1/12/23

1. Ο Φαρούκ ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 

Ο κύριος Στέλιος είναι χοντρός και φορά κάτι πράσινα γυαλιά μέρα νύχτα. Τα χέρια του είναι πάντα βρόμικα, όσο κι αν τα καθαρίζει, έχει καφετιά δάχτυλα από τις ουσίες που πιάνει κάθε μέρα. Η μαμά τον λέει Φαρούκ, μοιάζει πολύ με τον βασιλιά της Αιγύπτου που τώρα πια όμως δεν είναι βασιλιάς. Ο Φαρούκ παντρεύτηκε πριν λίγο καιρό την κυρία Σοφία που μένει δίπλα μας.

 

Τα σπίτια μας, το δικό μας και της κυρίας Σοφίας, ήταν κάποτε ένα μεγάλο σπίτι, μετά οι δυο αδελφές που το κληρονόμησαν, το μοίρασαν στα δυο και το νοίκιασαν. Λοιπόν η κυρία Σοφία μένει στο διπλανό κομμάτι, κάτι κλειστές πόρτες μάς χωρίζουν.

 

Ο κύριος Στέλιος μπορεί να έχει βρόμικα χέρια, αλλά έχει και λεφτά. Δικό του είναι το ταμπάκικο κάτω στο χωματόδρομο, λίγα βήματα πιο πέρα από το σπίτι μας. Τις προάλλες ήρθε κι έφερε στην κόρη της κυρίας Σοφίας δυο ζευγάρια γοβάκια, το ένα ροζ, το άλλο θαλασσί.  Η Κική τα πρόβαρε συνέχεια, τα κοίταζε, τα καμάρωνε. Τα κοίταζα κι εγώ και ζήλευα, αλλά η Κική είναι μεγάλη, πάει στο γυμνάσιο, εγώ είμαι ακόμα μικρή και φοράω παιδικά παπούτσια.

 

Η Κική δεν τον θέλει τον κύριο Στέλιο, αυτή αγαπά τον μπαμπά της που έχει όμως πεθάνει. Μια μέρα η μαμά μου μιλούσε με την κυρία Σοφία κι έλεγαν πόσο μοιάζει η Κική του κυρίου Στέλιου, «ίδιος ο πατέρας της ο Στέλιος είναι», είπε η μαμά μου και η Κική τότε θύμωσε πολύ και στράβωσε τα μούτρα της, «από πού κι ως πού μοιάζω εγώ του ξένου ανθρώπου;» φώναξε.

 

Αλλά όμως μοιάζουν πολύ. Ξανθοί είναι και οι δυο κι έχουν γαλανά μάτια, ενώ η κυρία Σοφία είναι μελαχρινή και το άλλο της παιδί, ο Αριστείδης που είναι στα καράβια είναι κι αυτός μελαχρινός.

 

Η μαμά δεν μου λέει εμένα τίποτα, εγώ όμως ακούω που τα συζητά με τον μπαμπά και έχω καταλάβει τι συμβαίνει. Λοιπόν η κυρία Σοφία ήταν παντρεμένη παλιά και είχε κάνει τον Αριστείδη με τον άντρα της. Μετά έπιασε φίλο τον κύριο Στέλιο κι έκανε μαζί του την Κική. Έπειτα πέθανε ο άντρας της, αλλά δεν ξέρω πώς και γιατί, και έμεινε χήρα η κυρία Σοφία. Και τότε ο κύριος Στέλιος την έφερε να μείνει εδώ δίπλα μας. Ο κύριος Στέλιος αγαπά πολύ  την κόρη του την Κική, ασχέτως ότι εκείνη δεν τον λέει ποτέ μπαμπά και δεν τον χωνεύει. Αυτός όμως όλο δώρα τής φέρνει και την καλοπιάνει και ποτέ δεν θυμώνει μαζί της.

 

Μια φορά ήρθε ξαφνικά ο Αριστείδης από τα καράβια κι έστησε με τη μάνα του μεγάλο καυγά, φώναζε πολύ και η κυρία Σοφία τού απαντούσε χαμηλόφωνα και προσπαθούσε να τον καλμάρει. Εγώ τους άκουγα από δίπλα, αλλά δεν κατάλαβα, γιατί ακριβώς μάλωναν, υποπτεύομαι όμως ότι μάλωναν για τον κύριο Στέλιο.

 

Η μαμά μου εν τω μεταξύ γυρόφερνε τον κύριο Στέλιο, ήθελε σώνει και καλά να τον βάλει να παντρευτεί την κυρία Σοφία και του έλεγε διάφορα που μετά τα έλεγε πάλι στον μπαμπά μου και τα άκουγα κι εγώ. Του έλεγε πως είναι αμαρτία να κρατά αστεφάνωτη την κυρία Σοφία και τι θα λέει ο κόσμος κι αυτός απαντούσε πως ντρεπόταν να πάει γαμπρός στην εκκλησία σ’ αυτή την ηλικία και να είναι η νύφη χήρα με δυο μεγάλα παιδιά και τότε η μαμά μου του έλεγε πως θα τα κανονίσει όλα αυτή, θα φέρει τον παπά στο σπίτι να γίνει ο γάμος μακριά από τον κόσμο και μάλιστα θα είναι αυτή η κουμπάρα.

 

Λέγε- λέγε τον έπεισε τελικά τον Φαρούκ και έγινε ο γάμος στο σπίτι της κυρίας Σοφίας και ήμασταν μόνο πέντε έξι άνθρωποι μπροστά και ο παπά- Ζαχαρίας από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας.

 

Στο σπίτι μετά η μαμά γελούσε, ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε κάνει μια καλή πράξη, ήταν και κουμπάρα, και έλεγε στον μπαμπά για την Κική που πήρε μερικά κουφέτα και τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της για να δει στο όνειρό της ποιον θα παντρευόταν κι εκείνη. Μόνο που έβαλε τα κουφέτα στο μαξιλάρι του διπλού κρεβατιού, γιατί ως τότε κοιμόταν μαζί με τη μητέρα της. Και η μαμά μου τότε έβαλε τα γέλια και της είπε «Πού βάζεις τα κουφέτα, Κική; Σε λάθος μέρος τα βάζεις, αποδώ και πέρα στο διπλό κρεβάτι θα κοιμούνται οι γονείς σου». Και η Κική μουδιασμένη τα ξαναμάζεψε  και τα πήγε στο άλλο κρεβάτι το μονό που ήταν στο χολ.

 

Έτσι ο Φαρούκ έγινε γείτονάς μας και κουμπάρος μας και τα βραδάκια πότε-πότε κάνουμε παρέα όλοι μαζί, αλλά η Κική έφυγε, την έβαλαν εσώκλειστη στη Γαλλική Σχολή κι έρχεται μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές στο σπίτι της. Ο μπαμπάς της από τότε που πήγε στη Γαλλική Σχολή η Κική, όταν είναι να τσουγκρίσει το ποτήρι του δεν λέει πια  «σ’ υγεία»,  λέει «a votre santé» και το λέει χαμογελαστός και περήφανος.

 

Μια φορά έκανε ένα πάρτι η Κική και ήρθαν οι φίλες της, ήρθαν και νεαροί και χόρευαν με τραγούδια από ένα πικάπ. Μου είπε κι εμένα να πάω και πήγα, αλλά εμένα δεν με χόρευαν, γιατί είμαι μικρή, ενώ οι φίλες της Κικής είναι μεγάλες,  πάνε στο γυμνάσιο. Ήταν εκεί και ένας νεαρός, ο Αντρέας, που μου άρεσε πολύ, αλλά αυτός δεν μου έδινε σημασία, χόρευε με τις άλλες. Από τότε, όποτε βλέπω τον Αντρέα στο δρόμο, τον κοιτάζω, είναι πολύ όμορφος. Αυτός  όμως δεν με κοιτάζει.

 

Πάντως εγώ τη λυπάμαι την Κική που είναι εσώκλειστη στη Γαλλική Σχολή. Και ανησυχώ πολύ, όποτε με μαλώνουν οι γονείς μου και μού λένε πως θα με κλείσουν κι εμένα εκεί μέσα, αν δεν βάλω μυαλό. Άλλοτε πάλι μου λέει η μαμά πως θα με βάλει υπηρέτρια στα ξένα σπίτια. Αλλά αυτό δεν το πολυπιστεύω, έτσι το λέει για να με φοβίσει.


(Συνεχίζεται)







Δεν υπάρχουν σχόλια: