11/11/25

Το τέλος μιας τελευταίας σχέσης

 




 

-Χρήματα; Θέλεις χρήματα; τον ρώτησε, όπως ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και κάπνιζαν.

-Ναι, πρόκειται για μια καλή δουλειά, αλλά χρειάζομαι κεφάλαιο, καταλαβαίνεις.

-Όχι, δεν καταλαβαίνω.

-Θα βγάλει πολύ χρήμα, ξέρω εγώ από αυτά. Αλλά πρέπει να καταθέσω ένα κεφάλαιο.

-Πόσο; Εκατό, διακόσια ευρώ;


Η φωνή της είχε μια χροιά ειρωνείας.


-Μη λες κουταμάρες. Χρειάζομαι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες.

- Και δεν έχεις, ε;

-Δεν έχω. Πού  να τα βρω τόσα λεφτά.

-Και τα θέλεις από μένα…

- Από ποιον άλλο να τα ζητήσω; Από τη γυναίκα μου τα ζητώ.

-Από την ερωμένη σου τα ζητάς.

-Αυτό το πείσμα σου… Πόσες φορές σου έχω προτείνει να παντρευτούμε κι εσύ αρνείσαι.

 

Αυτή σηκώθηκε από το κρεβάτι, έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι και δυο ποτήρια.


-Ας πιούμε κάτι, πρότεινε.

 

Έβαλε ουίσκι σε δυο ποτήρια, του έδωσε το ένα και κράτησε το άλλο. Ήπιαν μερικές γουλιές.

 

-Λοιπόν, τι λες; είπε αυτός.

-Για ποιο πράγμα;

-Θα μου δώσεις τις εκατό χιλιάδες; Σε ένα χρόνο θα πάρεις πίσω διακόσιες. Σου λέω, πρόκειται για μια πολύ καλή επένδυση.

-Τι δουλειά είναι αυτή που φέρνει πίσω τόσο χρήμα; Καμιά απατεωνιά μήπως;

-Όχι, βρε. Τίμια, νόμιμη δουλειά.

 

Άρχισε να της εξηγεί πώς γίνεται, έμπλεκε στη γλώσσα του ορολογίες που αυτή δεν καταλάβαινε, όλα πολύ μπερδεμένα τής ακούγονταν.

 

-Όχι, του είπε στο τέλος. Μόνο διακόσια ευρώ μπορώ να σου δώσω.

-Με κοροϊδεύεις τώρα;

-Εσύ δεν με κοροϊδεύεις; Θέλεις να σου δώσω εκατό χιλιάδες ευρώ για μια δουλειά που δεν καταλαβαίνω τι λογής είναι;

-Δηλαδή δεν με εμπιστεύεσαι;

-Όχι.

 

Άφησε το ποτήρι του στο κομοδίνο και ξάπλωσε δείχνοντας απογοητευμένος.

 

-Εγώ σ’ αγαπώ και το ξέρεις. Εσύ όμως δεν μ’ αγαπάς.

-Σ’ αγαπώ κι εγώ, όμορφέ μου κύριε. Όμως πιο πολύ από σένα αγαπώ τα χρήματά μου.

 

Την κοίταξε με έκπληξη:


-Μα τι λες τώρα; Τρελάθηκες;

-Καθόλου. Αγαπώ τα χρήματά μου περισσότερο από σένα.

 

Ακολούθησε μια μακρά σιωπή. Αυτός γυρόφερνε στο μυαλό του τι απάντηση έπρεπε να της δώσει. Αυτή σκεφτόταν ότι είχε έρθει το τέλος της σχέσης τους.

 

-Μα γιατί δεν θέλεις να με παντρευτείς; Πες μου ένα λόγο κι όχι άλλες υπεκφυγές. Πες μου γιατί αρνείσαι; Είσαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερή μου, νομίζεις πως θα βρεις άλλον σαν και μένα; Είσαι μεγάλη πια, οι άντρες δεν ενδιαφέρονται για τις μεγάλες. Θα μείνεις μόνη σου χωρίς κανέναν στο πλευρό σου. Κανείς δεν θα νοιαστεί για σένα, δεν το καταλαβαίνεις αυτό;

-Θα νοιαστούν τα χρήματά μου, αυτά είναι η οικογένειά μου. Εσύ είσαι ένας ξένος.

-Κι εσύ είσαι μια παλιόγρια.

 

Τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή. Μετά είπε:


-Κι εσύ είσαι ένας αποτυχημένος ζιγκολό.

 

Τότε ήταν που εξαγριώθηκε. Την έβρισε με τις πιο χυδαίες φράσεις που ποτέ ως τότε αυτή δεν είχε ακούσει. Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται συνεχίζοντας το βρίσιμο.

 

Τον άκουγε με ψυχραιμία, ενώ μέσα της έβραζε από θυμό.  Κάθε τόσο έπινε μια γουλιά ουίσκι.

 

Η ψυχραιμία της τον εξαγρίωσε περισσότερο. Πήγε κοντά της και την έπιασε από το λαιμό:

 

-Θα μπορούσα να σε στραγγαλίσω τώρα, της είπε.

-Θα σε συλλάβουν αύριο κιόλας.

 

Κάθισε στο κρεβάτι εξουθενωμένος.

 

-Νόμιζα πως μ’ αγαπούσες.

-Με είπες παλιόγρια.

-Συχώρεσέ με, το είπα πάνω στα νεύρα μου. Είσαι μια όμορφη γυναίκα και το ξέρεις.

-Ναι, μια όμορφη παλιόγρια.

-Κι εσύ με είπες ζιγκολό.

-Αποτυχημένο ζιγκολό.

-Ας τα ξεχάσουμε αυτά. Αφού ξέρεις ότι σ’ αγαπώ πάντα.

-Κι εγώ σ’ αγαπώ. Αλλά ως παλιόγρια έχω ζήσει πολύ κι έχω γνωρίσει όλους τους τύπους των αντρών. Να σου πω μια ιστορία;

 

Πήρε το χέρι της στο δικό του ελπίζοντας σε μια καταλλαγή.


-Πες μου.

-Ήμουν δεκαεφτά χρονών, όταν ερωτεύτηκα κάποιον που μου έλεγε ότι μ’ αγαπούσε παράφορα και ότι ήθελε να με παντρευτεί. Μου έλεγε πως ήταν πολύ πλούσιος και ότι θα γινόμουν η βασίλισσά του κι εγώ, χαζοπούλι τότε, τα έχαψα όλα. Μια μέρα μου είπε ότι σκόπευε να ανοίξει ένα κατάστημα στην Πατησίων με είδη υγιεινής. «Εσύ θα δουλεύεις εκεί κι εγώ θα παίρνω τις εισπράξεις», μου είπε γλυκά. «Όχι», του απάντησα. «Εκεί θα δουλεύουμε μαζί και οι εισπράξεις θα είναι κοινές». Από τότε δεν τον ξαναείδα. Πολύ αργότερα είδα το όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν σωματέμπορος. Είχε προβλέψει πολύ σωστά ότι ήμουν ακατάλληλη για τον σκοπό που με προόριζε.

 

-Και γιατί μου είπες αυτή την ιστορία;

-Ξέχασα να σου πω ότι τριγύριζε με μια πανάκριβη σιτροέν και ένα βράδυ κάπνισε χασίς μπροστά μου. Το πήγαινε μαλακά ο τύπος, αλλά δεν του βγήκε τελικά.

-Και τι σχέση έχω εγώ με αυτά που μου λες;

-Περίεργη σύμπτωση, τον έλεγαν κι αυτόν Σωτήρη όπως και σένα.

 

Τράβηξε το χέρι του από το δικό της.

 

-Βέβαια αυτός ήταν σωματέμπορος, πρόσθεσε αυτή ανάβοντας ένα τσιγάρο. Έψαχνε για νεαρά, ηλίθια κορίτσια.

 

Αυτός την κοίταζε με ένα βλέμμα που έκρυβε μίσος.

 

-Ενώ εσύ είσαι ζιγκολό και ψάχνεις για απελπισμένες παλιόγριες.

 

Σηκώθηκε πάνω έξαλλος και την περιέλουσε ξανά με ένα χείμαρρο ύβρεων. Εκείνη τον άκουγε απαθής καπνίζοντας το τσιγάρο της. Δηλαδή έτσι έδειχνε. Άλλο τι γινόταν μέσα της. Μετά πήρε την τσάντα της, έβγαλε το πορτοφόλι της και πήρε από μέσα όσα πενηντάευρα βρήκε. Τα μέτρησε. Τετρακόσια ευρώ.

 

-Για το ταξί σου και για έναν καφέ, του είπε.

 

Αυτός τα κοίταξε αναποφάσιστος. Ύστερα τα άρπαξε και τα έβαλε στην τσέπη του. Έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα.

 

Νομίζω ότι τέλειωσα με τους έρωτες, σκέφτηκε εκείνη. Αύριο θα επισκεφθώ τον γιατρό μου. Πρέπει να κάνω κάποιες  εξετάσεις. Από αυτές που κάνουν οι ηλικιωμένοι.



Δεν υπάρχουν σχόλια: