Έσκυψες
ταπεινά,
εσύ
ο θεός,
σιωπηλός,
με
κίνηση αργή και τελετουργική,
με
ιεροπρέπεια βασιλική
έβγαλες
τα σανδάλια μου
-άραγε
τι σκεφτόσουν
έτσι
σκυμμένος
μπροστά
στη δούλη σου;
Έξω
η πόλη έλιωνε
κάτω
από έναν ήλιο ανελέητο
κι
εσύ μέσα εδώ στον ήσυχο ναό σου
έκανες
τη σεμνή σου τελετή,
μύστης
και ιερέας
κρυφών
μαγγανειών,
έλυσες
τα σανδάλια μου
εσύ, ο θεός των ουρανών,
εσύ, ο ήσυχος θεός
που
κάνει ωραία θαύματα.
Έκαιγαν
έξω τα τσιμέντα,
κάτω
στους δρόμους
με θόρυβο κυλούσαν
τα άρματα της φωτιάς
και
μέσα εδώ σε ιερή σιγή
τα
μαγικά σου χέρια
έβγαζαν
τα σανδάλια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου