17/1/12

Ω, οι ωραίες μέρες!


 "Η Αθήνα δεν είναι για να την αγαπά κανείς και για να την ποθεί. Τουλάχιστον η Αθήνα του εξωτερικού κόσμου, η τωρινή, η επίγεια. Πόσο διαφέρει από την ιδέα της Αθήνας που έχουμε κλεισμένη μέσα μας, σοφοί και άσοφοι, και τη λατρεύουμε. Πολυκοσμία, πανσπερμία, βαρβαροκοσμία, αυτοκινητοκρατορία, χαλασμός κόσμου, ακαθαρσία, βρώμα..."
Κωστής Παλαμάς, 26/7/1924

Σε εποχές παλαιότερες   που εμείς τις παρατηρούμε από τη δική μας εποχή  με το γνωστό παραμορφωτικό φακό της νοσταλγίας, οι σχέσεις των ανθρώπων έδειχναν να είναι πιο στενές. Βέβαια αυτοί που σήμερα αναπολούν εκείνο το γραφικό, αθώο και χαμένο για πάντα παρελθόν ή δεν το έχουν ζήσει ποτέ και το γνωρίζουν από διηγήσεις άλλων ή το θυμούνται αχνά, επειδή τότε που το έζησαν, ήταν παιδιά. Ίσως λοιπόν δεν το θυμούνται σε όλες του τις λεπτομέρειες ή ίσως πάλι η νοσταλγία δεν τους αφήνει να θυμηθούν τις αρνητικές του πλευρές.

Η οικογένεια  ήταν πράγματι πιο δεμένη τότε και μολονότι  πυρηνική, οι θείοι και τα ξαδέρφια μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν άνετα στο σπίτι και να έχουν βαρύνοντα λόγο στα διάφορα θέματα που ανέκυπταν. Η ευρύτερη οικογένεια ήταν  κατά κάποιο τρόπο υπόλογη στην κοινωνία για τη συμπεριφορά των μελών της. Αν ο ξάδερφος ή ο ανιψιός έκανε κάτι άσχημο, το χρεώνονταν και οι υπόλοιποι. Αν το κορίτσι του αδελφού έμπλεκε με κανέναν αλήτη, όχι μόνο τα αδέλφια της αλλά και οι άλλοι άρρενες ,τα ξαδέρφια και οι θείοι, αναλάμβαναν να  ξεπλύνουν την ντροπή.

Στις γιορτές το σόι συγκεντρωνόταν και γιόρταζε μαζί, θείοι, θείες, ανίψια, ξαδέρφια, παππούδες και γιαγιάδες, κουνιάδοι και γαμπροί και νύφες και μπατζανάκηδες, όλοι μαζί μαζεύονταν σε κάποιο συγγενικό σπίτι, έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν. Στις δύσκολες στιγμές, στην αρρώστια και το θάνατο, πάλι όλο το σόι ήταν παρόν και συμμετείχε στον πόνο και το πένθος. Υπήρχε δηλαδή μια αλληλοϋποστήριξη και ένα αμοιβαίο ενδιαφέρον και οι οικογενειακοί δεσμοί ήταν αναμφίβολα στενότεροι απ’ ό,τι σήμερα. Καμιά φορά οι δεσμοί αυτοί μεταβάλλονταν σε δεσμά, αλλά αυτό τώρα το έχουμε ξεχάσει.



Απλοί φίλοι δύσκολα μπορούσαν να εισχωρήσουν σ’ αυτόν τον οικογενειακό κύκλο. Κι εκείνοι εξάλλου ήταν μέρος μιας άλλης ευρύτερης οικογένειας και συμμετείχαν σ’ αυτήν στα ωραία και τα άσχημα. Εξαίρεση αποτελούσαν οι κουμπάροι που η γενικότερη νοοτροπία τούς θεωρούσε ένα είδος πνευματικών συγγενών και γι αυτό συμμετείχαν ισότιμα σχεδόν στις διάφορες εκδηλώσεις της οικογένειας.

Στα μεγάλα αστικά κέντρα η φιλία ήταν ωστόσο πιο ανεπτυγμένη. Στις λαϊκές γειτονιές των πόλεων οι άνθρωποι έβγαζαν τα βραδάκια τις καρέκλες τους στο πεζοδρόμιο κι εκεί έκαναν παρέα με τους γείτονές τους συζητώντας για πολλά και διάφορα και παρακολουθώντας παράλληλα τους περαστικούς. Όταν καμιά νοικοκυρά μαγείρευε κάτι καλό, έδινε στη γειτόνισσα ένα πιάτο να το δοκιμάσει. Αν έπρεπε να λείψει κάποια στιγμή από το σπίτι, της άφηνε το παιδί της να το προσέχει. Αν κάποιος αρρώσταινε, έτρεχαν οι άλλοι να παρασταθούν. Τα πρωινά, όταν ο σύζυγος έλειπε στη δουλειά, οι γειτόνισσες μαζεύονταν δυο-δυο, τρεις-τρεις , έπιναν καφέ και έλεγαν τα καθημερινά τους νέα.

                                                  1950

 Η ιδιωτική ζωή ήταν βέβαια κάπως προβληματική και αν κανείς έκρυβε κάποιο μυστικό, λίγο καιρό το χαιρόταν μόνος του. Τα σπίτια ήταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο, καμιά φορά μέσα στην ίδια αυλή, ώστε ήταν σαν να ζούσαν όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, μόνο οι τοίχοι χώριζαν το ένα νοικοκυριό από το άλλο. Υποθέτω ότι όλοι τα ήξεραν όλα για όλους. Ποια βάσανα ταλαιπωρούσαν την κάθε οικογένεια, πότε έκαναν σεξ οι γείτονες, αν η κόρη του τάδε είχε φίλο, αν ο γιος του δείνα είχε μπλέξει κάπου, ποιοι ήταν οι οξύθυμοι, ποιοι οι τσιγκούνηδες, ποιοι οι πονηροί, ποιοι οι τεμπέληδες, ποιοι ήταν άρρωστοι και από ποια αρρώστια έπασχαν, ποιος ήταν αλκοολικός, τίνος ο αδελφός είχε κάνει φυλακή,  ποιανής ο άντρας είχε αγαπητικιά, ποιανού η μάνα είχε ξεκάνει τον άντρα της με μάγια.

                                                1950

Όλα αυτά έχουν σήμερα  χαθεί. Μόνο η λογοτεχνία και ο παλιός κινηματογράφος έχουν διασώσει κάποιες εικόνες από εκείνο το  γραφικό παρελθόν.

Αλλά η φιλία, όπως πολλοί γκρινιάζουν στις μέρες μας, δεν έχει καθόλου χαθεί. Επειδή δεν κατεβάζουμε από τα διαμερίσματά μας τις καρέκλες στο πεζοδρόμιο για να περάσουμε τη βραδιά μας κουβεντιάζοντας και χαζεύοντας τους περαστικούς ή επειδή δεν πίνουμε τα πρωινά καφέ με τη γειτόνισσα ή δεν ανταλλάσσουμε φαγητά, δεν σημαίνει ότι ατόνησαν και οι ανθρώπινες σχέσεις.

Αν είχαν ατονήσει, θα έπρεπε να βλέπαμε παντού να βολτάρουν μοναχικοί άνθρωποι. Αλλά εμείς βλέπουμε παρέες να κάθονται στις καφετέριες και να φλυαρούν,  παρέες να πηγαίνουν στις ταβέρνες, παρέες να κάνουν εκδρομές, παρέες να πηγαίνουν σινεμά και θέατρο, παντού παρέες βλέπουμε. Μάλλον λοιπόν έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής μας, αλλά η ανάγκη μας για φιλία και ανθρώπινη επαφή παραμένουν τα ίδια. Μόνο που τώρα επιλέγουμε ποιον θα κάνουμε φίλο μας και ποιον θα βάλουμε μέσα στο σπίτι μας.

Κάποιοι νοσταλγοί του παρελθόντος θα ήθελαν να δουν ξανά τους γείτονες να βγαίνουν από τα διαμερίσματά τους και να σφιχταγκαλιάζονται μεταξύ τους. Στο Παρίσι μάλιστα –και ίσως και αλλού, δεν ξέρω – έγινε μια τέτοια δοκιμή. Κατέβηκαν οι ένοικοι των διαμερισμάτων στο δρόμο, γνωρίστηκαν, έφαγαν μαζί και ήπιαν και κουβέντιασαν. Και ήταν όλα πολύ ωραία, όπως είπαν μετά στους δημοσιογράφους.  Δεν γνωρίζω, αν υπήρξε συνέχεια του πειράματος, υποπτεύομαι όμως ότι δεν υπήρξε. Μετά τη συνάντηση ο καθένας θα πρέπει να επέστρεψε στο διαμέρισμά του και στον τρόπο ζωής του. Θα σήκωσε το τηλέφωνό του και θα μίλησε με τους φίλους του που θα βρίσκονταν στην άλλη άκρη της πόλης ή ίσως σε άλλη πόλη. Θα άνοιξε τον υπολογιστή  του και θα επικοινώνησε μέσω Skype με άλλους φίλους που θα  βρίσκονταν στην άλλη άκρη της Γης. Θα άνοιξε την τηλεόρασή του και θα είδε τα τελευταία νέα στον κόσμο. Και μετά θα μπήκε στο αυτοκίνητό του, θα διέσχισε την πόλη και θα πήγε να βρει τους κολλητούς του σε ένα μπαρ αρκετά χιλιόμετρα πιο πέρα.

Ο γείτονας του διπλανού διαμερίσματος θα πρέπει να έκανε πάνω κάτω τα ίδια. Έχει κι εκείνος τους δικούς του φίλους, τους έχει επιλέξει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, προτιμά την παρέα τους, γιατί έχουν κοινά σημεία αναφοράς και δεν προτιμά την παρέα των γειτόνων του που έχουν άλλη νοοτροπία και άλλες αντιλήψεις.

                                    Ποδοσφαιράκια, 1950

Στο παρελθόν τέτοιες επιλογές ήταν αδύνατες. Οι άνθρωποι ζούσαν ριζωμένοι στον τόπο τους και στη γειτονιά τους. Οι ώρες περνούσαν αργές, άντε να κάνουν μια βόλτα οι ανύπαντρες και να πιουν μια πορτοκαλάδα  στο ζαχαροπλαστείο, αλλά κι αυτό δεν το έκαναν κάθε μέρα, τα χρήματα ήταν μετρημένα. Πώς να περάσει το απόγευμα και το βράδυ; Έπαιρναν την καρέκλα τους κι έβγαιναν στο πεζοδρόμιο. Έρχονταν και οι γείτονες κι έλεγαν καμιά κουβέντα. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, πού και πού κάποιος περνούσε, περνούσε και κανένα ποδήλατο και πιο πέρα τα παιδιά  έπαιζαν και φώναζαν. Αργότερα έρχονταν κι αυτά και κούρνιαζαν στα σκαλοπάτια ακούγοντας νυσταγμένα τους μεγαλύτερους.


                                                      Ζαχαροπλαστείο, 1950

Αλλά τι να πεις με τους γείτονες που τα έχεις πει και ξαναπεί όλα και χθες και προχθές και αντιπροχθές; Για την πολιτική και τα οικονομικά της χώρας θα πεις; Για τις ταινίες της εβδομάδας;  Για θέατρο;  Για το πού σχεδιάζεις να κάνεις τις θερινές διακοπές σου; Όχι, δεν θα μιλήσεις γι αυτά. Έχεις άλλο πολύ υλικό να ξεκοκαλίσεις. Έχεις τις ζωές των άλλων γειτόνων, κάτι που γνωρίζεις πολύ καλά, γιατί ιδιωτική ζωή εδώ δεν υπάρχει. Περνά ευχάριστα η ώρα με τέτοιες αδιακρισίες, αν και καμιά φορά ξεσπούν και άγριοι καυγάδες, παρανοήσεις, παρεξηγήσεις και μαλλιοτραβήγματα. Αλλάζουν οι φιλίες και οι συμμαχίες για ένα καιρό, μετά πάλι τα ξαναβρίσκετε, όταν αρρωστήσει το παιδί του γείτονα, εσύ θα δώσεις τόπο στην οργή και θα του παρασταθείς, έτσι πρέπει, γιατί η κρατική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη και ο ένας στηρίζεται στον άλλον.

                                              Παγοπώλης, 1950

Σε μια κοινωνία όπου το κράτος αδιαφορεί εντελώς για τον άνεργο, τον άπορο, το γέροντα, τον άρρωστο, τη χήρα και το ορφανό, οι άνθρωποι συσφίγγουν τις σχέσεις μεταξύ τους, ο ένας παραστέκεται στον άλλον. Σε κοινωνίες που έχει αναπτυχθεί η κρατική μέριμνα, που προβλέπονται συντάξεις και επιδόματα για όλες τις περιπτώσεις και η ιατρική περίθαλψη είναι δωρεάν και όπου επί πλέον η τεχνολογία επιτρέπει και στο φτωχό να έχει μια τηλεόραση, ένα τηλέφωνο, ένα αυτοκίνητο κι ένα υπολογιστή για το παιδί του, οι φιλίες της γειτονιάς δεν είναι πια τόσο απαραίτητες. Μπορεί κανείς να απορρίψει το γείτονα που ποτέ του δεν πολυχώνεψε και να διαλέξει για φίλο του κάποιον άλλον που μένει σε άλλη περιοχή.

Γι αυτό οι φιλίες που δημιουργούνται σήμερα, μπορώ να υποθέσω ότι είναι πιο ειλικρινείς και ανώτερες ποιοτικά, επειδή δεν στηρίζονται στην ανάγκη αλλά στην αμοιβαία εκτίμηση.

Σήμερα προστατεύουμε τον ιδιωτικό μας χώρο από τα αδιάκριτα μάτια
των γειτόνων και σε ελάχιστους επιτρέπουμε να εισχωρήσουν μέσα. Οι φίλοι μας φυσικά μπορούν να μπουν. Νομίζω ότι είναι καλύτερα έτσι. Πολλές παρεξηγήσεις και εχθρότητες έχουμε αποφύγει με αυτό τον τρόπο. Από την άλλη επιλέγουμε τους φίλους μας όχι με βάση τη γειτνίαση των σπιτιών μας αλλά με βάση τα κοινά ενδιαφέροντα. Και πάλι είναι καλύτερα νομίζω. Ακόμα και η επιλογή των συγγενών μας γίνεται με τον ίδιο περίπου τρόπο, ενώ στο παρελθόν το σόι ήταν απαραβίαστο και ιερό, άσχετα αν περιελάμβανε στους κόλπους του μέλη κακόβουλα, επιθετικά και άπληστα.

 Η τάση του σύγχρονου ανθρώπου είναι να ενισχύει την ατομικότητά του, η συλλογικότητα δεν τον συγκινεί.  Γι αυτό το λόγο πρωτοβουλίες όπως αυτή του Παρισιού, είναι καταδικασμένες στην αποτυχία. Δεν μας αρέσει να πηγαινοέρχονται στον ιδιωτικό μας χώρο οι γείτονες ούτε και έχουμε καμιά διάθεση να ασχοληθούμε με την προσωπική ζωή τους. Αν θέλουμε να ασχοληθούμε με αδιακρισίες, δεν έχουμε παρά να ανοίξουμε την τηλεόραση. Αυτή θα μας τροφοδοτήσει με άφθονο υλικό για το τι κάνουν, πώς περνούν, ποιον αγαπούν, ποιον εγκατέλειψαν, ποιον παντρεύτηκαν και με ποιον τσακώθηκαν οι διάφοροι τηλεαστέρες που στο κάτω-κάτω είναι πιο λαμπεροί από την άχρωμη γειτόνισσά μας. Και εκτός αυτού σήμερα η γυναίκα εργάζεται και ο χρόνος της δεν κυλά με τους αργούς ρυθμούς του παρελθόντος. Η κοινωνικότητά της διευρύνεται με νέους φίλους και γνωστούς από το χώρο της δουλειάς της και τα απογεύματα έχει πολλά να κάνει αυτή και ο σύζυγός της και πάντως δεν έχει καμιά όρεξη να ανταλλάσσει φαγητά με τη γειτόνισσα.

 Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο έξω από τα αστικά κέντρα, στα προάστια. Εκεί  θα περίμενε κανείς μια πιο πρόθυμη προσέγγιση μεταξύ των εύπορων αστών που ζουν απομονωμένοι από το κέντρο. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κάτοικοι των προαστίων ζουν οχυρωμένοι στα πολυτελή  τους μέγαρα με τις πισίνες και τους μεγάλους κήπους και κάθε οικογένεια φρουρεί με ζήλο το χώρο της. Οι σχέσεις της με τους γείτονες περιορίζονται σε μια απλή καλημέρα.

Φυσικά, αν με ένα μαγικό τρόπο εξαφανίζονταν τα τηλέφωνα,  οι  συσκευές τηλεόρασης, οι υπολογιστές και τα αυτοκίνητα που μας μεταφέρουν στους προσωπικούς μας φίλους,  θα αναγκαζόμασταν να στραφούμε στη συντροφιά των γειτόνων μας, γιατί η κοινωνικότητά μας δεν ατόνησε, απλώς άλλαξε μορφή.

Όσο για τα παιδιά μας, είμαι σίγουρη ότι όταν θα γίνουν ώριμοι ενήλικες, θα θυμούνται με νοσταλγία τις εκδρομές που έκαναν με τους γονείς τους, τις ξένοιαστες διακοπές στις παραλίες, τις γιορτές με τα δώρα και τα γιορτινά τραπέζια με τους φίλους της οικογένειας και άλλα πολλά που εμείς σήμερα τα ζούμε με αδιαφορία και συμβατικότητα.

                                                            1950

6 σχόλια:

AKG είπε...

Σκέψεις από και για την καρδιά της καρδιάς μας, Καίτη.
Η Αθήνα, που παραμένει μεθύσι, και φίλοι που γνωρίζουν ακόμα και τώρα πώς να την κοινωνήσουν.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

AKG, και όχι μόνο η Αθήνα, ολόκληρη η Ελλάδα.

cscostamat@gmail.com είπε...

ένα πράγμα που μ αρέσει πολύ Καίτη στον λογοτεχνικό ορθολογισμό σου είναι αυτός ακριβώς, είναι που δεν τον ξεχνάς όποτε χρειάζεται, είναι που λες τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη. ποτέ δεν πίστεψα ότι η ανυπόστατη οπτική, η άκρατη φαντασιοπληξία, η μεταφυσική σε όλα μόνο μπορεί να δημιουργεί θαυμασμό και αναγνωστική έλξη. προτιμώ την απογείωση ψηλά και τους ακροβατικούς ελιγμούς μόνο με σούπερ γνώση προσγείωσης μετά στο κατάλληλο τερρέν. αν οι παλιές εποχές ή οι ακόμα παλιότερες/πρωτόγονες ήταν τόσο καλές από κάθε άποψη, θα είχαμε μείνει όλοι σ αυτές, στην ζούγκλα, στις σπηλιές.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Ασφαλώς, Κώστα, αν ήταν τόσο ωραία τα παλιά χρόνια, γιατί δεν παραμείναμε σ' αυτά; Αλλά και μεθαύριο τα σημερινά παιδιά θα αναπολούν τη δική μας εποχή..

Δάφνη Χρονοπούλου/ Daphne Chronopoulou είπε...

Σε όλες τις κοινωνίες ακούμε για τον παλιό καλό καιρό (κόμα και στον Όμηρο). Χάρηκα με την υπενθύμιση. Και στους νοσταλγούς, θα ήθελα να προσθέσω: Ο παλιός ελ. κινηματογράφος που δείχνει η τηλεόραση ΔΕΝ ήταν ντοκυμαντέρ.
Καλημέρα!

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Γεια σου, Δάφνη. Πολύ σωστά. Το παρελθόν είναι ωραίο, γιατί τότε ήμασταν παιδιά. Σημειολογικά μπορούμε πάντως να πάρουμε πολλές πληροφορίες από τις παλιές ταινίες.