Δικτατορία;
Τι είναι αυτό;
Ο
πατέρας είχε ήδη φύγει για την Τρίπολη, στους δικούς του, για το Πάσχα. Θα
πηγαίναμε η μητέρα μου κι εγώ σε λίγες μέρες.
Τι
είναι αυτό τελικά, δεν καταλαβαίνω.
Στο
διπλανό διαμέρισμα ο κύριος Αλέκος κάτι είχε πάθει και στεκόταν στον νιπτήρα
του μπάνιου κι έπλενε τα χέρια του συνέχεια. Είναι προσωρινό, σε ένα δυο μήνες
θα τελειώσει, μουρμούριζε.
Ποιο;
Κατά
το μεσημεράκι μάς επισκέφτηκαν δυο ξάδερφοι, νεαροί εργάτες. Κάθησαν αρκετή
ώρα, δεν έλεγαν τίποτα. Έδειχναν φοβισμένοι. Ο ένας μου είχε δώσει προ καιρού
να διαβάσω ένα μυθιστόρημα του Λουντέμη. Είχα θυμώσει, τι θέλει τώρα αυτός, να
γίνω κομμουνίστρια;
Το
απόγευμα πετάχτηκα στον από πάνω δρόμο, στης κυρίας Αριστέας, μ’ έστειλε η μάνα
μου να δω τι κάνουν εκεί. Ακόμα δεν είχαμε τηλέφωνα στα σπίτια μας.
Έφυγα από κει στις εφτά
παρά πέντε. Στις εφτά άρχιζε η απαγόρευση κυκλοφορίας. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κανείς. Ένιωθα παράξενα, λίγο ηρωικά
και λίγο ηλίθια.
Η
πρώτη μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου