Ο
άνθρωπος φοβάται τον θάνατο.
Όχι
μόνο αυτός, όλα τα ζωντανά πλάσματα τον φοβούνται, μολονότι μόνο ο άνθρωπος
έχει συνείδηση του θανάτου. Τα άλλα πλάσματα αντιδρούν ενστικτωδώς, αλλά στην
πραγματικότητα πρόκειται για το ίδιο πράγμα: η ζωή φοβάται τον θάνατο. Λογικό:
αν η ζωή δεν τον φοβόταν, θα ακυρωνόταν από μόνη της. Γιατί ο θάνατος είναι το
αντίθετο της ζωής.
Ωραίος
και πολύ χρήσιμος μηχανισμός της Φύσης είναι αυτό το ένστικτο της
αυτοσυντήρησης που μας κρατά μακριά από θανατηφόρους κινδύνους και επιτρέπει
στη ζωή να διατηρείται, όσο είναι δυνατό να διατηρηθεί. Αλλά στο τέλος
παραμονεύει ο θάνατος. Η ζωή παραδίδεται, ο θάνατος είναι αυτός που νικά.
Εμείς
βέβαια αρνούμαστε να το αποδεχθούμε αυτό, είναι πολύ οδυνηρό να συμβιβαστούμε
με την ιδέα ότι σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε. Υποθέτω ότι αυτή μας η
άρνηση ξεκινά από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και φτάνει σε φιλοσοφικά ύψη,
όσο ο άνθρωπος εξελίσσεται μέσα στον πολιτισμό του.
Οι
θρησκείες παρηγορητικά συντροφεύουν αυτή την αγωνία του ανθρώπου και του δίνουν
ελπίδες ότι τίποτα δεν τελειώνει εδώ, ότι η ζωή συνεχίζει να υπάρχει σε άλλα
απρόσιτα για την αντίληψή μας επίπεδα. Πώς όμως είναι εκείνη η άλλη ζωή;
Ασφαλώς είναι καλύτερη από αυτή που βιώνουμε εδώ πέρα. Αφήνουμε τη φαντασία μας
να καλπάσει και φτιάχνουμε ωραίους παραδείσους, άλλους γεμάτους με πιλάφια και
ουρί και άλλους πιο πνευματικούς με ευτυχισμένες ψυχές που απολαμβάνουν την
αιωνιότητα μαζί με το Θείο.
Υπάρχουν
βέβαια και εκείνοι που πιστεύουν ότι όλα τελειώνουν εδώ και ότι, όταν το σώμα
παραδοθεί στον θάνατο, τίποτε από μας δεν υπολείπεται για να ταξιδέψει σε
άλλους ουρανούς.
Ωστόσο
και όσοι πιστεύουν στη μέλλουσα ζωή και όσοι δεν πιστεύουν είναι το ίδιο
φοβισμένοι απέναντι στον θάνατο. Ο θάνατος προκαλεί απέραντο τρόμο και αυτόν
μας τον επιβάλλει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Πρέπει να νιώθουμε τρόμο για
να παραμένουμε ζωντανοί σε ένα κόσμο επικίνδυνο, γεμάτο θανατηφόρες παγίδες.
Και
πάλι όμως κάποιοι καταφέρνουν να ξεπεράσουν αυτό τον τρόμο και να αποδεχτούν τη
θνητή τους μοίρα με ψυχραιμία. Είναι η πίστη τους σε κάποια ιδέα αυτή που τους
δίνει τέτοιο θάρρος. Ιδέα όχι απαραίτητα θρησκευτική. Άλλοι πάλι με βαθύ
στοχασμό και ενδοσκόπηση συμφιλιώνονται με τη σκέψη του θανάτου. Και επίσης
είναι και οι παράφρονες, αυτοί που αδιαφορούν, αν θα πεθάνουν ή όχι, επειδή
βασανίζονται από άλλες σκέψεις εφιαλτικότερες του θανάτου – υπάρχουν όμως
τέτοιες σκέψεις; Ναι, για τους παράφρονες υπάρχουν.
Η
ουσία είναι μία: η ζωή απεχθάνεται τον θάνατο, αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να τον
αποφύγει.
Υπάρχουν
βέβαια και τα τρικ και τα τεχνάσματα που μας δίνουν την ψευδαίσθηση της αθανασίας:
η απόχτηση παιδιών είναι το πιο εύκολο τέχνασμα. Αν μάλιστα ζήσει κανείς πολλά
χρόνια και δει και εγγόνια και δισέγγονα, τότε αυτή η ψευδαίσθηση γίνεται πολύ
δυνατή.
Υπάρχει
επίσης και το τέχνασμα της υστεροφημίας. Όσοι καταφέρουν να μείνει το όνομά
τους στη μνήμη των ανθρώπων, έχουν την πολύ ευχάριστη ψευδαίσθηση ότι ναι μεν
το σώμα τους θα διαλυθεί και μαζί με αυτό και η συνείδησή τους, όμως κάτι από
αυτούς θα εξακολουθεί να ζει για πάντα. Βασιλιάδες, πολιτικοί, στρατηλάτες,
καλλιτέχνες έχουν εξασφαλίσει λοιπόν αυτή την περίεργη αθανασία. Το θέμα είναι
κατά πόσο έχει αξία μια τέτοια αθανασία, όταν εσύ θα είσαι νεκρός.
Ο
Μάρκος Αυρήλιος, ο φιλόσοφος αυτοκράτορας, περιφρονεί την υστεροφημία, μολονότι
γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατόν να την αποφύγει. «Η υστεροφημία είναι λήθη», λέει
στα «Εις εαυτόν». Και παρακάτω:
«... μόνον ζῇ ἕκαστος τὸ παρὸν τοῦτο, τὸ
ἀκαριαῖον· τὰ δ᾽ ἄλλα ἢ
βεβίωται ἢ ἐν ἀδήλῳ. μικρὸν μὲν οὖν ὃ ζῇ ἕκαστος,
μικρὸν δὲ τὸ τῆς γῆς
γωνίδιον, ὅπου ζῇ· μικρὸν δὲ καὶ ἡ μηκίστη ὑστεροφημία,
καὶ αὕτη δὲ κατὰ διαδοχὴν ἀνθρωπαρίων τάχιστα τεθνηξομένων καὶ οὐκ εἰδότων
οὐδ᾽ ἑαυτούς, οὔτιγε τὸν πρόπαλαι τεθνηκότα».
(Ο
καθένας από μας ζει μόνο αυτό εδώ το παρόν, το ακαριαίο. Τα άλλα ή τα έχει
ζήσει ή είναι (ακόμα) άδηλα. Μικρή είναι λοιπόν η ζωή του καθενός και μια μικρή
γωνιά της γης είναι το μέρος όπου ζει. Μικρή είναι και η πιο μακρά υστεροφημία
κι αυτή στηρίζεται σε ανθρωπάκια που το ένα διαδέχεται το άλλο, που πρόκειται
να πεθάνουν πολύ σύντομα και που δεν ξέρουν ούτε τον εαυτό τους και βέβαια ούτε
αυτόν που έχει πεθάνει προ πολλού).
Μικρή
είναι λοιπόν η παρηγοριά της αθανασίας μέσω της υστεροφημίας, γιατί αυτό που
μένει μετά από σένα δεν είσαι εσύ.
Ο
Ηρόστρατος είχε άλλη γνώμη, αλλά αυτός δεν ήταν ούτε αυτοκράτορας ούτε φιλόσοφος.
Έβαλε φωτιά στον ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος με μόνο στόχο να μείνει το όνομά του
στην Ιστορία. Λοιπόν έμεινε. Ε και; Μήπως τώρα ο Ηρόστρατος εκεί που είναι το
ξέρει;
Η
υστεροφημία, όπως και η απόχτηση απογόνων, μπορεί να απαλύνει σε κάποιους τον
τρόμο του θανάτου, δεν τον απαλείφει όμως. Ο «τρόμος του κενού», όπως θα έλεγαν
και οι αρχαιολόγοι, είναι πάντα εκεί.
Εμείς
το μόνο που κάνουμε είναι τον ξορκίζουμε, αλλά ούτε και τα ξόρκια
αποδεικνύονται αποτελεσματικά. Ο θάνατος θα έρθει κάποια στιγμή, θα πάρει
αγαπημένους, θα πάρει φίλους, γνωστούς, οικείους και στο τέλος θα πάρει κι
εμάς. Το ξέρουμε. Για όλα στη ζωή μας μπορούμε να αμφιβάλλουμε, για το μόνο που
είμαστε απολύτως σίγουροι ότι θα συμβεί είναι ο θάνατος.
Ενώ
όμως αυτή είναι μια απαρασάλευτη βεβαιότητα, εμείς κάνουμε πως δεν τη βλέπουμε.
Δεν τη βλέπουμε, άρα δεν υπάρχει. Μετά, μια μέρα μαθαίνουμε για τον τάδε ή για
τον δείνα ότι έφυγε από τη ζωή. Το ρίγος του θανάτου μάς διαπερνά, ψελλίζουμε
κάποιες φράσεις παρηγορητικές, σκεφτόμαστε τη ματαιότητα των πάντων, χαλά η
διάθεσή μας για λίγο και μετά η ζωή μάς αρπάζει πάλι και μας ρίχνει στην αρένα
της, η ιδέα του θανάτου απομακρύνεται κι εμείς, καθώς λέει και ο Μάρκος
Αυρήλιος, ασχολούμαστε με τα τρέχοντα και τα εφήμερα:
«Πομπῆς κενοσπουδία, ἐπὶ σκηνῆς δράματα,
ποίμνια, ἀγέλαι, διαδορατισμοί, κυνιδίοις ὀστάριον ἐρριμμένον, ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι,
μυιδίων ἐπτοημένων διαδρομαί, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα».
(Μάταιες
ασχολίες με γιορτές, θέατρα, κοπάδια, συναγελασμοί, μονομαχίες, κοκαλάκια στα
σκυλάκια, ψίχουλα στα ενυδρεία, ταλαιπωρίες
και χαμαλίκι μυρμηγκιών, τρεχάματα φοβισμένων ποντικιών, νευρόσπαστα
κουκλάκια).
Η
ζωή έχει δύναμη, δεν αφήνει εύκολα τα πλάσματά της να γονατίσουν και να την
ακυρώσουν. Όσο υπάρχει αυτή, ο θάνατος είναι αυτός που ακυρώνεται. Μόνο που στη
μάχη μεταξύ ζωής και θανάτου, νικητής στο τέλος είναι πάντα ο θάνατος. Τα νέα
πλάσματα που έχουν εν τω μεταξύ γεννηθεί δίνουν στη ζωή τη ρεβάνς, παρ’ όλα
αυτά ο αγώνας έχει πάντα την ίδια κατάληξη.
Μια
και έχουμε λοιπόν συνείδηση αυτού που οπωσδήποτε θα συμβεί, είναι λάθος μας να το
αγνοούμε και να υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχει. Θα ήταν πολύ καλύτερα, αν
μεγαλώναμε σε μια κοινωνία που δεν κρύβει τον θάνατο. Αν οι μεγάλοι εξηγούσαν στους
μικρότερους με ηρεμία και απλότητα ότι αυτό είναι το τέλος όλων των ζωντανών
πλασμάτων, ότι είναι κάτι φυσικό. Ότι είναι αναπόφευκτο.
Αν
μαθαίναμε από μικρά παιδιά να βλέπουμε με φυσικότητα τον θάνατο, ο φόβος για το
αναπόφευκτο τέλος θα ήταν, νομίζω, πολύ μικρότερος.
Αντί
γι’ αυτό, οι μεγάλοι μιλούν για ουρανούς, για αθάνατες ψυχές και για
παραδείσους και περνούν στους μικρότερους την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι το
τέλος. Με μια τέτοια ιδέα φορτωμένοι οι μικρότεροι, όταν μεγαλώσουν και
συνειδητοποιήσουν την τραγική αλήθεια, είναι ανίκανοι να την αποδεχτούν.
Λέει
ο Μάρκος Αυρήλιος:
«... ἐπὶ πᾶσι δὲ τὸν θάνατον ἵλεῳ τῇ γνώμῃ περιμένοντα ὡς οὐδὲν ἄλλο ἢ λύσιν τῶν στοιχείων, ἐξ ὧν ἕκαστον ζῷον
συγκρίνεται».
(Και
κυρίως να περιμένουμε τον θάνατο γαλήνιοι με τη σκέψη ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από τη διάλυση των στοιχείων, από τα οποία είναι συντεθειμένο κάθε ζωντανό
πλάσμα).
Και,
όταν τρώμε το αρνάκι στο οικογενειακό τραπέζι, να μην ξεχνάμε ότι τρώμε κάτι
που το έχει επισκεφθεί ο θάνατος. Ακόμα και ένα τοστ με ζαμπόν περιέχει το
θάνατο. Κι αν κάνουμε μια βόλτα στην αγορά με τα κρεοπωλεία και τα ιχθυοπωλεία,
θα δούμε πόσος θάνατος είναι απλωμένος εκεί μπροστά στα μάτια μας.
Τόσο
πολύ κοντά μας και τόσο μέσα στη ζωή μας είναι – άσχετα αν εμείς επιμένουμε να
μην τον βλέπουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου