Να
πώς έχουν τα πράγματα:
εγώ
είμαι μόνη σ’ ένα τεράστιο σπίτι,
όπου
απαγορεύονται τα ζώα και τα φυτά,
καθώς
ο εγκλεισμός τους είναι ενάντια
στη
φύση και στο χώμα που αγαπούν.
Με
σήτες απαγορεύεται η είσοδος στα έντομα,
καθώς
η παρουσία τους
είναι
παράνομη και αηδής.
Επίσης
απαγορεύονται οι άλλοι άνθρωποι,
καθώς
οι ομιλίες τους
είναι
κουραστικές και αδιάφορες.
Μες
στο τεράστιο σπίτι μου,
αν
κάτι πέσει κάτω,
ένα αποτσίγαρο ας πούμε ή μια χαρτοπετσέτα,
ακούγονται
βρισιές,
βγαίνουν
από το στόμα μου αυθόρμητα,
χωρίς
να τις ελέγξω.
Δεν
ξέρω, αν θυμώνουν οι θεοί
που
τόσο βάναυσα τούς βάζω
να
συνουσιαστούν
με
τα γαμοσταυρίδια μου,
μάλλον
δεν ενοχλούνται,
μάλλον
κωφεύουν,
μάλλον
δεν είναι υπαρκτοί.
Ας
είναι.
Ακούγονται
κι άλλες φωνές
που
βγαίνουν
από
τα ηλεκτρονικά μου μηχανήματα,
φωνές
αγνώστων
που
σκοπεύουν να με διασκεδάσουν.
Κάνω
συχνά παρατηρήσεις
στον
τρόπο που χειρίζονται τον ρόλο τους,
αν
και εκείνοι
όπως
και οι θεοί
τίποτα
δεν ακούν.
Περνά
η μέρα έτσι
με
γαμοσταυρίδια
και
αλλότριες φωνές
και
είναι όλα χαλαρά και οικεία.
Έξω
βροντά και σείεται ο κόσμος,
όπως
μου λένε οι φωνές,
αλλά
μέσα εδώ
όλα
είναι στη θέση τους
ωραία
ταχτοποιημένα,
έτοιμα
για αναχώρηση,
όταν
θα έρθει ο καιρός.
Είναι
ευχάριστος ο τάφος μου,
ευρύχωρος,
ευήλιος
κι
εγώ αργοπεθαίνω ήρεμα
μακριά
από το βλέμμα των ανθρώπων.
Δεν
τους αξίζει να με δουν
πώς
χάνω τις δυνάμεις μου,
δεν
τους αξίζει να με δουν
πότε
τα μάτια μου θα κλείσω,
πότε
και πώς.
Αυτή
είναι μια
πολύ
προσωπική υπόθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου