Μεσολάβησε ένα
άγονο διάστημα δύο περίπου μηνών, όπου τίποτα
δεν εκινείτο στον ορίζοντα, και μετά η Στέλλα ξετρύπωσε κάποιον που
εργαζόταν σε Τράπεζα. Αλλά και αυτή η περίπτωση έμελλε να έχει κακό τέλος,
διότι ο άντρας αυτός παρουσίαζε τα σημάδια μιας βαριάς νεύρωσης.
Είχαν περάσει
κιόλας τέσσερις μήνες από τότε που είχε
αποφασίσει να παντρευτεί και στην υπόθεσή της δεν είχε σημειωθεί καμιά πρόοδος.
Επί πλέον είχε αρχίσει να την κυριεύει ένας μικρός πανικός, ιδίως, όταν
συνειδητοποίησε ότι είχε εξομοιωθεί με όλες εκείνες τις αδηφάγες θηλυκές που με
άγριο μάτι έψαχναν μέσα στα πλήθη για ένα σύζυγο, έναν άντρα, όποιον να’ ναι, ό,τι να’ ναι.
Ευτυχώς που πότε-πότε ενδίδοντας σε αδυναμία
της στιγμής έφτιαχνε μια εφήμερη σχέση όπως τον παλιό καλό καιρό. Ο
αρραβωνιασμένος αστυνομικός ανέβαινε κάπου-κάπου στην Αθήνα, αλλά υπήρχαν και
τα απρόοπτα : ένας ταξιτζής παραδείγματος χάριν, με τον οποίο απέκτησε μια
ιδιάζουσα οικειότητα κατά τη διαδρομή, ο γιος του σπιτονοικοκύρη, ένας νόστιμος
και λίγο αφελής νεαρός κι ένας τεντάς που είχε έρθει να φτιάξει τις τέντες.
Ο καιρός όμως
περνούσε άκαρπος ως προς την εύρεση συζύγου και η Στέλλα είχε αρχίσει να
ανησυχεί σοβαρά ότι θα ξέμενε τελικά στο ράφι, όταν κάποτε μετά
από αρκετές αποτυχίες έπεσε πάνω στον Σταύρο.
Ο Σταύρος την έψαχνε
εδώ και χρόνια και την περίμενε βέβαιος πως κάποτε θα τη συναντούσε. Η Στέλλα
δεν είχε ποτέ αναζητήσει κανέναν Σταύρο. Όταν όμως τον συνάντησε, κατάλαβε ότι
είχε βρει τον μελλοντικό της σύζυγο.
Το βράδυ που
έκαναν πρώτη φορά σεξ και πέρασε
ο Σταύρος με επιτυχία και αυτή την τελική δοκιμασία κι εκείνη βεβαιώθηκε ότι
αυτός θα ήταν ο άντρας του μέλλοντός της, το ίδιο εκείνο βράδυ είδε τον δεύτερο
εφιάλτη της και ξύπνησε με ουρλιαχτά. Ο Σταύρος κοιμόταν πανευτυχής δίπλα της
και με τα ουρλιαχτά πετάχτηκε πάνω έντρομος.
-
Δεν είναι τίποτα, είπε η Στέλλα, είχα έναν εφιάλτη.
Ο Σταύρος την πήρε στην αγκαλιά του να τη νανουρίσει κι
αποκοιμήθηκε σε λίγο γλυκά. Η Στέλλα όμως έμεινε ξύπνια.
Αυτή τη φορά είχε
ονειρευτεί ένα επικίνδυνο κανελί σκυλί.
Την έφερνε βόλτες γύρω γύρω κοιτάζοντάς την με βλέμμα αιμοβόρικο κι
άφηνε κάτι απειλητικά γρυλλίσματα δείχνοντας τα δόντια του. Από στιγμή σε
στιγμή θα ορμούσε πάνω της και θα την έκοβε λουρίδες. Εκείνη προσπάθησε να
φυλαχτεί. Υποχώρησε σε μια συστάδα δέντρων, αλλά το σκυλί την ακολούθησε. Το έβλεπε να την παραμονεύει πίσω απ’ τους
κορμούς των δέντρων. Ο τόπος ήταν έρημος.
Κανείς δεν θα άκουγε τις κραυγές της.
Το σκυλί πλησίασε και πύκνωσε τους κύκλους γύρω της. Τα δόντια του άστραψαν
κι ετοιμάστηκε να ορμήσει κατά πάνω της. Αυτή έβαλε τα ουρλιαχτά και σε κείνο
το σημείο ξύπνησε.
Ο Σταύρος τώρα
κοιμόταν βαθιά. Ροχάλιζε μάλιστα λιγάκι. Η Στέλλα ένιωσε πάνω στο σώμα της το
σώμα του και μια αίσθηση ανεξήγητης δυσφορίας τη διέτρεξε. Σηκώθηκε, ήπιε λίγο
νερό, είδε το πρόσωπό της στον καθρέφτη του μπάνιου και σαν να της φάνηκε κάπως
ξένο, μετά γύρισε στο κρεβάτι και σε λίγο αποκοιμήθηκε. Την άλλη μέρα είχε
ξεχάσει τον εφιάλτη.
Μετά από ένα μήνα
η Στέλλα έκανε πρόταση γάμου στον Σταύρο κι αυτός δέχτηκε ευχαρίστως.
Μετακόμισε μάλιστα στο διαμέρισμά της, μέχρι να παντρευτούν. Η ζωή περνούσε
πολύ ωραία σε αυτή τη φάση των ερώτων
και η Στέλλα άλλαξε τις κακές της συνήθειες με άλλες που ταίριαζαν περισσότερο
στην καινούργια ζωή της.
Απομακρύνθηκε απ’ τους παλιούς της φίλους που τους έκρινε
τώρα κάπως ανάρμοστους και άρχισε να παίζει τον ρόλο της τρυφερής συντρόφου,
ρόλο που έπαιζε πρώτη φορά στη ζωή της και της άρεσε πάρα πολύ. Ο Σταύρος
πάντως ήταν ένας σύγχρονος άντρας και απαιτούσε μια Στέλλα λιγότερο
παραδοσιακή. Με συμβίωση λίγων εβδομάδων βρήκε ο καθένας την ακριβή του θέση
χωρίς περιττές διευκρινίσεις.
Ωστόσο το εικοσιτετράωρό της είχε κατά κάποιο τρόπο χωριστεί στα δυο. Την ημέρα δηλαδή ζούσε στους ρυθμούς της νέας της ζωής και τη νύχτα έμπαινε μέσω των ονείρων της σε αλλόκοτους κόσμους που της έστελναν απειλητικά μηνύματα.
«Θα έρθουν μέρες
χαλεπές», της είπε σ’ ένα όνειρο κάποιος από χρόνια πεθαμένος οικογενειακός φίλος και κάπου αλλού χτυπούσε
επίμονα το τηλέφωνο και το σήκωσε η μητέρα της. «Ποιος ήταν;» τη ρώτησε εκείνη
και η μητέρα της απάντησε «Ήταν κάποιος που ζητούσε την ψυχή σου».
Παράλογα όνειρα
που τρόμαζαν τη Στέλλα, αλλά που τα
ξεχνούσε γρήγορα κάνοντας την πολύ λογική σκέψη ότι τα όνειρα πρέπει να είναι
παράλογα, αλλιώς δεν είναι όνειρα.
Ένα πρωί ξύπνησε
με έντονο το αίσθημα του πνιγμού. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω μην
καταλαβαίνοντας ακόμη πού βρισκόταν. Ύστερα θυμήθηκε ότι στο όνειρό της μια
κοπέλα την έβαφε επίμονα. Άπλωνε στο πρόσωπό της παχιά στρώματα μέικ απ, το ένα στρώμα πάνω στο άλλο, μέχρι
που το σκέπασε ολόκληρο. Εκείνη έκανε υπομονή, αλλά την κυρίευε σιγά σιγά η αγωνία ότι θα πάθαινε ασφυξία. Πνιγόταν,
δεν μπορούσε να αναπνεύσει έτσι παστωμένη με τόση αλοιφή. Καθόταν όμως και
υπέμενε καρτερικά τη δοκιμασία. Ξύπνησε απότομα με μια δυνατή αίσθηση πνιγμού
και πήρε ανακουφισμένη μερικές βαθιές ανάσες.
Το όνειρο με τους βρικόλακες
το είδε μετά από μια συνάντηση με τους συγγενείς του Σταύρου. Όλα είχαν κυλήσει
ευχάριστα εκείνη τη βραδιά, μόνο που η Στέλλα παράφαγε και είχε μετά δυσπεψία.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ονειρεύτηκε τα
βαμπίρ.
Ήταν κάτι ψηλοί
και μακρόστενοι άνθρωποι με άσχημα χαρακτηριστικά που κατέβαιναν από ένα βουνό
με αφύσικα μεγάλη ταχύτητα και στέκονταν μπροστά της. Την τριγύριζαν και την
παρατηρούσαν. Εκείνη μετά την πρώτη
τρομάρα κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε άμεσα και με προσποιητή μεγαλοψυχία ή ίσως
θέλοντας να τους καλοπιάσει για κάθε ενδεχόμενο, είπε χαμογελαστή σ’ έναν απ’ αυτούς
: «Ξέρεις κάτι; Σε συμπαθώ». Ο βρικόλακας τότε έσκυψε από το ύψος του και την
κοίταξε κατάματα. Έβγαζε τέτοια μπόχα που εκείνη κόντεψε να
λιποθυμήσει.
Έπειτα το σκηνικό
άλλαξε και βρέθηκε κάπου κλεισμένη. Το σώμα της ήταν γεμάτο φουσκάλες και
πληγές και κάποιος χωρίς μορφή στεκόταν απέναντί της και τη φύλαγε. Δεν την
άφηνε, λέει, να πάει στους ανθρώπους.
Αυτά τα παλαβά
όνειρα ήταν το μόνο μελανό σημάδι στην
ζωή της Στέλλας. Αλλά δεν καθόταν
ν’ ασχοληθεί και πολύ μαζί τους. Εξ άλλου το πρόγραμμα ήταν τώρα πολύ φορτωμένο
με επισκέψεις στους συγγενείς και με καινούργιες φιλίες από τον κύκλο του
Σταύρου, με βόλτες στα μαγαζιά και άλλα παρόμοια που κάνουν όλοι οι μελλόνυμφοι
πάντα και παντού στον κόσμο. Ο Σταύρος εν τω μεταξύ τη γέμιζε με χάδια και
αγάπες κι αυτή είχε μεταμορφωθεί σε μια κακομαθημένη γατούλα όλο απαιτήσεις και
ιδιοτροπία.
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου