6/4/25

Ο τρομοκράτης (Ένα διήγημα σε πέντε συνέχειες)

 

2.


-Και τώρα τι κάνουμε; ρώτησα.

-Καθόμαστε ήσυχα, δεν κάνουμε κανένα θόρυβο και μιλάμε ψιθυριστά. Ή δεν μιλάμε και καθόλου.

 

Κάθισα σε μια πολυθρόνα κι αυτός απέναντί μου, πίσω από το γραφείο του. Άνοιξε ξανά το κινητό του κι έψαχνε για ειδήσεις.

Μια νεκρική ησυχία είχε απλωθεί παντού.

 

-Είναι φορτωμένος εκρηκτικά, είπε μετά.

 

Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές, σειρήνες, θόρυβος ακαθόριστος που ερχόταν από τον δρόμο κάτω. Κοιτάξαμε από το παράθυρο, χωρίς να τραβήξουμε την κουρτίνα. Είδαμε αστυνομικούς, περιπολικά, ένα πυροσβεστικό όχημα και πολύ κόσμο μαζεμένο.

 

Κάποιος με μια ντουντούκα έλεγε κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα. Μετά το είπε και στα ελληνικά. Μετά και στα αγγλικά. Καλούσε τον τρομοκράτη να βγει από την πολυκατοικία με τα χέρια ψηλά.

 

-Πού να βρίσκεται άραγε; ρώτησα σιγανά.

 

Ο γιατρός κούνησε τους ώμους:

 

-Οπουδήποτε στους έξι ορόφους.

 

-Καλύτερα να βάλουμε στο αθόρυβο τα κινητά μας, είπα.

 

Πέρασε μια ώρα χωρίς να γίνεται τίποτα.

Ο γιατρός μίλησε χαμηλόφωνα με τη γυναίκα του στο κινητό, έπειτα μίλησε με κάποιον της αστυνομίας.

 

-Είναι σίγουρα μέσα στο κτίριο; ρώτησα.

-Έτσι λένε. Αλλά δυσκολεύονται να τον εντοπίσουν.

-Κάπου θα είναι χωμένος. Είναι κι άλλοι στο κτίριο;

-Ένας δικηγόρος στον δεύτερο όροφο. Αλλά αυτόν κατάφεραν και τον έβγαλαν. Εμάς στον τέταρτο είναι δύσκολο να μας βγάλουν. Πρέπει να μείνουμε ακίνητοι και σιωπηλοί. Αυτό μου είπε ο αστυνομικός.

- Μα πώς του ήρθε να μπει εδώ μέσα: Τι θέλει, να ανατινάξει ένα άδειο κτίριο;

-Είχε μπει προηγουμένως σ’ ένα διπλανό μπαρ που μαζεύει πολύ κόσμο. Αυτό ήθελε να ανατινάξει. Αλλά απόψε το μπαρ ήταν άδειο, γιατί είχε προηγηθεί κάποια φασαρία. Μερικοί τον πήραν είδηση κι αυτός βγήκε και για να μην τον πιάσουν, χώθηκε στην πολυκατοικία. Αφού προηγουμένως έσπασε τη τζαμαρία.

 

Καθίσαμε στις πολυθρόνες μας, εγώ σ’ αυτήν του επισκέπτη, εκείνος πίσω από το γραφείο του.

 

-Αν δεν ήσασταν εσείς και το εκνευριστικό σας πείσμα, θα ήμουν τώρα στο σπίτι μου εγώ κι εσείς στο δικό σας, μου είπε με κακία.

 

Τι να του απαντούσα, είχε δίκιο.

Μείναμε για λίγο σιωπηλοί.

 

-Συγγνώμη, είπε μετά.

-Σας συγχωρώ. Εξάλλου έχετε δίκιο. Αλλά ας χαμηλώσουμε τη φωνή μας καλύτερα.

 

Ακούσαμε ένα ελικόπτερο να πετά από πάνω μας.

 

-Φοβάστε; με ρώτησε ψιθυριστά.

-Ναι, είπα. Όχι πολύ, αλλά φοβάμαι.

-Θα τον ξετρυπώσουν, μην ανησυχείτε.

 

Έπαιξε λίγο με το κινητό του.

 

-Χαμός γίνεται εκεί έξω. Όλα τα κανάλια μιλούν γι’ αυτόν.

-Τι λένε;

-Δεν θα θέλατε να ξέρετε.

-Τι λένε; ξαναρώτησα ανήσυχη.

-Είναι ισλαμιστής.

-Και;

-Και ίσως έχει κρύψει μια βόμβα κάπου εδώ μέσα.

 

Σηκώθηκε από τη θέση του όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και πέρασε σε ένα διπλανό δωμάτιο. Γύρισε κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι και δυο ποτήρια.

 

-Λίγο αλκοόλ θα μας χαλαρώσει, είπε.

 

Έβαλε ποτό στα ποτήρια.

-Εις υγείαν, είπε.

-Ή εις θάνατον, απάντησα.

 

Κατάπιαμε το ουίσκι μονορούφι. Έπειτα κοιταχτήκαμε.


Το φως από τον δρόμο έδινε στο ιατρείο μια γραφική υπόσταση. Τα χαρακτηριστικά μας διακρίνονταν αδρά. Δεν ήξερε ο ένας τι έκφραση είχε ο άλλος. Εγώ πάντως ένιωθα παγωμένη. Ευτυχώς το ουίσκι βοήθησε κάπως να χαλαρώσω.


(Συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια: