Οι γονείς αυστηροί,
ιδίως με τις κόρες. Οι κόρες πάλι πέρα βρέχει, είχαν τον τρόπο τους να κάνουν
τα δικά τους και να γυρίζουν έπειτα στο σπίτι με ύφος κανονικό, φυσιολογικό. «Πού
ήσουν;» «στα αγγλικά», «και γιατί άργησες;», «καθυστέρησε το λεωφορείο». Καχύποπτα
βλέμματα, απόδειξη καμία, ποια αγγλικά, με τον φιλαράκο της ήταν η κόρη και
πέρασαν ωραία εκεί στην έρημη χειμωνιάτικη παραλία.
Οι γονείς αυστηροί,
όχι όπως σήμερα υπηρέτες των παιδιών τους. Και οι κόρες πονηρές και άταχτες,
όχι όπως σήμερα χαζοχαρούμενες γκόμενες.
Καβάλα στη μηχανή του
φιλαράκου την επόμενη φορά σε κάτι ελαιώνες. Μετά στο σχολείο οι άλλες έκαναν
πλάκα, έβλεπαν σκαλωμένα στα μαλλιά της φυλλαράκια και κρυφογελούσαν. Τα ίδια
έκαναν εξάλλου κι αυτές.
Βέβαια υπήρχαν και οι
φρόνιμες, κάτι ξινούλες, βαρετές, μ’ αυτές πολλά πάρε δώσε δεν είχαμε.
Το θέμα είναι να μη
δίνεις δικαιώματα. Καλές μαθήτριες με καλούς βαθμούς, με τις ξένες γλώσσες μας,
τα Ωδεία μας, τα μπαλέτα μας, κόρες καλών οικογενειών και με ενδιαφέροντα περί
την τρέχουσα κουλτούρα. Αλλά οι νεαροί μπαινόβγαιναν στις ζωές μας.
«Δεν πήγες στο Ωδείο
σήμερα», μου είπε η κυρία Ειρήνη καρφώνοντάς με με τα μάτια της μπροστά τη
μητέρα μου. Το’ ξερα πως θα το μαρτυρούσε η κόρη της, γαμώτο, το’ ξερα. «Ναι,
δεν πήγα», είπα με απόλυτη απάθεια. «Και πού ήσουν;» ρώτησε καχύποπτα η μητέρα
μου. «Είχαμε πρόβα με τη χορωδία του σχολείου». Όλα καλά, το’ χαψε. Εγώ έκανα
άλλες πρόβες, αλλά αυτές δεν χρειάζεται να τις γνωρίζουν οι γονείς.
Φροντιστήριο για
εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο, 7-10 το βράδυ, μετά το απογευματινό (εξατάξιο
τότε) Γυμνάσιο. Ποιο φροντιστήριο; Βγάζαμε τις μαύρες ποδιές σε μια σκοτεινή
γωνιά, τις κρύβαμε στις τσάντες μας, από κάτω ντυμένες με τα ωραία μας ρούχα,
βάφαμε μάτια οπωσδήποτε και γυρίζαμε εγώ κι οι παλαβές μου φίλες όλη την Αθήνα.
Από καφετέρια σε καφετέρια, πιάναμε γνωριμίες, βγαίναμε μαζί τους, ωραία
περνάγαμε. Στις 10.30 μμ πίσω στο σπίτι, φρόνιμη και ύπουλη.
Άλλοτε δεν πατάγαμε
καθόλου στο σχολείο και η γύρα άρχιζε από τις δύο το μεσημέρι. Κόντεψα να μείνω
από απουσίες εκείνη την τελευταία χρονιά. Σκασιαρχείο συνέχεια.
Μετά Πανεπιστήμιο. Εδώ
πια έγινε ο χαμός. Ποιο Πανεπιστήμιο; Όλη μέρα στις καφετέριες με γνωστούς και
άγνωστους, τσιγάρα, καφέδες, ποτά, το χαρτζιλίκι περιορισμένο, αλλά τα βγάζαμε
πέρα. Σινεμά, εννοείται. Και σε κλαμπ κάθε τόσο, «θα τη σφάξω» τραγουδούσε ο
τύπος που με χόρευε, “satisfaction”
τραγουδούσαν οι Rolling
Stones. Ευτυχώς οι
γονείς έκαναν πολλά ταξιδάκια εκείνη την εποχή και ήμουν μόνη στο σπίτι και
έκανα ό,τι ήθελα.
Λίγο πριν τις
εξετάσεις καθόμουν και διάβαζα, περνούσα τα μαθήματα, τα μισά τον Ιούνιο, τα
άλλα μισά τον Οκτώβριο, ευτυχώς γνώριζα κάτι καλόπαιδα που παρακολουθούσαν τα
μαθήματα και μου έδιναν την ύλη.
Βρέθηκε και κάποιος
που ήθελε να με παντρευτεί. Πολύ όμορφος. Καπετάνιος ήταν κι έκανε τότε τη
θητεία του στο ναυτικό. Κράτησε το ειδύλλιο λίγους μήνες, μετά τον βαρέθηκα και
χωρίσαμε. Με μίσησε βαθιά. Δίκιο είχε ο άνθρωπος. Τέλος πάντων.
Πήρα το πτυχίο μου με
έξι μήνες καθυστέρηση, επειδή είχα άλλα θέματα να ασχοληθώ, πιο ενδιαφέροντα.
Μεσολάβησε και μια κατάθλιψη, αυτά παθαίνουν όσες δεν κάθονται φρόνιμα.
Μέχρι να διοριστώ,
εποχή χούντας, έκανα ιδιαίτερα, είχα δικά μου χρήματα και διεκδίκησα
περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Δεν μου την έδωσαν οι αυστηροί γονείς, αλλά εγώ
την πήρα μόνη μου. Κοινώς ξεσάλωσα.
Είχα μπλέξει τότε με
ένα τύπο είκοσι χρόνια μεγαλύτερό μου, λαϊκό και ολιγογράμματο, αλλά με πολλά
λεφτά. Έτσι έμαθα τα σκυλάδικα. Ξενύχτια ατελείωτα, μεθύσια, μια φορά πήγα να
σηκωθώ κι έπεσα κάτω απ’ το μεθύσι, γύριζα ξημερώματα στο σπίτι.
Η μάνα μου φώναζε, εγώ
σημασία δεν έδινα. Κάποτε κάτι έφαγα που ήταν χαλασμένο και την άλλη μέρα
ξερνούσα όλη μέρα. Η μάνα μου με κοίταζε και δεν έλεγε τίποτα. Κατά βάθος το
ευχαριστιόταν.
Σ’ αυτή τη σκυλοπαρέα
σταθερές ήταν δυο νεαρές, η Ζέτα, αυτή πρέπει αργότερα να κατέληξε στο
πεζοδρόμιο, και η Ελένη, τελειόφοιτη της Νομικής. Τι δουλειά είχαμε η Ελένη κι εγώ,
δυο μορφωμένες ανάμεσα σε αμόρφωτους λεφτάδες; Καμιά δουλειά δεν είχαμε, αλλά
το διασκεδάζαμε. Άκουγα τραγούδια που περιφρονούσα και τα τραγουδούσα άνετα. Ο
φίλος μου έσπαγε πιάτα και ποτήρια και ώρες- ώρες πάνω στο μεγάλο κέφι έδινε
μια στο τραπεζομάντιλο και τα έριχνε όλα κάτω. Γυαλιά καρφιά. Έτρεχαν οι
σερβιτόροι ευγενέστατοι και έστρωναν ξανά το τραπέζι με νέο τραπεζομάντιλο, νέα
ποτήρια, νέο μπουκάλι ουίσκι. Σεβασμός στους λεφτάδες, οι καλύτεροι πελάτες.
Μια δυο φορές σηκώθηκα
και χόρεψα τσιφτετέλι μαζί με κάποιες τσουλίτσες που έκαναν τις τραγουδίστριες.
Ήρθαν μετά αυτές στο τραπέζι μας και μας έλεγαν διάφορα. Πίναμε συνέχεια. «Πώς
γίνεται και δεν μεθάτε εσείς που πίνετε όλη νύχτα;» ρώτησα μία κάποτε. «Αν
ήτανε να τα πίνουμε όλα όσα παραγγέλνουμε, κορίτσι μου…» γέλασε αυτή.
Τα χαράματα μπαίναμε
στο αυτοκίνητο και οδηγούσε ο μεθυσμένος φίλος μου. Ζικ ζακ πήγαινε το
αυτοκίνητο. Πώς δεν σκοτωθήκαμε τότε…
Αν θέλαμε συνέχεια,
πηγαίναμε σε κάτι ύποπτα μπαρ και συνεχίζαμε να πίνουμε. Στο βάθος, τα κορίτσια
του μπαρ έκαναν κι άλλες δουλειές, αν κανείς πελάτης είχε όρεξη. Μια φορά
μπήκαν στο μαγαζί δυο τύποι κουστουμαρισμένοι, μας κοίταξαν, ήμασταν δυο
ζευγάρια στο τραπέζι, «τα κορίτσια είναι δικά σας;» ρώτησε ο ένας, «ναι», είπε
ο φίλος μου, ο άλλος κούνησε με κατανόηση το κεφάλι και προχώρησαν στο βάθος
για έλεγχο. Από το Ηθών πρέπει να ήταν. Φεύγοντας σταμάτησε πάλι στο τραπέζι
μας. Είχε καρφιτσωμένη μια γαρδένια στο πέτο. Είχα κι εγώ γαρδένιες μπροστά
μου, γιατί ο φίλος μου πάντα μου χάριζε γαρδένιες. «Η δική μου είναι καλύτερη»,
είπε γελώντας και βγήκαν στον δρόμο.
Μέχρι να έρθει ο
διορισμός μου, είχα γνωρίσει όλα τα σκυλάδικα Αθήνας και περιχώρων.
Είκοσι πέντε χρονών
διορίστηκα σε ένα Γυμνάσιο στην Αρκαδία. Από τότε όλα άλλαξαν. Είχε έρθει η εποχή της διανόησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου