Η Στέλλα είχε πάει τριάντα χρονών, αλλά δεν έδειχνε διάθεση να παντρευτεί. Όσοι τη γνώριζαν καλά, ήταν σίγουροι πως δεν επρόκειτο ποτέ να το κάνει. Η ίδια ήταν σίγουρη για το αντίθετο, αλλά πίστευε πως ήταν ακόμη πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο.
Εν τω μεταξύ στις εφήμερες σχέσεις της εξακολουθούσε να κάνει περίεργες επιλογές. Έτσι κατά καιρούς είχε ερωτευτεί έναν παντρεμένο πενήντα εφτά χρονών, ένα νεαρό που μόλις είχε βγάλει το λύκειο, ένα ζωγράφο με ομοφυλόφιλες προτιμήσεις, έναν αρραβωνιασμένο αστυνομικό από την επαρχία και άλλους παρόμοιους..
Ο καιρός περνούσε με τέτοιες εντελώς αταίριαστες σχέσεις που έδιναν προσωρινή ευχαρίστηση στη Στέλλα και που είχαν όλες σύντομη ημερομηνία λήξης, ώσπου ένα πρωινό καθώς ετοιμαζόταν για τη δουλειά, παρατήρησε κάτι άσπρες τρίχες στα μαλλιά της κι αυτό την αναστάτωσε πολύ. Ξεχάστηκε όμως γρήγορα, γιατί βγαίνοντας από το σπίτι απορροφήθηκε αμέσως από το μποτιλιάρισμα που βρήκε στον δρόμο και που την εκνεύρισε πολύ και κατόπιν στο γραφείο απορροφήθηκε από τις τρέχουσες υποθέσεις ως το απόγευμα και μετά συναντήθηκε με κάτι φίλες της για ένα ποτό και συζήτησε μαζί τους πολλά άσχετα πράγματα, και τέλος γύρισε στο σπίτι της κατά το βραδάκι αρκετά κουρασμένη και έτοιμη για ύπνο.
Καθώς βούρτσιζε τα δόντια της, ξαναθυμήθηκε τις άσπρες τρίχες και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν τρεις τον αριθμό, μία στο δεξιό και δύο στον αριστερό της κρόταφο, τρεις λευκές τρίχες που της ανάγγελλαν με πολύ σαφή τρόπο την πρόοδο της ηλικίας της. Η Στέλλα ξέπλυνε τα δόντια της, ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έπεσε σε συλλογή.
Αρκετά είχε διασκεδάσει με τον έναν και με τον άλλον, καλά πέρασε, τώρα ήταν καιρός να σοβαρευτεί. Βέβαια από τον κύκλο των εραστών της κανείς δεν ήταν κατάλληλος για γάμο, αλλά αυτό δεν την ανησυχούσε. Από την επομένη θα άρχιζε το ψάξιμο. Μέσα στον απέραντο αυτό κόσμο, όπου οι μισοί άνθρωποι είναι άντρες, δεν μπορεί, κάποιον θα έβρισκε κι αυτή να παντρευτεί. Μ’ αυτές τις πολύ αισιόδοξες σκέψεις έσβησε το φως και σε λίγη ώρα αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε κατά τις τρεις το πρωί με τη γλώσσα ξερή και την καρδιά της να χτυπά σε άγριους ρυθμούς. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια η Στέλλα είχε δει έναν εφιάλτη. Κυκλοφορούσε, λέει, μέσα σ’ ένα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων, έμοιαζε να είναι νοσοκομείο, κι έψαχνε να βρει κάποιο γνωστό της που νοσηλευόταν εκεί. Δεν τον έβρισκε όμως και πήγαινε από δω κι από κει μπερδεμένη μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαώδη και μισοσκότεινη διασχίζοντας διαδρόμους, ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες και βγαίνοντας σε κλειστές αυλές, ώσπου ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι μέσα σ’ αυτά τα δαιδαλώδη μισοσκότεινα κτίρια περιφερόταν αόρατο το πνεύμα του Κακού. Ένιωσε να κινδυνεύει κι άρχισε φοβισμένη να λέει ξόρκια και προσευχές και να κάνει μαγικές αποτρεπτικές χειρονομίες προσπαθώντας να αυτοπροστατευθεί. Αλλά όλα αυτά λίγο την ωφέλησαν και το Κακό άρχισε σιγά-σιγά να υλοποιείται και να παίρνει τη μορφή του Εωσφόρου. Εκεί πάνω ξύπνησε μέσα σε μια σχεδόν μεταφυσική αγωνία κι έμεινε κοκαλωμένη στο κρεβάτι για κάμποση ώρα. Τέλος αποκοιμήθηκε πάλι.
Την άλλη μέρα ξυπνώντας θυμήθηκε τον εφιάλτη και παραξενεύτηκε λίγο, αλλά έπρεπε να βιαστεί για τη δουλειά κι ο εφιάλτης βούλιαξε στα σκοτάδια απ’ όπου είχε αναδυθεί και όλα ξανάγιναν όπως πριν.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν η Στέλλα δραστηριοποιήθηκε προς τη νέα κατεύθυνση που την είχαν στρέψει οι αναφανείσες τρεις άσπρες τρίχες των μαλλιών της. Πύκνωσε τις κοινωνικές της σχέσεις φροντίζοντας πλέον πολύ συνειδητά να εντοπίζει άτομα σε ηλικία γάμου, τα οποία συγχρόνως να της ταιριάζουν σε γενικές γραμμές και παρατήρησε με έκπληξη ότι το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι εμφανίσιμοι, αναλόγου ηλικίας και χωρίς ελάττωμα ελεύθεροι άνδρες ήταν σπάνιο είδος, για την ακρίβεια δεν υπήρχε καν τέτοιο είδος. Όλοι οι κατάλληλοι για την περίπτωσή της άνδρες ήταν από καιρό παντρεμένοι, μερικοί ήταν πρόθυμοι για μια έξω του γάμου σχέση, αλλά δεν ήταν αυτό που ενδιέφερε αυτή τη στιγμή τη Στέλλα.
Τελικά ξετρύπωσε έναν ανύπαντρο τριανταπεντάρη καθηγητή
αγγλικών και πήγε μαζί του μια τριήμερη δοκιμαστική εκδρομή. Καλός ήταν από
εμφάνιση, αλλά κάτι είχε αυτός ο άνθρωπος και της προκαλούσε βαριά πλήξη. Και στο σεξ επίσης ήταν βαρετός. Η
Στέλλα τον απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι στο θέμα της ισόβιας συνύπαρξης
με κάποιον άλλον, είχε θέσει μερικούς απαράβατους όρους και ένας από αυτούς
ήταν να μην είναι πληκτικός ο συνέταιρος.
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου