Στην ταινία «C’Mon C’Mon» (Η ζωή συνεχίζεται) ο εννιάχρονος Τζέσι περνά μερικές μέρες με τον θείο του Τζόνι, καθώς
η μητέρα του πρέπει να λείψει λίγο καιρό από το σπίτι.
Κάνουν μερικά ταξίδια σε άλλες πόλεις
και συζητούν για διάφορα. Σε κάποια φάση διαμείβεται μεταξύ τους ο εξής
διάλογος:
Θείος: Και ήμασταν τότε στο κρεβάτι κι
εσύ ρώτησες…
Ανιψιός: Θα τα θυμάσαι όλα αυτά;
Θείος: Τι;
Ανιψιός: Είπες ότι δεν θα τα θυμάσαι.
Θείος: Είπα ότι ΕΣΥ δεν θα τα θυμάσαι –
εγώ θα τα θυμάμαι, πίστεψέ με.
Ανιψιός (αναστατωμένος, μπερδεμένος,
φοβισμένος): Δεν θα τα θυμάμαι;
https://deadline.com/wp-content/uploads/2022/01/CMon-CMon-Read-The-Screenplay.pdf
σελ.
80
«Θα σου τα θυμίζω εγώ», του λέει.
Ο θείος Τζόνι είναι σαράντα - σαράντα πέντε χρονών, ο ανιψιός Τζέσι είναι εννιά. Όταν είσαι εννιά χρονών, ζεις τη ζωή με μια μνήμη αφάνταστα επιλεκτική. Παραλείπει κατά κανόνα τα καθημερινά, γιατί πρέπει να συγκρατήσει τα μεγάλα και σημαντικά, αυτά που θα καθορίσουν τη μελλοντική ζωή σου. Με άλλα λόγια συγκρατεί αυτά που αποτελούν ό,τι ονομάζουμε Κόσμο.
Έτσι τα περισσότερα της καθημερινής
ζωής χάνονται, βυθίζονται στην άβυσσο και δεν ανασύρονται ποτέ από κει. Η μνήμη
τα θεωρεί άχρηστα. Εξάλλου το μέλλον έχει να δώσει πολλές αναμνήσεις, γι’ αυτό
η παιδική μνήμη απορρίπτει εύκολα, ώστε να έχει μεγάλη χωρητικότητα για τα
χρόνια που έρχονται.
Χάνονται λοιπόν τα δευτερεύοντα γεγονότα,
όπως πχ οι συζητήσεις με έναν καλόβολο θείο. Αυτό που μπορεί να μείνει στην
επιφάνεια είναι μόνο ότι κάποτε, όταν ήσουν εννιά χρονών, πέρασες μερικές
ευχάριστες μέρες με τον θείο Τζόνι.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον
σαραντάρη θείο Τζόνι. Η μνήμη του έχει ακόμα αρκετή χωρητικότητα και οι
συζητήσεις του με τον εννιάχρονο ανιψιό του έχουν αρκετό ενδιαφέρον, ώστε να
παραμείνουν ζωντανές και να μην πεταχτούν στα σκουπίδια.
Πόσα πράγματα αλήθεια θυμόμαστε από εκείνη τη μακρινή ηλικία των εφτά, εννιά, δέκα χρονών; Υπάρχουν γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη μας, όμως αυτά που έσβησαν είναι απείρως περισσότερα. Οι μεγαλύτεροι συχνά μάς μιλούν γι’ αυτά κι εμείς τα ακούμε με απορία. Δεν θυμόμαστε τίποτα. Με μια μνήμη χλωρή που μόλις έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, πολλά περιστατικά της παιδικής ζωής μας χάνονται.
Οι ενήλικοι έχουν μια πολύ πιο καθαρή
εικόνα της εφηβείας και της νιότης τους κατόπιν κι ας μη θυμούνται όλες τις
λεπτομέρειες. Τα παιδικά χρόνια, αυτά είναι που έχουν τα μεγαλύτερα κενά.
Αλλά τέτοια παιχνίδια παίζει η μνήμη
και στους μεγάλους.
Ήμουν σαράντα οχτώ χρονών, όταν ζήτησα
και πήρα απόσπαση σε ένα σχολείο στα Χανιά. Ήθελα για ένα χρόνο να ξαναζήσω
στην πόλη που με είχε φιλοξενήσει ως τα δέκα έξι χρόνια μου, να ξαναδώ τα μέρη
που έζησα ως παιδί και ως έφηβη, όχι όμως βιαστικά σαν τουρίστρια αλλά με την
ησυχία μου.
Για ένα χρόνο περιδιάβαινα την πόλη και
τα χωριά του νομού με εκείνο το αίσθημα της νοσταλγίας για μια παλιά πατρίδα,
στην οποία δεν ανήκα πια. Και κάθε τόσο περνούσε από τη σκέψη μου η μελαγχολική
υποψία: Ό,τι ζω τώρα εδώ, θα το ξεχάσω, όταν γυρίσω πίσω στην Αθήνα, στη νέα
μου πατρίδα.
Και ναι, το ξέχασα. Μου έμειναν
σκόρπιες αναμνήσεις, σκόρπιες εικόνες και εκείνη η νοσταλγία για το παρελθόν.
Τα υπόλοιπα χάθηκαν. Τα άρπαξε η μνήμη μου και τα πέταξε στην άβυσσο. «Δεν σου
χρειάζονται τόσες λεπτομέρειες», μου είπε.
Ένα χρόνο έμεινα στα Χανιά και ό,τι
θυμάμαι μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια-δυο μέρες.
Κι αν καθίσω και σκεφτώ ολόκληρο το
παρελθόν μου που μετρά πολλές δεκαετίες, ό,τι συλλέξω θα είναι αναμνήσεις μιας
δυο εβδομάδων. Τόσος χρόνος χαμένος, σβησμένος, ακυρωμένος.
Η μνήμη είναι σαν το παγόβουνο. Μόνο την κορυφή της βλέπουμε. Κάτω από το νερό είναι βυθισμένος ένας αόρατος, τεράστιος κόσμος που δεν θα τον (ξανα)δούμε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου