Καπνίζαμε ξαπλωμένοι στο
κρεβάτι, απέξω ερχόταν ένα αδύναμο φως, ο ήλιος μόλις είχε δύσει. Από το
ανοιχτό παράθυρο ερχόταν ένα δροσερό αεράκι. Όμορφα.
«Γιατί δεν έκανες παιδί;»
με ρώτησε ξαφνικά.
«Δεν ήθελα», είπα.
Έσβησε το τσιγάρο του και
γύρισε προς το μέρος μου:
«Τα παιδιά είναι
ευτυχία», είπε.
«Δεν με ενδιαφέρει αυτή η
ευτυχία».
Σηκώθηκε απότομα από το
κρεβάτι κι έκοψε μερικές βόλτες πάνω κάτω.
«Ούτε τη μάνα μου την
ενδιέφερε αυτή η ευτυχία», είπε. «Το ξέρεις ότι μεγάλωσα σε ιδρύματα;»
Πάγωσα.
Πήγαινε πάνω κάτω σαν
υπνωτισμένος. Έπειτα απότομα ξαναβρήκε τον εαυτό του. Γύρισε στο κρεβάτι και μ’
αγκάλιασε.
«Κάνε με γιο σου» είπε.
Έξω είχε σκοτεινιάσει για
τα καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου