Διαβάζω στο διαδίκτυο αναπολήσεις
πολλών για τα παιδικά τους χρόνια και για τη φτώχεια που πέρασαν, καθώς η
Ελλάδα τότε ήταν μια φτωχή αγροτική χώρα, αποκομμένη από τα μεγαλεία των δυτικών
χωρών.
Για την ακρίβεια, οι Έλληνες εκείνα τα
χρόνια δεν ένιωθαν καθόλου δυτικο-Ευρωπαίοι, Βαλκάνιοι ένιωθαν και, αν δεν
υπήρχε η αιώνια εχθρότητα με τους γείτονες Τούρκους, θα ένιωθαν και Τούρκοι.
Στις αναπολήσεις τους όμως σήμερα οι
μεσόκοποι και οι πιο ηλικιωμένοι Έλληνες μιλούν για εκείνα τα χρόνια με
νοσταλγία και διακρίνω στο βάθος και μια περηφάνια που ήταν φτωχοί.
Δεν ξέρω, γιατί πρέπει κανείς να νιώθει
περήφανος που υπήρξε φτωχός, εκτός αν στην πορεία της ζωής του κατάφερε να
ξεφύγει από τη φτώχεια και τότε βέβαια έχει κάθε λόγο να καμαρώνει.
Από την άλλη, όσοι δεν υπήρξαν φτωχοί,
δεν το διαλαλούν, ίσως από σεμνότητα, από διακριτικότητα ή και από ένα
συναίσθημα ενοχής, ότι εκείνοι πέρασαν πλουσιοπάροχα παιδικά χρόνια σε μια
εποχή που η Ελλάδα πεινούσε.
Όμως, κανείς μας δεν επιλέγει από
ποιους θα γεννηθεί και επομένως είτε φτωχοί είτε πλούσιοι υπήρξαν οι γονείς
μας, δεν είναι στη δική μας ευθύνη.
Παρατηρώ επίσης ότι όσοι περιγράφουν τα
φτωχά παιδικά τους χρόνια τα ντύνουν και με έναν μανδύα γραφικότητας,
τιμιότητας και γενναιότητας ψυχής, λες και όλοι οι φτωχοί τότε ήταν τίμιοι
άνθρωποι – κάτι που αναπαραγόταν κατά κόρον στις μελό ταινίες της εποχής. Όπως
όμως όλοι ξέρουμε, έντιμοι άνθρωποι και ανέντιμοι λαθροβιούν σε όλα τα
κοινωνικά στρώματα.
Στα δικά μου παιδικά χρόνια δεν ένιωσα
τη φτώχεια ούτε όμως και τα μεγαλεία των πλουσίων.
Στο δημοτικό σχολείο που πήγαινα
υπήρχαν παιδιά φτωχών και παιδιά πλουσίων, τα ξέραμε, αλλά δεν κάναμε διάκριση.
Η αλήθεια είναι ότι τα φτωχά παιδιά ήταν κάπως μαζεμένα, ένιωθαν τη διαφορά.
Αυτή η διαφορά είναι βέβαιο ότι σημάδεψε τη ζωή τους, αν και δεν ξέρω πώς αυτή
εξελίχθηκε. Τα πλουσιόπαιδα τα κοιτάζαμε, πρέπει να το παραδεχτώ, λίγο
διαφορετικά, αυτά όμως δεν έκαναν τίποτα για να αποδείξουν τη διαφορά τους.
Άλλα πάλι, μολονότι ζούσαν με οικονομική άνεση, ήταν τόσο ήσυχα και αθόρυβα,
που δεν ξέραμε ότι ανήκαν σε πλούσιες οικογένειες. Ξύλο από τον δάσκαλο πάντως
τρώγαμε όλοι.
Στο (εξατάξιο τότε) Γυμνάσιο (Θηλέων)
άρχισαν οι διακρίσεις. Η παιδική αθωότητα υποχώρησε και τώρα ξέραμε ποιες ήταν
οι πλούσιες που περιφέρονταν με την ανάλογη έπαρση και το απορριπτικό βλέμμα.
Δεν ήταν εξάλλου και πολλές.
Ακολουθούσε ο χύδην όχλος, δηλαδή εμείς
οι υπόλοιπες των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων. Η μαθητική ποδιά που έπρεπε να
φοράμε μάς εμπόδιζε να διακρίνουμε ποιες ήταν φτωχές και ποιες όχι. Μερικές
φορές μπορούσαμε να το υποθέσουμε, όμως για τίποτε δεν ήμασταν σίγουρες. Έτσι
οι φιλίες που κάναμε ήταν αυθόρμητες και χωρίς ταξικές αντιπαλότητες.
Εξαιρούνταν βέβαια οι πολύ πλούσιες που δεν μας καταδέχονταν έτσι κι αλλιώς.
Μια πολύ καλή φίλη μου ήταν από πλούσιο
σπίτι. Ήταν απλή, εύθυμη και ποτέ δεν έδειχνε υπεροψία. Τυχαία έμαθα ότι είχαν
ηλεκτρικό ψυγείο, τότε που η Ελλάδα βολευόταν με τις παγωνιέρες, τα ψυγεία
πάγου δηλαδή. Τυχαία έμαθα επίσης ότι είχαν αυτοκίνητο, όταν οι Έλληνες
έπαιρναν το λεωφορείο ή πήγαιναν με τα πόδια στη δουλειά τους, για να γλιτώσουν
το εισιτήριο. Είχαν και τηλέφωνο στο σπίτι τους, αν θυμάμαι καλά. Αυτά όλα ήταν
μεγάλες πολυτέλειες τότε.
Αλλά στο Γυμνάσιο είχαμε πλην των
πλουσίων θυγατέρων και τις ντίβες. Οι ντίβες ξεχώριζαν για την ομορφιά τους σε
μια εποχή που οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ήταν ένας λαός κοντών, καχεκτικών και
μάλλον άσχημων ανθρώπων λόγω κακής διατροφής.
Τις κοιτάζαμε με δέος εμείς οι
υπόλοιπες. Περνούσαν από μπροστά μας, ούτε ένα βλέμμα δεν μας έριχναν, σίγουρες
και περήφανες για την ομορφιά τους, κι εμείς τις παρατηρούσαμε άφωνες. Τις
ντίβες οι πλούσιες καταδέχονταν να τις βάλουν στην παρέα τους κι ας μην ανήκαν
στην τάξη τους. Αναρωτιέμαι τώρα, μετά από τόσες δεκαετίες σε τι κατάσταση θα βρίσκεται
η ομορφιά τους. Δε βαριέσαι, περασμένα μεγαλεία…
Αυτό που χαίρομαι σήμερα είναι οι
όμορφες κοπέλες. Πότε συνέβη αυτό το θαύμα και όλες οι κοπέλες είναι τώρα όμορφες;
Πότε η φυλή μας άλλαξε χαρακτηριστικά και βελτιώθηκε;
Προφανώς, όταν άρχισε να υποχωρεί η
φτώχεια και ο κόσμος άρχισε να τρώει καλύτερα και να γυμνάζεται. Οι κοντοί και
καχεκτικοί Έλληνες ψήλωσαν και απέχτησαν ωραία σώματα, ωραία πρόσωπα, γίναμε
τέλος πάντων μια αξιοπρεπής φυλή.
Κάπου κάποτε είχα διαβάσει για έναν
ξένο δημοσιογράφο που μετά το τέλος της Κατοχής καθόταν στο καφέ της Μεγάλης
Βρετανίας και έγραφε στην ανταπόκρισή του: «Κάθομαι εδώ και βλέπω απέξω να
περνά ο πιο άσχημος λαός του κόσμου».
Τον πρόλαβα κι εγώ αυτό τον άσχημο και πολύ φτωχό λαό. Σήμερα ευτυχώς δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου