28/11/25

Τα όνειρα της Στέλλας (ένα διήγημα σε τέσσερα μέρη) Γ΄ Μέρος

          




          Όμως μετά τον πρώτο καιρό των ερώτων έπιανε συχνά τον εαυτό της να κοιτάζει το μέλλοντα σύζυγο με αδιαφορία. Μερικές φορές η αδιαφορία γινόταν αντιπάθεια ή ακόμα και αηδία, πράγματα διόλου φυσικά, εφόσον ο Σταύρος ήταν πάντα το ίδιο όμορφος και περιποιητικός. Καθώς μάλιστα ήταν απέραντα υπομονετικός μαζί της, η Στέλλα κατέληγε μερικές φορές στο συμπέρασμα ότι ίσως δεν ήταν αυτός που έδειχνε.  Όταν η καχυποψία της βρισκόταν σε έξαρση, έκανε διάφορες ακραίες υποθέσεις.

 

     Μπορεί να είναι κατάσκοπος,  μπορεί και κακοποιός, σκεφτόταν την ώρα που αυτός κουρασμένος από τα τρεχάματα της μέρας κοιμόταν βαθιά και απολύτως αθώα και κατά τη συνήθειά του ροχάλιζε ελαφρά.

 

     Η Στέλλα σηκωνόταν  απ’ το κρεβάτι, πήγαινε στην κουζίνα κι έκοβε βόλτες σκεφτική. Από μέσα ερχόταν το  ροχαλητό του Σταύρου κι εκείνη στην κουζίνα οργίαζε κάνοντας τις πιο παράλογες υποθέσεις. Χωρίς αμφιβολία επρόκειτο για ύποπτο άτομο. Έδειχνε βέβαια καλόβολος, αλλά αυτό ήταν το προσωπείο του. Από κάτω κρυβόταν σίγουρα ένας επικίνδυνος άνθρωπος. Κι αυτή η απέραντη υπομονή του δεν την ξεγελά αυτήν. Υποκρίνεται. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο υποχωρητικός, εκτός αν είναι ηλίθιος.

 

    Αλλά είναι και το άλλο. Πώς εξηγείται, που δεν τον ενοχλεί το παρελθόν της; Η Στέλλα είχε αποπειραθεί πολλές φορές να του διηγηθεί τις προηγούμενες περιπέτειές της και στην αρχή ο Σταύρος την άκουγε υπομονετικά. Όταν όμως είδε ότι εκείνη σκόπευε να εξαντλήσει τα απομνημονεύματά της, της είπε εκνευρισμένος να μην του ξαναπεί τίποτα.

 

     Τώρα μέσα την κουζίνα η Στέλλα έβρισκε αφύσικη τη συμπεριφορά του. Πώς γίνεται να μ’ αγαπά μετά από όλα  όσα του έχω πει; αναρωτιόταν και φούντωνε η καχυποψία της. Είναι ολοφάνερο ότι δεν μ’ αγαπά, κάτι άλλο έχει αυτός στον νου του. Τι όμως; Μήπως είναι τίποτα κατάσκοπος; Τίποτα δουλέμπορος; Γιατί είχε πάει πέρυσι στην Αμερική για ένα μήνα; Στους συγγενείς μου πήγα, της είχε πει. Μπα, με τη Μαφία πήγε να συνεννοηθεί. Μήπως είναι τίποτα έμπορος όπλων;

 

     Μέσα στον αφηνιασμένο παραλογισμό της ξεκινούσε από τη σκοτεινή κουζίνα στις δύο, στις τρεις, στις τέσσερις το πρωί, αποφασισμένη να δώσει τέλος σ’ αυτή την ιστορία εκείνη την ίδια στιγμή. Θα τον ξυπνούσε και θα του ζητούσε να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει. Δεν θα τον άφηνε να της πει ούτε μια λέξη, γιατί αυτός ήταν ικανός να την τουμπάρει με τα γλυκά του λόγια.  Τίποτα δεν θα του επέτρεπε να της πει, τίποτα.

 

Πήγαινε και στεκόταν από πάνω του σαν κακός δαίμονας, ενώ αυτός ανύποπτος για όλα τα απίθανα που συνέβαιναν λίγα εκατοστά πιο πέρα απ’ το κεφάλι του, κοιμόταν ήσυχα κι άλλαζε πού και πού πλευρό.

 

     Όμως ποτέ η Στέλλα δεν πραγματοποίησε την απόφασή της. Στεκόταν εκεί, μέχρι να καταλαγιάσει ο παραλογισμός της, και κατόπιν ξάπλωνε δίπλα του αναβάλλοντας την απόφασή της για την επόμενη νύχτα.

 

      Αυτά συνέβαιναν τις νύχτες. Τις ημέρες τα πράγματα ξανάπαιρναν τις φυσικές τους διαστάσεις και ο Σταύρος ξαναγινόταν Σταύρος.

 

     

     Το Πάσχα αποφάσισαν να κατέβουν στο νησί του για να γνωρίσουν τη νύφη και οι γονείς του. Την παραμονή του ταξιδιού η Στέλλα έπεσε στο κρεβάτι με φοβερούς πόνους στην κοιλιά. Ήταν κάτι περίεργοι πόνοι που εξαφανίζονταν, μόλις καθόταν ήσυχη, και που επανέρχονταν, μόλις αποφάσιζε να περπατήσει.  Ο γιατρός που κλήθηκε επειγόντως, δεν μπόρεσε να εντοπίσει τίποτα ύποπτο, οι πόνοι άλλαζαν κάθε τόσο θέση, όσο τα χέρια του γιατρού τούς καταδίωκαν.  Η αναχώρηση πάντως αναβλήθηκε.

 

      Το βράδυ η Στέλλα είδε πάλι τα περίεργα όνειρά της. 

 

     Πρώτα – πρώτα είδε τον Σταύρο σκοτωμένο, πράγμα που ήταν απολύτως  φυσικό. Κατόπιν βρέθηκε σ’ ένα σπίτι όπου ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν και σηκώθηκε ένας απότομος και κακός αέρας. Τα παραθυρόφυλλα άρχισαν να χτυπιούνται μονότονα και το σπίτι ολόκληρο έτριζε και σειόταν. Εκείνη φοβήθηκε, γιατί αισθάνθηκε ότι αυτό ήταν έργο του Κακού που είχε κάνει κατοχή στο σπίτι. Η μητέρα της έτρεξε να τη σώσει αλλά ήταν αργά.

     

      Την άλλη μέρα που ξύπνησε ανακάθισε στο κρεβάτι κι έμεινε εκεί συλλογισμένη πολλή ώρα. «Αυτά τα παλαβά όνειρα θέλουν κάτι να μου πουν», σκέφτηκε και κοίταξε τον Σταύρο που κοιμόταν ακόμα. Με μια ξαφνική έμπνευση σηκώθηκε από το κρεβάτι -  οι πόνοι επανήλθαν αμέσως, αλλά εκείνη τους αγνόησε -  κι έψαξε για μολύβι και χαρτί. Όσο ο Σταύρος κοιμόταν, και κοιμόταν πολύ αυτό το παιδί, η Στέλλα κατέγραφε τα παλαβά όνειρα που είχε ως τώρα δει. Ύστερα τα διάβασε και τα μελέτησε αρκετή ώρα. Μέχρι να ξυπνήσει ο Σταύρος, αυτή τα είχε κιόλας ερμηνεύσει – έτσι τουλάχιστον  νόμιζε. Γι’ αυτό  αποφάσισε ότι θα αγνοούσε τους πόνους και θα κατέβαιναν στο νησί χωρίς αναβολή.

 

      Έτσι σύρθηκε η Στέλλα διπλωμένη στα δυο, πήγε στο νησί και γνώρισε τους γονείς του Σταύρου. Οι πόνοι στην κοιλιά, αφού δεν κατάφεραν αυτό που ήθελαν, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν κι εκείνη πέρασε πολύ γραφικά στο χωριό παρέα με τα κατσικάκια και τους συγγενείς του μνηστήρα της.

 

      Μετά το Πάσχα άρχισαν άλλες γραφικές προετοιμασίες, αυτές του γάμου. Βρήκαν το καινούριο τους σπίτι, παράγγειλαν τα έπιπλα, τα χαλιά και τις κουρτίνες, ήρθαν αργότερα οι ηλεκτρικές συσκευές, τα πολύφωτα και τα παντός είδους σερβίτσια  και όλα έπαιρναν τη θέση τους και μεταμόρφωναν το άδειο σπίτι σε ζωντανό νοικοκυριό.


(Συνεχίζεται)

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: