Ανήμερα
της Μεγάλης Γιορτής,
χαμένος
μακριά,
σε
ξένο λιμάνι μονάχος
-
οι αναμνήσεις να τον καίνε,
λάθη
και πάντα λάθη,
αστυνομίες,
τραγωδίες,
το
σπίτι ανάστατο
με
τα καμώματά του
και
τώρα όλα αυτά
πολύ
μακριά,
τώρα
πολύ μετανιωμένος,
με
δάκρυα στα μάτια τώρα -
πήρε
τηλέφωνο τη μάνα του.
«Μάνα,
μην κλαις,
είμαι
καλά»
και
έπνιγε τα δάκρυά του,
«μάνα,
είμαι καλά,
μην
κλαις»
και
έκλαιγε
-τόσο
πολύ μετανιωμένος,
τόσο μακριά από την πατρίδα
και
μετανιωμένος-
«είμαι
καλά, σου λέω, μάνα»
κι
έκλαιγε.
Κατέβασε
ύστερα το ακουστικό,
βγήκε
στους παγωμένους δρόμους
κι
έκλαιγε
-
χωρίς να ξέρει,
χωρίς
να ξέρει ευτυχώς,
ότι
η μάνα στην πατρίδα
δεν
έκλαιγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου