Ο πατέρας μου μια μέρα στα καλά
καθούμενα, εκεί που πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ζαλίστηκε, έπεσε κάτω
και βροντήχτηκε στο παρκέ.
Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα, αλλά έκανε
εξετάσεις για να βρει την αιτία της ζάλης του και η αιτία, του είπαν οι
γιατροί, ήταν τα άλατα πουν είχαν μαζευτεί στον αυχένα του.
Από τότε κάθε μέρα σχεδόν αφιέρωνε
μερικά λεπτά σε ασκήσεις του αυχένα, δηλαδή έστρεφε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά.
Δεν του συνέβη ποτέ ξανά τίποτα. Αλλά ήταν άνθρωπος που ανησυχούσε για την
υγεία του, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν άριστη ως το τέλος της ζωής του.
Η μητέρα μου αντίθετα ήταν κάπως
αδιάφορη για την υγεία της και είχε κάτι προβληματάκια, όχι σπουδαία, στα οποία
έδινε λίγη σημασία. Γι’ αυτό έβρισκε υπερβολικό να βλέπει τον πατέρα μου κάθε
απόγευμα σχεδόν να στριφογυρίζει το κεφάλι του δώθε κείθε.
Πότε πότε την έπιανε μια σαδιστική
διάθεση, πήγαινε εκεί που καθόταν και έκανε πειθαρχημένα τις ασκήσεις του και του
έλεγε χαμογελώντας σαρδόνια:
«Ό,τι κι αν κάνεις, κάποτε θα πεθάνεις!»
Κι έφευγε γελώντας, ενώ από πίσω ο
πατέρας μου την έστελνε στο διάολο.
Τον πείραζε βέβαια η μητέρα μου, γιατί είχε πια βαρεθεί να τον βλέπει να κάνει αυτές τις μονότονες ασκήσεις επί χρόνια.
Την άκουγα κι εγώ και κρυφογελούσα, αν και έδινα δίκιο στον πατέρα μου που, όταν έλεγε «τώρα θα κάνω δίαιτα να πέσει η χοληστερίνη», δεν μπορούσες να τον παρασύρεις με τίποτα. Εκεί σταθερός στο λιτό φαγητό του, μέχρι να κατέβει η χοληστερίνη κι ας πηγαινοέρχονταν από μπροστά του πλούσια πιάτα με λαχταριστά φαγητά.
Πέθαναν κι οι δύο με διαφορά δυόμισι
μηνών. Εκείνος στα 87, εκείνη στα 86. Ο ένας πρόσεχε την υγεία του, η άλλη όχι.
Ό,τι κι αν κάνουμε, κάποτε θα
πεθάνουμε.
Σκέφτομαι τώρα τα λόγια της μητέρας
μου, αλλά δεν κρυφογελώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου