Μια και πιάσαμε τα Σφακιά, ας πούμε
και μια όμορφη ιστορία που μου τη διηγήθηκε μια ηλικιωμένη Αθηναία.
Τέλη της δεκαετίας του ’50, αρχές του
’60, δροσερή κοπέλα τότε, κάπου εργαζόταν, δεν θυμάμαι τώρα πού, και έπρεπε να
πάει στη Χώρα Σφακίων σε μια υπηρεσία για κάτι χαρτιά. Πήρε μαζί και μια φίλη
της για το μεγάλο -τότε- ταξίδι, μπήκαν το βράδυ στο πλοίο, έφτασαν το πρωί στη
Σούδα, πήγαν στα Χανιά, πήραν το λεωφορείο και κούτσα κούτσα το σαράβαλο
ανέβηκε στα Σφακιά κι από κει κατέβηκε στη Χώρα.
Έκανε η κοπέλα τη δουλειά της, αλλά πια
είχε περάσει η ώρα και λεωφορείο για τα Χανιά είχε πάλι το επόμενο πρωί. Τι θα
απογίνονταν δυο κορίτσια μοναχά και άγνωστα σε ένα άγνωστο μέρος που κανέναν
δεν ήξεραν και κανείς δεν τις ήξερε; Ξενοδοχείο δεν υπήρχε και τα κορίτσια
κατέληξαν απελπισμένα στο καφενείο του χωριού.
Όταν είπαν στον καφετζή το πρόβλημά
τους, η λύση βρέθηκε αμέσως. Πολλοί ντόπιοι προσφέρθηκαν να τις φιλοξενήσουν
και βρέθηκαν τελικά σε ένα σπίτι, έφαγαν, ήπιαν, είπαν τα δικά τους, πέρασε
ευχάριστα η ώρα και το βράδυ η σπιτονοικοκυρά τις έβαλε να κοιμηθούν στο
ισόγειο του σπιτιού, ένα δωματιάκι για ποικίλες χρήσεις, έστρωσε χάμω κουβέρτες
μαλακές, σεντόνια καθαρά και μαξιλάρια και τις καληνύχτισε.
Σκοτάδι και ησυχία παντού. Ξάπλωσαν οι
κοπέλες, ψιλοκουβέντιασαν και αντάλλαξαν τις εντυπώσεις τους κι εκεί που ήταν
να τις πάρει ο ύπνος, ακούνε απέξω κάτι περίεργα τριξίματα, σαν κάποιος να
βάδιζε πάνω κάτω.
Πάγωσε το αίμα τους. Σηκώνονται αθόρυβα
από κάτω, πάνε στο παραθυράκι και κοιτάζουν έξω. Βλέπουν μια αντρική σιλουέτα
στο έρημο και σκοτεινό δρομάκι να στέκεται έξω από την πόρτα τους, μετά να
κάνει μερικά βήματα, μετά να ξαναγυρίζει στην πόρτα.
Παναγία μου, εδώ θ’ αφήσουμε τα
κοκαλάκια μας, σκέφτηκαν έντρομες, εδώ σ’ αυτά τα ξένα μέρη!
Ο άντρας συνέχιζε να κάνει την ίδια
δουλειά: πήγαινε πάνω κάτω, στεκόταν έξω από την πόρτα, καθόταν σε μια πέτρα
για λίγο, μετά ξανά σηκωνόταν και βημάτιζε δώθε κείθε.
Αυτές κοκαλιασμένες από τον τρόμο τον
παρακολουθούσαν από το παραθυράκι, πότε θα μπουκάρει μέσα να τις βιάσει και να
τις σφάξει.
Και τότε, μέσα στη σιωπή της νύχτας
ακούνε την καθησυχαστική φωνή του:
-Πάτε να θέσετε, κοπελιές. Εγώ είμαι
εδώ να σας φυλάω όλη νύχτα, μην πάθετε κανένα κακό.
Κι έμεινε ο Σφακιανός όλη τη νύχτα έξω
από την πόρτα τους, άγρυπνος φύλακας δυο κοριτσιών που είχαν έρθει μοναχά σε
ξένο τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου