφι και το δεύτερο ποτήρι..

-Μην είστε τόσο απαισιόδοξη. Θα τον βρουν σύντομα.

 

Κάτω στο δρόμο η βουή συνεχιζόταν και η ντουντούκα κάθε τόσο καλούσε σε τρεις γλώσσες τον τρομοκράτη να βγει έξω.

 

-Πού στο διάολο κρύβεται αυτός ο ποντικός; είπα αδειάζοντας το τρίτο ποτήρι μου.

-Πάντως, αφού δεν μας έχει ανατινάξει ακόμα, υπάρχουν ελπίδες, είπε ο γιατρός.

 

Η ώρα περνούσε αργά. Η αστυνομία επικοινώνησε πάλι μαζί μας, μας είπε να μη φοβόμαστε, να είμαστε όσο γίνεται ακίνητοι, αγάλματα δηλαδή, και ότι μάλλον ο τρομοκράτης κρυβόταν κάπου ψηλά, ίσως στον πέμπτο όροφο.

 

-Από πάνω μας δηλαδή, είπα ανατριχιασμένη.

 

Ο γιατρός έβαλε ξανά ουίσκι στα ποτήρια.

 

-Χαλαρώστε. Όλα θα πάνε καλά. Είναι θέμα χρόνου.

-Γιατί δεν μπαίνουν μέσα να τον ψάξουν;

-Γιατί μπορεί να ανατινάξει ολόκληρο το κτίριο. Προσπαθούν να τον πείσουν να παραδοθεί.

-Δεν παραδίνονται αυτοί.

 

Μείναμε σιωπηλοί. Ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει να κυλάει. Πετρωμένοι στις πολυθρόνες μας κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά μας. Ούτε να μιλήσουμε δεν μπορούσαμε.

 

-Μήπως πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια μας; ψιθύρισα κάποια στιγμή.

-Ναι, σωστή σκέψη.

 

Βγάλαμε τα παπούτσια μας με αργές, προσεχτικές κινήσεις και τα αφήσαμε σε μιαν άκρη.

 

Είχε ήδη πάει μία τη νύχτα και η κατάσταση παρέμενε στάσιμη. Τίποτα δεν γινόταν και μόνο το μπουκάλι με το ουίσκι άδειαζε σιγά σιγά. Τα κινητά μας αναβόσβηναν. Στείλαμε μήνυμα σε όσους ανησυχούσαν ότι είμαστε καλά και τα κλείσαμε.

 

-Δεν με πειράζει να πεθάνω, μουρμούρισα κάποια στιγμή. Νομίζω πως ό,τι είχα να κάνω σε τούτη τη ζωή το έκανα.

 

Ο άλλος έμεινε σιωπηλός. Δεν ήμουν σίγουρη, αν με κοίταζε.

 

-Θέλετε να ξαπλώσετε; με ρώτησε κάποια στιγμή. Ίσως σας πείραξε το ποτό.

 

Σηκώθηκε, χωρίς να περιμένει την απάντησή μου, και ήρθε προς το μέρος μου. Με πήρε απαλά στην αγκαλιά του και με μετέφερε στο ιατρικό κρεβάτι.

 

-Δεν είμαι μεθυσμένη, είπα.

-Σσσς, μη μιλάτε! Θα σας κάνει καλό, αν κοιμηθείτε λίγο.

 

Έκλεισα τα μάτια μου. Ύστερα τα άνοιξα.

 

-Δεν νυστάζω. Εξάλλου δεν θέλω να πεθάνω κοιμισμένη.

 

Αυτός στεκόταν από πάνω μου, μια σκιά.

 

-Μπορούμε όμως να κάνουμε σεξ για να περάσει η ώρα, συμπλήρωσα. Τρίζει αυτό το κρεβάτι;

 

Δεν απάντησε.

 

-Θα πεθάνουμε τη στιγμή του οργασμού μας. Δε είναι πολύ ποιητικό;

-Είστε μεθυσμένη.

-Εσείς δεν είστε;

 

Ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει στιγμιαία τη γάμπα μου.

 

-Με αγγίξατε ή μου φάνηκε;

 

Έφυγε από κοντά μου. Στάθηκε στο παράθυρο και κοίταζε κάτω πολλή ώρα.


(Συνεχίζεται)




Δεν υπάρχουν σχόλια: