23/11/25

Απόγευμα Σαββάτου

 



 

Απόγευμα Σαββάτου. Έχει ήδη σκοτεινιάσει με την κανονική ώρα, όχι με την ψεύτικη τη θερινή.

 

Βγαίνω για την καθημερινή  βόλτα μου, πρέπει να περπατώ, αλλιώς θα πετρώσω. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Καλή είμαι τώρα που αδυνάτισα, μ’ αρέσει κι η φάτσα μου, έτσι όπως την έχω μακιγιάρει, αγνοώ τα μαλλιά μου.

 

Γιατί κάνω τόση προετοιμασία για μια έξοδο 40-50 λεπτών στη γειτονιά μου; Έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμιά σημασία. Και με τη ρόμπα μου να έβγαινα, το ίδιο θα ήταν.

 

Κι όμως έχει σημασία. Για μένα. Νιώθω καλά.

 

Ας περάσω κι από το σουπερμάρκετ, αν και δεν χρειάζομαι τίποτα. Έτσι, για να δώσω ένα σκοπό στην άσκοπη βόλτα μου. Εξάλλου πάντα βρίσκεις κάτι να αγοράσεις εκεί. Βγαίνω από το σουπερμάρκετ με μια γεμάτη τσάντα. Μάλιστα, τα κατάφερα πάλι να βρω πράγματα για το σπίτι.

 

Περνώ δίπλα από ένα κατάστημα με ρούχα και χαζεύω. Τα ρούχα δεν λένε τίποτα, αλλά εντοπίζω ένα χαριτωμένο γυναικείο καπέλο για τα κρύα του χειμώνα που κάποτε θα έρθει. Θα περάσω να το πάρω την επόμενη εβδομάδα.


Βγαίνω στον κεντρικό δρόμο και πάω στο καφέ της Αλβανής που έχει τέσσερα στριμωγμένα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο για μας τους καπνιστές. Παραγγέλνω ένα χυμό πορτοκάλι που έχω βαρεθεί να πίνω τόσο καιρό, όμως πρέπει να πάρω τη βιταμίνη μου, βιταμίνη C.

 

Σάββατο απόγευμα, κάπου 6.30 μμ και νομίζεις πως είναι αργά το βράδυ. Τα μαγαζιά, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, όλα κλειστά. Ο κεντρικός δρόμος που, όταν αυτά είναι ανοιχτά, σφύζει από ζωή, απόψε είναι έρημος.

 

Περνούν κάθε τόσο αυτοκίνητα και χάνονται. Μέσα τους διακρίνω νεαρά ζευγάρια. Οι πεζοί ελάχιστοι. Δυο κορίτσια. Ένα κορίτσι. Δυο γονείς και ο γόνος τους σε ένα καροτσάκι.

 

Στο διπλανό τραπεζάκι δεξιά μου κάθεται ένας γέροντας και μια μαραμένη γυναίκα. Περνά κάποια γνωστή τους, κοντοστέκεται και μιλούν για λίγο. Ακούω πολύ καλά τι λένε, αλλά αρνούμαι να τα συγκρατήσω στη μνήμη μου. Δεν λένε τίποτα ενδιαφέρον.

 

Στο τραπεζάκι αριστερά μου οι καθιερωμένοι Αλβανοί μιλάνε στη γλώσσα τους. Αυτό το καφέ το έχουν καταλάβει οι μέτοικοι εξ Αλβανίας. Δεν με ενοχλεί καθόλου ούτε κι αυτοί με ενοχλούν. Κάθε φορά που κάθομαι εκεί, με κοιτάζουν με κάποιο συγκρατημένο δέος, πώς γίνεται μια κυρία αριστοκράτισσα να καταδέχεται να κάθεται σ’ αυτό το περιθωριακό καφέ; Έτσι με βλέπουν αυτοί, αριστοκράτισσα.

 

Καπνίζω το τσιγάρο μου και χαζεύω τον δρόμο ανέκφραστη.

 

Ο γέροντας και η μαραμένη γυναίκα από δεξιά αποφασίζουν κάποια στιγμή να φύγουν.

 

-Όμως τώρα θέλω τη βοήθειά σου, τον ακούω να λέει στη γυναίκα.

 

Ναι, αυτή τη φράση την συγκράτησα στη μνήμη μου.

 

Η γυναίκα τον βοηθά να σηκωθεί. Δεν τους βλέπω, αλλά συναισθάνομαι τις κινήσεις τους. Διασχίζουν τον άδειο δρόμο και τώρα τους βλέπω. Ο γέροντας στηρίζεται σε ένα μπαστούνι που καταλήγει σε τρία σιδερένια πόδια. Η γυναίκα δίπλα του κρατά το χέρι της σηκωμένο, έτοιμη να τον πιάσει, αν ταλαντευθεί επικίνδυνα. Πρέπει μάλλον να είναι κάποια που πληρώνεται για να τον προσέχει.

 

Μετά από λίγο σηκώνομαι κι εγώ. Γυρίζω σπίτι μου. Ταχτοποιώ τα ψώνια μου, αλλά αρνούμαι να ξεβαφτώ και να αλλάξω ρούχα.

 

Θέλω να μείνω ακόμα λίγο έτσι, καλοντυμένη και βαμμένη.

 

Δεν ξέρω γιατί το κάνω.



Δεν υπάρχουν σχόλια: