2/1/24

6. Ο Φώτης ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

1.    


 

 

Οι Παπαδάκηδες, επειδή είναι κομμουνιστές, δεν τους θέλει το κράτος.


Ο κύριος Στάθης ήταν καθηγητής, αλλά τον έδιωξαν από το σχολείο και τον έστειλαν εξορία. Μετά αυτός γύρισε πίσω κι άνοιξε φροντιστήριο, αλλά το κράτος του το απαγόρεψε κι αυτό και του το έκλεισε. Η γυναίκα του όμως η κυρία Ελπίδα έχει προίκα δυο μαγαζιά κάτω στην πόλη κι έτσι έχουν αρκετά λεφτά και έχουν και υπηρέτρια να φροντίζει τους γονείς της κυρίας Ελπίδας που κείτονται στα κρεβάτια τους σ’ ένα από τα δωμάτια του διαδρόμου. Όποτε μπαίνω εκεί μέσα μυρίζει παράξενα, μυρίζει γεροντίλα, έτσι μυρίζουν φαίνεται οι γέροι. Αλλά και η κρεβατοκάμαρα των Παπαδάκηδων έχει μια παράξενη γλυκερή μυρωδιά. Μια δυο φορές που μπήκα εκεί μέσα, μύριζε σαν εκείνη την κρέμα που δίνουν στα μωρά. Και στο σαλόνι τους έχω μπει μια φορά. Αλλά αυτό το έχουν κλειδωμένο και το ανοίγουν, άμα έχουν επισκέψεις.

 

Μια μέρα ο κύριος Στάθης μάς εξομολογήθηκε τι έπαθε, όταν ήταν καθηγητής στο σχολείο, πριν ακόμα παντρευτεί την κυρία Ελπίδα και πριν τον διώξει το κράτος. Γνώρισε μια κοπέλα και βγήκαν ραντεβού. Και την άλλη μέρα την είδε στην τάξη, ήταν μαθήτριά του και δεν το είχε πάρει είδηση, γιατί ήταν δυο μέρες που δούλευε σε  εκείνο το σχολείο και η τάξη είχε ογδόντα μαθήτριες, πού να τις θυμόταν όλες με την πρώτη φορά. Ζεματίστηκε πολύ κι από τότε πρόσεχε και τη σκιά του. Αλλά την εξορία δεν τη γλίτωσε.

 

Οι Παπαδάκηδες έχουν δυο γιους. Ο μεγάλος, ο Γιάννης, σπουδάζει στη Γερμανία, ο άλλος, ο Φώτης, είναι ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα και κάνουμε παρέα, όταν κάνουν και οι γονείς μας παρέα. Μαλώνουμε καμιά φορά, γιατί ο Φώτης φωνάζει «Ρωσία, Ρωσία, Ρωσία!» κι εγώ φωνάζω «Αμερική, Αμερική, Αμερική!», αλλά μετά ησυχάζουμε και ο Φώτης μού λέει για τις πουτάνες που μένουν στην άλλη άκρη της πόλης και πάει και τις βλέπει και μια φορά μπήκε μέσα και το έκανε με μία. Ψέματα λέει, αλλά εγώ κάνω πως τον πιστεύω. Όλο για τέτοια θέλει να μιλάει κι εμένα μου αρέσει, αλλά όχι και συνέχεια, πολλές φορές βαριέμαι που τον ακούω.

 

Μια φορά τον βρήκα στην αποθήκη του σπιτιού τους να καπνίζει και μου έδωσε κι εμένα ένα τσιγάρο. Το άναψα, αλλά δεν ήξερα πώς να το καπνίσω, το φυσούσα συνέχεια, αλλά μάλλον δεν έπρεπε να το φυσώ, κάπως αλλιώς το καπνίζουν οι μεγάλοι. «Και γιατί καπνίζεις;»  ρώτησα τον Φώτη κι αυτός άφησε έναν αναστεναγμό και είπε «Για να πάνε κάτω οι στενοχώριες». Πάλι δεν του είπα τίποτα, αλλά μου φαίνεται πως με κοροϊδεύει. Βέβαια οι Παπαδάκηδες έχουν μια βέργα στην κουζίνα κι άμα ο Φώτης κάνει αταξίες, τον δέρνουν. Μπορεί να εννοεί αυτές τις στενοχώριες.

 

Κι εμένα οι γονείς μου έφεραν μια μέρα μια βέργα στο σπίτι και μου την έδειξαν. «Όποτε είσαι άταχτη, θα σε δέρνουμε», μου είπαν. Θύμωσα πολύ και σκέφτηκα ότι φταίνε οι Παπαδάκηδες, από αυτούς πήραν την ιδέα οι γονείς μου. Πήγα κι εγώ κρυφά και πήρα τη βέργα και την έκανα κομματάκια. Και οι γονείς μου δεν είπαν τίποτα, αλλά δεν ξαναέφεραν βέργα στο σπίτι.



***

Στη φωτογραφία: Νέα Καταστήματα, πλατεία Χανίων (επιχρωματισμένη).

 

https://kriti360.gr/i-plateia-1866-sta-chania-me-tin-oraioteri-diamorfosi-poy-echoyme-dei-pote-foto/


(Συνεχίζεται)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: