Η μαμά πίνει καφέ τα απογεύματα
με την κυρία Σοφία και λένε διάφορα, εγώ κάθομαι και τις ακούω και, όταν έρθει
τέσσερις η ώρα, φεύγω και πάω πάλι στο σχολείο. Παλιότερα που δεν ήξερα να λέω
την ώρα, μου έλεγε η μαμά πότε έπρεπε να φύγω, αλλά δεν την πίστευα και της
έλεγα ότι ήθελε να με ξαποστείλει πιο νωρίς για να μείνει με την κυρία Σοφία
και να πούνε τα μυστικά τους. Αυτή μου έλεγε «Όχι, κοντεύει τέσσερις, φύγε
τώρα» κι εγώ έφευγα.
Για να πάω στο σχολείο κατεβαίνω από την ξύλινη σκάλα μας στον κήπο που εκεί η μαμά έχει φυτέψει πατάτες, ντομάτες και άλλα λαχανικά, σκαρφαλώνω μετά στο τοιχάκι του κήπου πατώντας σε κάτι κούτσουρα που έχουν βάλει εκεί οι γονείς μου, μετά πατάω σε κάτι άλλα κούτσουρα από την άλλη μεριά και βρίσκομαι στο πίσω χωράφι του διπλανού σπιτιού, έπειτα περνώ από τον μπροστινό κήπο του διπλανού σπιτιού, βγαίνω στον κεντρικό δρόμο, την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου, κι αποκεί σε δυο λεπτά είμαι στο σχολείο.
Μπορώ όμως να πάω κι από άλλο
δρόμο, να βγω δηλαδή κανονικά από το σπίτι μας και να περπατήσω στον
χωματόδρομο, μέχρι να φτάσω στον κεντρικό δρόμο, αλλά έτσι κάνω μεγάλο κύκλο
και η μαμά μού έμαθε αυτό τον δρόμο μέσα από το χωράφι και τον κήπο του
διπλανού σπιτιού που είναι πιο κοντινός.
Σ’ αυτό εδώ το σπίτι μένουν τρεις
οικογένειες. Είναι ένα παλιό αρχοντικό που το έχει ένας Εβραίος και το έχει
χωρίσει στα τρία και το νοικιάζει στις τρεις οικογένειες. Στον πάνω όροφο μένει
μια οικογένεια που δεν την ξέρω καλά, μόνο τον γιο τους ξέρω που τον λένε
Χριστόφορο. Κάτω έχει ένα διάδρομο και δεξιά κι αριστερά δωμάτια που είναι ανάκατα
μοιρασμένα, σε άλλα μένει μια κυρία με τον γιο της και σε άλλα μένουν οι
Παπαδάκηδες που είναι πολύ φίλοι με τους γονείς μου.
Οι Παπαδάκηδες είναι κομμουνιστές
και αυτό είναι κάτι σαν κουσούρι, αλλά, όταν κάνουν παρέα με τους γονείς μου
δεν μιλούν γι’ αυτό, μιλούν για άλλα πράγματα και τα βράδια μαζεύονται και
παίζουν χαρτιά πότε στο σπίτι μας και πότε στο δικό τους. Όποιος χάνει, ρίχνει
τα λεφτά σε έναν κουμπαρά κι άμα γεμίσει ο κουμπαράς, τον σπάνε και πάμε όλοι
μαζί σε μια ταβέρνα και τρώμε.
Τα βράδια, όταν είναι η σειρά των
γονιών μου να πάνε στους Παπαδάκηδες, άλλοτε με παίρνουν μαζί κι άλλοτε με
βάζουν να κοιμηθώ και μετά φεύγουν. Σκαρφαλώνουν κι εκείνοι το τοιχάκι πατώντας
τα κούτσουρα, κατεβαίνουν στο χωράφι και πάνε και χτυπάνε την πόρτα της
κουζίνας των Παπαδάκηδων. Κάθονται εκεί στην κουζίνα και παίζουν χαρτιά.
Εμένα δεν με νοιάζει που φεύγουν,
δεν φοβάμαι που με αφήνουν μόνη μου. Μόνο μια φορά φοβήθηκα, γιατί, αντί να
κοιμηθώ, καθόμουν και διάβαζα τη Ζωή του Παιδιού και είχε μια ιστορία με
πνεύματα και τρόμαξα, φοβόμουν να κλείσω το φως και να μείνω στο σκοτάδι. Και
για πιο ασφάλεια έφυγα από το κρεβάτι μου και πήγα και κάθισα στο κρεβάτι των
γονιών μου και τους περίμενα. Μετά που γύρισαν αυτοί, με βρήκαν ξύπνια και
ανησύχησαν. Εγώ τους είπα τι με είχε φοβίσει και τότε ο μπαμπάς χαμογέλασε,
«δεν είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα», μου είπε, «άδικα τρόμαξες» και η μαμά μου
το ίδιο είπε, αλλά εγώ τώρα δεν φοβόμουν πια, αφού είχαν έρθει οι γονείς μου.
Τον κουμπαρά τον έχουμε εμείς στο
σπίτι μας και μια μέρα που ήμουν μόνη τον κατέβασα από το ράφι και τον αναποδογύρισα.
Κουδούνιζαν από μέσα τα δίφραγκα και τα τάλιρα, αλλά δεν έβγαινε κανένα από τη
σχισμή. Πήρα τότε ένα μαχαίρι και το έβαλα μέσα στη σχισμή κρατώντας
αναποδογυρισμένο τον κουμπαρά και μια δραχμή γλίστρησε πάνω στη λάμα του
μαχαιριού και βγήκε έξω. Ωραίο κόλπο ήταν αυτό κι από τότε, όποτε έλειπαν οι
γονείς μου, έπαιρνα το μαχαίρι και το έχωνα στον κουμπαρά κι έβγαζα δραχμές,
δίφραγκα και τάλιρα, αλλά όχι πολλά, μην το καταλάβουν, όταν τον σπάσουν και
δεν βρουν μέσα λεφτά. Μ’ αυτά που έβγαζα έπαιρνα κουλούρι στο σχολείο και
καραμέλες από το περίπτερο της πλατείας, γιατί η μαμά μου δεν ήθελε να μου
δίνει λεφτά, μου έδινε μια φέτα ψωμί με βούτυρο να φάω στο διάλειμμα, αλλά εγώ
ζήλευα τα άλλα παιδιά που αγόραζαν κουλούρι.
Μια μέρα όμως το κατάλαβαν. Είδαν
πως είχα μερικά τάλιρα στη σάκα μου και με ρώτησαν πού τα βρήκα. Δεν ήξερα τι
να τους πω κι αυτοί αγρίεψαν και τότε αναγκάστηκα να τους πω την αλήθεια.
Θύμωσαν πολύ κι έδωσαν τον κουμπαρά στους Παπαδάκηδες να τον φυλάνε. Ο μπαμπάς
μου με είπε κλέφτρα κι εγώ στενοχωρήθηκα. Δεν μου το είπε θυμωμένος, μου το είπε περιφρονητικά κι εγώ ντράπηκα, δεν
ήθελα να με λέει κλέφτρα ο μπαμπάς μου.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου