Καθόμαστε και κουβεντιάζαμε για την κατάσταση, τρώγαμε
πίτσα και πίναμε μπίρες και βλέπαμε στην τηλεόραση όλα αυτά τα σκουπίδια και
λέει σε μια στιγμή ο Λουκάς, «δεν πάει άλλο, εδώ χρειάζονται ριζικές λύσεις»,
«τι λύσεις;» ρώτησε ο Πέτρος καταπίνοντας ένα κομμάτι πίτσα, «να βγούμε έξω και
να τους πετροβολάμε;» , «Όχι», του λέει ο Λουκάς, «τίποτα δεν γίνεται με τις
πέτρες, άλλες λύσεις πιο δραστικές χρειάζονται».
Έκλεισα
την τηλεόραση κι έβαλα μπίρα στα ποτήρια.
«Για πες μας, Λουκά, τι έχεις στο μυαλό σου». «Δεν έχω τίποτα
συγκεκριμένο, αλλά πρέπει να κάνουμε κάτι, να ξυπνήσουμε τον κόσμο, έχουν όλοι
αποβλακωθεί, κανείς δεν αντιδρά». «Εμείς είμαστε ποιητές», είπε ο Πέτρος, «τα
όπλα μας είναι τα ποιήματά μας». «Και τα τραγούδια μας», πρόσθεσε η Μαρία κι
έπιασε την κιθάρα.
Τραγουδήσαμε
μερικά τραγούδια του Λουκά που μιλούσαν για τα στραβά και τα ανάποδα αυτού του
κόσμου και συνεχίσαμε να αδειάζουμε μπουκάλια με μπίρα.
«Το
όπλο το δικό μας είναι η αμφισβήτηση», είπε έπειτα ο Πέτρος, «με αυτήν και με
την τέχνη μας θα ξυπνήσουμε τον κόσμο».
Πιάσαμε
μια μεγάλη κουβέντα, ξαναείπαμε τα ίδια που λέμε πάντα, προσθέσαμε και μερικά νέα παραδείγματα από τη
διεθνή ειδησεογραφία, οι αραβικοί λαοί ξεσηκώθηκαν, υπάρχει ελπίδα, πάνε όμως
να τους καπακώσουν οι δυτικοί, εδώ είναι ο μεγάλος κίνδυνος, ο Λουκάς έφερε από
την κρεβατοκάμαρα το τελευταίο βιβλίο που διάβαζε και μας ανέφερε μερικά
χαρακτηριστικά αποσπάσματα, συμφωνήσαμε, διαφωνήσαμε, πήγε τρεις το πρωί. Η
Μαρία λαγοκοιμόταν στην αγκαλιά του Πέτρου.
«Πάμε
να φύγουμε», είπε ο Πέτρος και τη σήκωσε από τον καναπέ.
Έφυγαν
τα παιδιά, μάζεψα λίγο το καθιστικό και πήγα να ξαπλώσω. Ο Λουκάς είχε κιόλας
ξαπλώσει, είχε ανοίξει την τηλεόραση κι έβλεπε μια αστυνομική ταινία.
«Κοίτα
εδώ», μου είπε, «κοίτα τι σερβίρουν στον κόσμο και τον αποβλακώνουν», «κι εσύ
γιατί τα βλέπεις;» τον ρώτησα, «πρέπει να τα βλέπω και να σχηματίζω γνώμη, πώς
αλλιώς θα έχω άποψη;» «Καλά», είπα και ξάπλωσα δίπλα του. «Τς, τς..» έκανε ο
Λουκάς, «απίστευτες αηδίες...». «Κλείσε τώρα την τηλεόραση, κοντεύει να
ξημερώσει κι αύριο εγώ δουλεύω», μουρμούρισα εκνευρισμένη.
Αυτός
άναψε τσιγάρο.
«Που
λες, Ελένη...» «Δεν λέω τίποτα, Λουκά, θέλω να κοιμηθώ». «Να κοιμηθείς βέβαια
κι αύριο να σηκωθείς να πας να δουλέψεις, σκλάβα του συστήματος, για ένα
κομμάτι ψωμί». «Τι να κάνουμε, κάποιος πρέπει να δουλεύει εδώ μέσα για να
έχουμε να τρώμε». «Και
μετά γυρίζεις στο σπίτι σου και αποβλακώνεσαι με τις ώρες μπροστά στην
τηλεόραση». «Εσύ αποβλακώνεσαι, εγώ έχω να κάνω τις δουλειές του σπιτιού». «Γενικά
μιλώ. Δεν εννοώ εσένα».
Από
την τηλεόραση ερχόταν τρελό πιστολίδι.
«Σταμάτησες
τελευταία και να διαβάζεις», συνέχισε αυτός. «Σαν να μου φαίνεται πως αλλάζεις
σιγά-σιγά ιδέες». «Λουκά, σβήσε το τσιγάρο, κλείσε την τηλεόραση και άντε να
κοιμηθούμε». «Εύκολο το έχεις;»
Γύρισα
προς το μέρος του:
«Βέβαια,
άμα δεν δουλεύεις και κοιμάσαι ως το απόγευμα, πώς να σε πάρει ο ύπνος τη
νύχτα;» «Άκου, Ελένη, εδώ τα πράγματα χειροτερεύουν και πάνε. Δεν έχει νόημα να
δουλεύουμε για ένα κομμάτι ψωμί». «Τι έχει νόημα τότε; Να γράφουμε τραγούδια
και να τα τραγουδάμε μεταξύ μας;» «Πρέπει να είμαστε καχύποπτοι. Ό,τι
συμβαίνει, πρέπει να το εξετάζουμε εξονυχιστικά. Τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία.
Υπάρχει σχέδιο, Ελένη». «Λες να μας ψεκάζουν δηλαδή;» «Πολύ πιθανό». «Και υπάρχει
μια διεθνής συνωμοσία που θέλει να μας εξοντώσει;» «Γιατί, το αμφισβητείς τώρα
κι αυτό;» «Και στο τέλος θα γίνουμε όλοι υπάκουοι ηλίθιοι που θα δουλεύουμε για
το σύστημα;» «Εκεί το πάνε. Είναι ολοφάνερο». «Κι εσύ γιατί δεν έγινες ένας
υπάκουος ηλίθιος;» «Επειδή δεν είμαι ηλίθιος». «Ο κόσμος που κατεβαίνει στις
διαδηλώσεις και διαμαρτύρεται είναι ηλίθιος ή έξυπνος;» «Εξαρτάται για τι
πράγμα διαμαρτύρεται». «Άσε με, ρε Λουκά, με τα εξαρτάται σου, άμα δεν ξέρεις
τι να απαντήσεις, πετάς ένα εξαρτάται και ξεγλιστράς. Σ’ έχω μάθει τώρα. Άντε
να κοιμηθούμε και δουλεύω αύριο».
Ο
Λουκάς έσβησε το τσιγάρο του κι έκλεισε την τηλεόραση. Μια υπέροχη σιωπή μάς
τύλιξε. Χαλάρωσα και αφέθηκα στον ύπνο
που ερχόταν.
Κι εκεί επάνω στη γλύκα ακούω το Λουκά να μουρμουρίζει:
Κι εκεί επάνω στη γλύκα ακούω το Λουκά να μουρμουρίζει:
«Ελένη,
έχω μια φοβερή υποψία». Μιλιά εγώ. «Ελένη, κοιμήθηκες;» «Ναι» του λέω. «Έχω μια υποψία. Τώρα τη σκέφτηκα. Ξύπνα να
σου την πω». «Τι υποψία;» ρωτώ μέσα από
το βύθος μου. «Φοβάμαι, μήπως τα έχουμε εννοήσει όλα στραβά και μήπως η ουσία
βρίσκεται αλλού», «ανοησίες, κάτι τέτοια σκέφτεστε εσείς οι καλλιτέχνες κι ο
κόσμος σας παίρνει για φαντασιόπληκτους». Και μου λέει αυτός, «ναι, αλλά
πρόσεξε, εμείς τώρα που είμαστε ας πούμε οι αμφισβητίες, σκέφτομαι… με
παρακολουθείς;» «Λέγε», του λέω, «και γρήγορα,
γιατί τώρα νυστάζω και δεν αμφισβητώ». «Σκέφτομαι», μου λέει, «μήπως
αμφισβητούμε αυτά που μας επιτρέπουν να αμφισβητούμε». «Δηλαδή;» του λέω, «να»,
μου λέει, «μήπως έπρεπε η αμφισβήτησή μας να είναι διαφορετική». «Τι
διαφορετική;» του λέω. «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω», μου λέει. «Ε, τότε
κοιμήσου», του λέω, «κι άσε την αμφισβήτηση της αμφισβήτησης για άλλη ώρα».
«Ναι, αλλά ξέρεις, τώρα μου ήρθε στο μυαλό αυτό, εμείς που αμφισβητούμε είμαστε
κάτι σαν γαρνιτούρα στο κύριο πιάτο, καταλαβαίνεις; Και τη γαρνιτούρα και το
κύριο πιάτο ο ίδιος μάγειρας τα μαγειρεύει αόρατος κάτω στις υπόγειες κουζίνες
και τα καταπίνουμε έπειτα εμείς. Καταλαβαίνεις, Ελένη, τι θέλω να σου πω;»
«Όχι, γιατί νυστάζω». «Θέλω να σου πω
ότι αυτό που πρέπει πραγματικά να αμφισβητούμε, δεν μας το λέει κανείς. Και
κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να το ψάξει. Μασημένα πράγματα αμφισβητούμε,
Ελένη». «Καλά που το κατάλαβες, καληνύχτα τώρα». «Γι’ αυτό κόσμος αντιδρά σαν παχύδερμο, επειδή αμφισβητεί μασημένες
ιδέες». «Μμμμ..» «Κάπου είναι κρυμμένη η
αληθινή αμφισβήτηση, αυτή που θα τα φέρει όλα τούμπα...Κοιμήθηκες, Ελένη;»
«Κοιμήθηκα, Λουκά. Κοιμήσου κι εσύ κι αύριο θα ψάξουμε μαζί να τη βρούμε την
αληθινή αμφισβήτηση».
Αποκοιμήθηκα
σε δευτερόλεπτα.
Ο
Λουκάς ξαγρύπνησε για να ανακαλύψει την αληθινή αμφισβήτηση. Αλλά πώς να τη
βρει; Αφού κανείς δεν την υποψιάζεται, πώς θα τη βρει ο καημένος ο Λουκάς μου;
Εδώ
υπάρχει ένα αδιαπέραστο τείχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου