1/2/24

11. Βόλτα με τον μπαμπά και τη μαμά ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")






Για τον μπαμπά μου είμαι πολύ περήφανη, είναι όμορφος και πάντα καλοντυμένος, φορά κουστούμι και γραβάτα και δεν μοιάζει καθόλου με τους ταμπάκηδες της γειτονιάς. Κι από τον κύριο Στάθη που ήταν καθηγητής είναι καλύτερος και από τους δασκάλους μας στο σχολείο.

 

Και η μαμά μου το ίδιο, είναι καλοντυμένη και πάει στη μοδίστρα και ράβει ρούχα και φορά ωραία σκουλαρίκια και κολιέ. Όταν βγαίνουμε στον δρόμο μαζί και οι τρεις, καμαρώνω και για τον μπαμπά μου και για τη μαμά μου. Μόνο που εγώ είμαι χοντρή και ντρέπομαι. Όμως, όταν μεγαλώσω, θα αδυνατίσω, έτσι λένε οι γονείς μου που τους το είπε ένας γιατρός.

 

Έχω κι εγώ ωραία φορεματάκια που τα φοράω, όταν βγαίνουμε έξω  και πάμε βόλτα στην πόλη. Μερικά όμως δεν τα θέλω, γιατί με δείχνουν χοντρή. Η μαμά με βάζει να τα φορώ με το ζόρι και τότε ντρέπομαι, γιατί όλοι βλέπουν ότι είμαι χοντρή. Μια μέρα μ’ έβαλε να φορέσω το καρό φουστάνι μου, εγώ το φόρεσα και μετά στον καθρέφτη είδα πως μ’ έδειχνε χοντρή και ήθελα να το βγάλω. Η μαμά είπε «Όχι, δεν θα το βγάλεις», εγώ επέμενα και τελικά έκανα πως λιποθυμώ για να με λυπηθεί κι έπεσα κάτω, όπως κάνει κι εκείνη ότι λιποθυμά στα ψέματα και πέφτει κάτω, άμα τη στενοχωρώ. Αυτή όμως θύμωσε και ετοιμάστηκε να με δείρει και τότε σηκώθηκα από κάτω αμέσως. Ντράπηκα που φάνηκε πως το έκανα στα ψέματα και τελικά βγήκαμε βόλτα εκείνη την ημέρα κι εγώ φορούσα το καρό φουστάνι που δεν μου άρεσε.

 

Όταν πάμε βόλτα στα Χανιά, είναι πολύ ωραία. Πάμε στην Αγορά και η μαμά ψωνίζει διάφορα κι εγώ χαζεύω. Έχει πολύ κόσμο εδώ που πάει κι έρχεται. Μετά πάμε και οι τρεις στο ζαχαροπλαστείο και καθόμαστε, έρχονται και οι φίλοι του μπαμπά και της μαμάς και κουβεντιάζουν κι εγώ τρώω πάστα σοκολατίνα που μου αρέσει πολύ και χαζεύω στον δρόμο τις κοπέλες που βολτάρουν με ωραία ρούχα και με ψηλά τακούνια. Θέλω κι εγώ να φοράω ψηλά τακούνια και να είμαι όμορφη σαν κι αυτές, αλλά πρέπει πρώτα να μεγαλώσω.

 

Άλλοτε κατεβαίνουμε στο Σαντριβάνι, στο λιμάνι, εδώ δεν έχει πολύ κόσμο, εκτός κι αν είναι Σάββατο. Τότε κατεβαίνουν εδώ πολλοί και βολτάρουν και είναι πολύ ωραία. Έχει και μερικές ψαροταβέρνες και καθόμαστε με τους φίλους των γονιών μου και τρώμε. Εδώ είναι κάτι γειτονιές πίσω από το λιμάνι που δεν πάμε ποτέ. Βλέπω μόνο κάτι πολύ στενά δρομάκια και παλιά σπίτια. Δεν ξέρω καθόλου πώς είναι εκεί μέσα.

 

Και τα Ταμπακαριά έχουν την ταβέρνα τους, είναι η ψαροταβέρνα του Γκαβανέ, έτσι τη λένε, δίπλα στη θάλασσα που όμως δεν βλέπω, αν είναι καφέ ή μπλε, γιατί πάμε το βράδυ. Εκεί πηγαίνουν οι ταμπάκηδες, αλλά έρχονται κι άλλοι από άλλες γειτονιές, γιατί έχει φρέσκο, ωραίο ψάρι.

 

Τα πρωινά ένας ψαράς περνά από όλα τα σπίτια και περνά και από το δικό μας και αραδιάζει τα ψάρια που έχει πιάσει και η μαμά διαλέγει τι θα πάρει. Φέρνει και καραβίδες και αστακούς. Τους αστακούς  φοβάμαι να τους πλησιάσω, γιατί χτυπάνε την ουρά τους. Η μαμά δεν τους φοβάται. Τους ρίχνει στο νερό και τους βράζει και είναι πολύ νόστιμοι. Μερικοί ψαράδες ψαρεύουν με δυναμίτη που απαγορεύεται και έχω δει έναν εδώ στη γειτονιά που είναι κουλός, σαν το φίλο της κυρίας Χαρίκλειας, και λένε πως το έπαθε από τον δυναμίτη.



 ***

Στη φωτογραφία: Σαντριβάνι

https://gr.pinterest.com/pin/288300813629879558/




(Συνεχίζεται)



Δεν υπάρχουν σχόλια: