Ήμασταν οικογενειακώς σε ένα φιλικό,
γειτονικό σπίτι και κάναμε βεγγέρα. Για τους νεότερους που αγνοούν τη λέξη, βεγγέρα
σημαίνει βραδινή επίσκεψη σε φιλικό σπίτι.
Ο κόσμος τότε συνήθιζε τις βεγγέρες,
μια και δεν είχε τι άλλο να κάνει τα βράδια, μέχρι να έρθει η ώρα του ύπνου.
Κάποιοι είχαν ραδιόφωνο και περνούσαν την ώρα τους ακούγοντας διάφορες εκπομπές
και τραγούδια, αλλά πόσο πια να το κάνουν αυτό και μάλιστα κάθε βράδυ; Οι
λόγιοι υποθέτω ότι διάβαζαν βιβλία, αλλά στον κοινωνικό μου περίγυρο δεν
υπήρχαν λόγιοι, επομένως δεν ξέρω. Αν και θυμάμαι τον πατέρα μου να διαβάζει με
πολύ ενδιαφέρον την εφημερίδα, την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη και την Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους του Παπαρρηγόπουλου.
Άλλο μέσο διασκέδασης πάντως δεν
υπήρχε.
Η χαρτοπαιξία ήταν μια λύση. Δεν εννοώ τους
μανιακούς χαρτοπαίχτες αλλά τους κανονικούς ανθρώπους που ήθελαν να περάσουν
ευχάριστα τη βραδιά τους και έπαιζαν με δραχμές και δίφραγκα. Μαζεύονταν πότε
στο ένα σπίτι και πότε στο άλλο και έπαιζαν κουμ καν και ο κερδισμένος έφευγε
με πέντε - δέκα δραχμές στην τσέπη.
Υπήρχαν όμως και αυτοί που δεν έπαιζαν
χαρτιά. Μια βεγγέρα, μια βραδινή επίσκεψη δηλαδή σε φιλικό σπίτι, ήταν μια καλή
λύση για να περάσει η ώρα. Τα παιδιά μαζεύονταν στον δικό τους χώρο και έλεγαν ό,τι
τους κατέβαινε στο κεφάλι και οι μεγάλοι σε άλλο χώρο έκαναν περίπου το ίδιο.
Δεν θυμάμαι καμιά συζήτηση από εκείνες τις
βεγγέρες της παιδικής μου ηλικίας, νομίζω όμως ότι οι συζητήσεις ήταν ελαφρές
και περιστρέφονταν σε καθημερινά θέματα.
Σε μια τέτοια βεγγέρα λοιπόν στο
φιλικό, γειτονικό σπίτι βρήκα ένα τεύχος των "Κλασσικών Εικονογραφημένων" με τον
τίτλο "Μιχαήλ Στρογκώφ". Αγνόησα τα παιδιά της οικογένειας
που είχαμε επισκεφθεί και το άρπαξα με λαχτάρα.
Με λαχτάρα.
Γιατί οι γονείς μου μπορεί να με
έντυναν με ωραία φορεματάκια, να με τάιζαν με ωραία φαγητά, να με πήγαιναν στον
κινηματογράφο, να με έπαιρναν μαζί τους στις εξόδους τους σε ταβέρνες και σε κέντρα
διασκέδασης και τα λοιπά, αλλά βιβλία και παιχνίδια δεν μου έπαιρναν. Ούτε
Κλασσικά Εικονογραφημένα. Ούτε Μικρό Ήρωα. Ούτε Μίκι Μάους. Όλα αυτά τα
θεωρούσαν περιττά. Ωστόσο εγώ είχα εξοικειωθεί με αυτή την παιδική κουλτούρα, γιατί
δανειζόμουν από τα παιδιά της γειτονιάς τα σχετικά τεύχη.
Μιχαήλ Στρογκώφ λοιπόν. Πήρα το
περιοδικάκι και αποκόπηκα από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι μεγάλοι έλεγαν τα δικά τους,
τα παιδιά της οικογένειας κάπου ήταν, αλλά δεν με ενδιέφερε κι εγώ διάβαζα
θαμπωμένη τις περιπέτειες αυτού του Μιχαήλ.
Και κάπου εκεί που τον είχαν πιάσει και
τον είχαν δέσει, λέει ένας από τους κακούς της υπόθεσης: «Το κνούτο!»
Κνούτο; Τι είναι αυτό; Μήπως βρίζει τον
Μιχαήλ Στρογκώφ και τον λέει κνούτο; Δεν καταλαβαίνω και αυτό με ενοχλεί, γιατί
η ιστορία που διαβάζω δεν πρέπει να έχει κενά. Σταματώ την ανάγνωση
συλλογισμένη και προσπαθώ να καταλάβω. Αλλά δεν καταλαβαίνω.
-Τι είναι το κνούτο; ρωτάω τελικά τους μεγάλους.
Οι μεγάλοι διακόπτουν τη συζήτησή τους και
με κοιτάζουν με απορία:
-Κνούτο;
-Ναι, κνούτο. Το λέει εδώ!
-Για φέρε να δούμε.
Τους δίνω το περιοδικό, βλέπουν το
σχετικό εικονίδιο, αλλά δεν βγάζουν άκρη.
-Κνούτο, κνούτο… μονολογούν και
σκαλίζουν το μυαλό τους, μήπως και θυμηθούν τη λέξη. Μάταια.
Απογοητεύομαι. Ούτε οι μεγάλοι ξέρουν
τι είναι το κνούτο. Μα τι είναι τέλος πάντων; Συνεχίζω την ανάγνωση κάπως
κακόκεφη. Ένας κακός μαστιγώνει τον Μιχαήλ. Μήπως το κνούτο είναι το μαστίγιο;
Μάλλον, κάτι τέτοιο πρέπει να είναι, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη.
Τελειώνω την ανάγνωση και έρχεται η ώρα
να καληνυχτίσουμε τους οικοδεσπότες μας. Γυρίζουμε σπίτι.
Κνούτο… τι παράξενη λέξη…
Μου έμεινε η απορία για πολύ καιρό. Κάποτε
πάντως έμαθα τι σημαίνει.
κνούτο το [knúto] : είδος μαστιγίου από
δερμάτινες λωρίδες που καταλήγουν σε μεταλλικά σφαιρίδια.
[ρωσ. knut -ο]
Έχει τεθεί σε αχρηστία σήμερα;
Δεν ξέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου