Στα
νοσοκομεία
γεροί
και άρρωστοι
ανακατεύονται
,
τρέχουν
οι γεροί
με τα
παράξενά τους εργαλεία στο χέρι,
ανταλλάσσουν
μεταξύ τους στα γρήγορα τα νέα τους
και
επαγγελματικώς ευγενικά
σηκώνουν
τους αρρώστους από τα κρεβάτια τους
και τους
καρφώνουν μες στη σάρκα
αυτά τα
εργαλεία τα παράξενα.
Βογκούν
οι άρρωστοι αναμαλλιασμένοι,
ξεπεσμένοι,
ασήμαντοι,
με
σώματα που μίκρυναν
μέσα σε αυτά
τα ευαγή ιδρύματα,
ανυπεράσπιστοι
στις βουλές του Κυρίου τους
που
μελετά με εμβρίθεια την περίπτωσή τους.
«Είναι
για το καλό μου» σκέφτονται
κι όλο μικραίνουν
τα κορμιά τους.
Όσο για
την ψυχή τους,
αυτή
έχει κρυφτεί στα άβατα της ύπαρξής τους
κι από
ένα μικρό παραθυράκι βλέπει
τους
γερούς, τους νέους, τους χαμογελαστούς,
τους
γεμάτους όνειρα
και
μαραζώνει:
Ποτέ
πια, μονολογεί, ποτέ πια
δεν θα
ξαναγίνω έτσι.
Τώρα θα
με καρφώνουν όλοι αυτοί
με τα
παράξενα εργαλεία τους
κι εγώ
θα υπομένω μια ζωή
που πάει
να δύσει.
Ποτέ πια
δεν θα τρέξω ξένοιαστα
σε
δρόμους και διαδρόμους.
Ποτέ,
ποτέ πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου