10/4/22

Η τύχη της Ευλαμπίας της ιερόδουλης

 

 


 

 

 

Κάποτε στα Σφακιά, λίγο πριν τον Β΄ΠΠ, υπηρετούσε ένας Ειρηνοδίκης φερμένος από άλλα μέρη, όχι Κρητικός.

 

Εργένης ήταν ο άνθρωπος, του έλειπε η γυναίκα, τι να έκανε; Να κατέβαινε στα Χανιά να γυροφέρνει στους οίκους ανοχής ένας κύριος της καλής κοινωνίας; Αυτό δεν μπορούσε να γίνει με τίποτε.

 

Πήρε λοιπόν κι αυτός μια μέρα την άδειά του, ανέβηκε στην Αθήνα, ξέδωσε με διάφορες πρόχειρες ελευθερίων ηθών και χαλάρωσε κάπως, αλλά σκεφτόταν τα Σφακιά που τον περίμεναν και τον έπιανε η κατάθλιψη. Πώς θα την έβγαζε εκεί πέρα, σε κείνο τον άγριο τόπο με τα αυστηρά έθιμα που δεν σηκώνουν ούτε μια πονηρή ματιά να ρίξεις σε γυναίκα;

 

Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, πήρε τελικά την απόφασή του. Βρήκε μια γυναίκα που δούλευε σε μπορντέλο, όμορφη ήταν, πρόθυμη, χατίρι δεν του χαλούσε και το κουβέντιασαν το θέμα.

 

«Εγώ Ειρηνοδίκης είμαι, ανύπαντρος είμαι και η θέση μου είναι στα Σφακιά. Άμα θέλεις, σε παίρνω και κατεβαίνουμε μαζί, θα πούμε στον κόσμο ότι είσαι η γυναίκα μου και θα περνάμε ζάχαρη. Να αφήσεις κι εσύ αυτή τη χαμοζωή στα μπορντέλα και να δείχνεις κυρία. Θα φοράς ωραία ρούχα, θα κάνεις παρέα με τις άλλες γυναίκες εκεί, θα σε σέβονται όλοι και θα σε εκτιμούν. Και μην ανησυχείς, εγώ λεφτά έχω, θα σου δίνω τον μισθό σου κάθε μήνα».

 

Το σκέφτηκε η ιερόδουλος, έκανε τους λογαριασμούς της, «μωρέ καλά θα είναι, θα περάσω φίνα, φαγητό καλό, ρούχα, παπούτσια, μπιζού και τέτοια, θα έχω και ένα πρόσωπο στην κοινωνία, σύζυγος Ειρηνοδίκου, θα ησυχάσω κι από την πολλή δουλειά, έναν πελάτη θα έχω μόνο, πόσο πια να θέλει κι αυτός, και κάθε μέρα να θέλει, πάλι ξεκούραστη θα είμαι. Και θα πέφτει και ο μισθός κάθε μήνα».

 

Έτσι σκέφτηκε η ελευθερίων ηθών και τα βρήκαν και συμφώνησαν.

 

Κατέβηκαν λοιπόν στην Κρήτη παρέα, ανέβηκαν στα Σφακιά, «από δω η σύζυγός μου Ευλαμπία», έλεγε ο κύριος Ειρηνοδίκης στους Σφακιανούς, ευχές οι Σφακιανοί, «μπράβο, το αποφασίσατε τελικά», «ναι, καιρός ήταν», «καλούς απογόνους να έχετε!», «ευχαριστώ πολύ!», τέτοια… Ωραία και καλά ήταν όλα στην αρχή.

 

Η Ευλαμπία, η ιερόδουλος, έπιασε φιλίες με τις γυναίκες της γειτονιάς, πίνανε μαζί καφέ, λέγανε τα νέα τους, τι νέα δηλαδή, κουτσομπολιό έκαναν, όπως γίνεται στις μικρές κοινωνίες πάντα, προσεχτική ωστόσο η κυρία Ειρηνοδίκου, μην της ξεφύγει κανένα γαλλικό από εκείνα που έλεγε στο μπορντέλο αλλά και έξυπνη συγχρόνως γυναίκα, είδε πόσο αυστηροί ήταν οι ντόπιοι στα ήθη και στα έθιμα και έστησε τη μηχανορραφία της. Ή του ύψους ή του βάθους αποφάσισε.

 

Και ένα πρωί, εκεί που έπινε καφέ με τη γειτόνισσα κι έβραζε στο τσουκάλι η κοτόσουπα, ο δε σύζυγος αμέριμνος και χορτάτος από σεξ δούλευε στο γραφείο του, εξομολογήθηκε η Ευλαμπία στη γειτόνισσα την αλήθεια.

 

Έφριξε η γειτόνισσα, μάζεψε τη μακριά της φούστα κι έφυγε άρον άρον. «Το και το» είπε στον άντρα της το απογευματάκι που ήρθε σπίτι, αφού είχε ταχτοποιήσει τα αιγοπρόβατά του στο μαντρί.

 

Το ακούει ο Σφακιανός και σηκώνεται η τρίχα του. Αρπάζει το δίκαννο και πάει στου κουμπάρου του που έμενε στο διπλανό σπίτι. «Το και το» του λέει, «μας έφερε ο Ειρηνοδίκης μια παλιογυναίκα και λέει πως είναι η γυναίκα του. Ψέματα, αστεφάνωτη την έχει ο κερατάς».

 

Αγριεύει κι ο κουμπάρος, πιάνει κι αυτός το δίκαννό του, πάνε στο διπλανό σπίτι που έμενε ένας ξάδερφός του. «Το και το» του λένε. Αρπάζει κι ο ξάδερφος εξαγριωμένος το δίκαννό του και πάνε στο παραδίπλα σπίτι. Μην τα πολυλογούμε, κατά το βραδάκι που γύρισε ο Ειρηνοδίκης στο σπιτάκι του γεμάτος όρεξη για χαρούλες στο κρεβάτι με την Ευλαμπία, βρίσκει μαζεμένους καμιά εικοσαριά σκυθρωπούς Σφακιανούς με το δίκαννο στο χέρι.

 

«Άκου να δεις, κυρ Ειρηνοδίκη», του λέει ένας, δυο μέτρα άντρας με μακριά γενειάδα και μοχθηρή φυσιογνωμία, «εμείς στον τόπο μας τέτοια ξεγιβεντίσματα δεν τα σηκώνουμε. Ή την παντρεύεσαι απόψε κιόλας ή κάνε τον σταυρό σου κι έχουμε και τον λάκκο σου έτοιμο».

 

Τι να κάνει ο κύριος Ειρηνοδίκης, να χάσει τη ζωή του για τα κάλλη και τα καλούδια της Ευλαμπίας της ιερόδουλης;

 

Φέρανε τον παπά, τους πάντρεψε το ίδιο εκείνο βράδυ. Κι έτσι η ιερόδουλος Ευλαμπία έγινε κυρία Ειρηνοδίκου. Στ’ αλήθεια αυτή τη φορά.

 

(Η ιστορία είναι αληθινή. Μου τη διηγήθηκε ο πατέρας μου που είχε υπηρετήσει ως δασονόμος στα Σφακιά εκείνα τα μακρινά χρόνια).



Δεν υπάρχουν σχόλια: