Πάντα ονειρευόμουν να σκοτώσω έναν
διαρρήκτη.
Αν είχα ένα όπλο, σκεφτόμουν, θα τον
ξάπλωνα αμέσως κάτω αυτόν που θα τολμούσε να μπει στον ιδιωτικό μου χώρο χωρίς
την άδειά μου. Θα τον ξάπλωνα, τελεία και παύλα. Κι ας με πήγαιναν φυλακή. Όμως
θα τον ξάπλωνα κάτω τον αλιτήριο.
Τώρα που γέρασα αυτή η επιθυμία έγινε
δυνατότερη, έγινε εμμονή. Φταίει η ανημποριά μου, αλλά φταίνε και τα δελτία
ειδήσεων στην τηλεόραση που κάθε βράδυ μάς βομβαρδίζουν με τέτοια άγρια
πράγματα, να μπαίνουν οι κλέφτες στα σπίτια, να μπαίνουν στα μαγαζιά και να
τους καταγράφει η κάμερα κι εκείνοι, τίποτα, αδιάφοροι να αρπάζουν, να κλέβουν
τις περιουσίες του κοσμάκη. Και να βλέπεις μετά κάτι γερόντια μαύρα από το ξύλο
να λένε στους δημοσιογράφους τι πέρασαν στα χέρια των κακοποιών.
Έχω πολύ αγριέψει με όλα αυτά. Και θυμώνω
και φοβάμαι. Το σπίτι μου το έχω κάνει φρούριο. Βαριά πόρτα ασφαλείας γεμάτη
σίδερο εσωτερικά. Οι μπαλκονόπορτες με τα ρολά μαγκωμένα στις δαγκάνες. Κάγκελα
στα παράθυρα. Και συναγερμός.
Αλλά δεν ησυχάζω. Οι διαρρήκτες μπορούν να
τα παραβιάσουν όλα αυτά. Θα μου πεις, γιατί να κάνουν τόση φασαρία για να μπουν
στο διαμέρισμα μιας γριάς. Να ήταν κανένα μέγαρο στα ακριβά προάστια, το
καταλαβαίνω. Εδώ μέσα τι να βρουν να κλέψουν, ώστε να μπουν σε τέτοιο μπελά να
αχρηστέψουν τον συναγερμό και την πόρτα ασφαλείας και τις δαγκάνες στα ρολά και
τα κάγκελα στα παράθυρα; Άντε να βρουν εκατό ευρώ και τον χρυσό σταυρό μου.
Ναι, αλλά αυτοί δεν το ξέρουν. Αυτοί θα
νομίζουν ότι έχω χρήματα κρυμμένα στο στρώμα, στις ντουλάπες, στα συρτάρια.
Βλέπουν μια γριά να μπαινοβγαίνει στο
διαμέρισμα, όλο και κάτι θα’ χει η παλιόγρια, σκέφτονται, θα φάει κι ένα χέρι
γερό ξύλο, θα τα ξεράσει όλα. Κάτι τέτοιες γριές έχουν φυλαγμένες περιουσίες
στο στρώμα τους. Τις βλέπεις ταπεινές και κακομοίρες κι αυτές είναι πάμπλουτες.
Άντε τώρα να τους πείσεις ότι με μια
σύνταξη πετσοκομμένη δεν έχεις περιθώρια για αποταμίευση. Γι’ αυτό ένα όπλο
είναι χρήσιμο στο σπίτι. Ένα όπλο χρειάζεται οπωσδήποτε. Πρέπει να βρω ένα
όπλο.
----------------
Ας είναι καλά ο Αλβανός στο ισόγειο.
Έχει διασυνδέσεις αυτός, καλά το είχα μυριστεί.
Τα βρήκαμε και στην τιμή, φτωχή γυναίκαι είμαι, του είπα, μη με γδάρεις, ένα
μικρό πιστόλι θέλω, όχι τίποτε καλάσνικοφ, καταλαβαίνεις.
-Και τι το θέλεις το πιστόλι εσύ, γριά
γυναίκα, κυρία Αμαλία;
-Δουλειά σου εσύ, έχω τους λόγους μου.
-Φοβάσαι μη σε κλέψουν;
-Τι να μου κλέψουν εμένα που ούτε τα
κοινόχρηστα δεν μπορώ να πληρώσω… στον ανιψιό μου θα το κάνω δώρο, γιατί
κάποιος τον απειλεί και φοβάται.
-Έχεις εσύ ανιψιό;
-Έχω, έχω…
Σιγά τώρα μην κάτσω να του πω ότι το θέλω
για τους κλέφτες. Να του μπουν ιδέες κι αυτουνού. Κανέναν δεν πρέπει να
εμπιστεύομαι.
Φύλαξα το πιστόλι στο κομοδίνο μου, οπλισμένο,
όπως μου έδειξε ο Αλβανός και γεμάτο σφαίρες.
Για έλα τώρα εσύ, παλιοκλέφτη, έλα και θα
περάσεις καλά.
-------------------------------
Δυο χρόνια πέρασαν, έφτασα τα ογδόντα δύο,
αλλά κανείς διαρρήκτης δεν μπήκε στο σπίτι μου. Καλό αυτό. Βέβαια κάθε βράδυ
στις ειδήσεις με πιάνει μεγάλη τρομάρα μ’ αυτά που βλέπω.
Έχουν γίνει ασύδοτοι. Μπαίνουν, βγαίνουν,
κλέβουν, κανείς δεν τους εμποδίζει. Σπίτια, μαγαζιά, εξοχικά, ό,τι βρουν.
Τίποτα δεν τους σταματά. Έτσι και είναι μέσα οι ιδιοκτήτες, τρώνε το ξύλο της
χρονιάς τους. Βλέπω στην οθόνη της τηλεόρασης κάτι γεροντάκια μπλάβα από το
ξύλο, πώς και έμειναν ζωντανά μετά από τόσο κοπάνημα, απορώ. Η καρδιά μου με
πιάνει.
Θα’ ρθει κι η σειρά μου, σκέφτομαι, δεν
μπορεί, κάποιος θα με σταμπάρει, μόνη βγαίνω, μόνη μπαίνω, άρχισα και να κουτσαίνω
τώρα τελευταία, πονούν τα πόδια μου και πρέπει σύντομα να πάρω ένα μπαστούνι. Πώς
γέρασα έτσι, πώς κατάντησα. Τέλος πάντων, στο θέμα μου τώρα: Θα με σταμπάρουν
σίγουρα οι κλέφτες και απορώ που έχουν καθυστερήσει..
Το πιστόλι στο συρτάρι γεμάτο σφαίρες. Όλη
μέρα μένω στο σπίτι κλειδαμπαρωμένη, με κατεβασμένα τα ρολά και μαγκωμένα στις
δαγκάνες. Γιατί βλέπω στις ειδήσεις τι κάνουν οι κακοποιοί. Έτσι και δουν
μπαλκονόπορτα ανοιχτή, μπουκάρουν μέσα και αλίμονο στον ιδιοκτήτη που κάθεται
αμέριμνος στην πολυθρόνα του.
Πάω στην Τράπεζα να βγάλω λεφτά από το ΑΤΜ
και τρέμω από το φόβο μου. Προ καιρού την έστησαν στον κύριο Χρήστο, του πρώτου
ορόφου. Τον παρακολούθησαν που σήκωσε χίλια ευρώ, γύρισε ο κύριος Χρήστος σπίτι
του και μόλις άνοιξε την πόρτα τού χύμηξαν. Τον έκαναν τόπι στο ξύλο, γιατί
αντιστάθηκε, παλιός αστυνομικός ο άνθρωπος και τώρα συνταξιούχος στην ηλικία
μου, του άρπαξαν τα χίλια ευρώ και εξαφανίστηκαν. Αιμόφυρτο τον βρήκαν οι
γείτονες.
Ναι, αλλά δεν γίνεται να κυκλοφορώ στον
δρόμο με το πιστόλι στην τσάντα. Διότι υπάρχουν και οι τσαντάκηδες. Την έπαθα
μια φορά και ήμουν και νέα τότε, μου άρπαξε ο τσαντάκιας, κακή του ώρα, τη
τσάντα και είχα μέσα τα πάντα, ακόμα και τα κοσμήματα της μακαρίτισσας της
μάνας μου. Νόμιζα η χαζή πως ήταν πιο ασφαλή στην τσάντα παρά στο σπίτι. Πάνε
τα κοσμήματα, από τότε δεν ξαναπήρα τίποτα, με ψεύτικα μπιζού κυκλοφορούσα. Τέλος
πάντων, αυτές είναι παλιές ιστορίες. Το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να κυκλοφορώ
και να οπλοφορώ, θα μου κλέψει κανείς την τσάντα και θα χάσω το πιστόλι.
--------------------------------
-Τι έπαθες, κυρία Αμαλία, κουτσάθηκες; με
ρώτησε προ ημερών ο Αλβανός, καθώς κατέβαινα τις σκάλες τις εισόδου.
Είναι ύπουλο πράγμα οι σκάλες, μπορεί να
κατρακυλήσεις, άμα δεν προσέχεις, και να βρεθείς στο τελευταίο σκαλί ένα μάτσο
σπασμένα κόκαλα. Ένα- ένα σκαλοπάτι τις κατεβαίνω προσεχτικά και πάλι φοβάμαι.
-Ναι, κουτσάθηκα, απάντησα ξερά.
Δεν θέλω πολλά πολλά μαζί του, πού ξέρω
εγώ τι παρέες έχει και πώς μου βρήκε το όπλο, καλύτερα να προσέχω.
-Να πάρεις ένα μπαστούνι. Κι άμα θέλεις,
σου στέλνω τη γυναίκα μου να σε βοηθά στις δουλειές και να σου ψωνίζει, να μην
ταλαιπωρείσαι στην ηλικία σου.
Δεν πας στο διάολο που θα βάλω εγώ Αλβανή
στο σπίτι μου να ψάχνει τα πράγματά μου. Να μάθετε πού έχω κρυμμένα τα λεφτά
μου να με ληστέψετε…
-Μια χαρά είμαι, δεν χρειάζομαι βοήθεια.
Ήρθε κοντά μου και μου ψιθύρισε στο αφτί:
-Το έχεις ακόμα το πιστόλι;
-Δεν σου’ πα πως θα το έδινα στον ανιψιό
μου;
-Ποιον ανιψιό, δεν έχεις εσύ ανιψιό.
Άμε στο διάολο που θα μου κάνεις και
ανάκριση τώρα, πονηρό υποκείμενο.
-Τι να το κάνεις, γριά γυναίκα, το πιστόλι…
άμα θες μου το πουλάς κι εγώ το αγοράζω, συνέχισε αυτός.
-Δεν το έχω, σου είπα. Και άντε, άσε με
τώρα.
Χμ, πολύ αέρα πήρε αυτός ο Αλβανός και δεν
μ’ αρέσουν αυτές οι οικειότητες, αλλά από την άλλη δεν πειράζει, καλό είναι να
υποπτεύεται πως έχω όπλο στο σπίτι, να προσέχει αυτός και οι παρέες του.
--------------------------------
Σάββατο βράδυ, έφαγα τη μακαρονάδα που
είχε περισσέψει από το μεσημέρι, έφαγα και τα φρούτα μου και είδα μια ταινία
στην τηλεόραση, ένα θρίλερ με κακοποιούς - μα τι κάθομαι και βλέπω τέτοια έργα
και μετά δεν μπορώ να κοιμηθώ; Τέλος πάντων…
Κατάπια και τα τελευταία χάπια της ημέρας
και πήγα να ξαπλώσω.
Όλο μου το κορμί πονάει, κλειδώσεις,
αρθρώσεις, κόκαλα, σάψαλο έχω γίνει πια. Και το μυαλό μου δεν μου τα λέει καλά
τελευταία, όλο κάτι ξεχνώ, ξεχνώ τα φώτα αναμμένα, ξεχνώ ονόματα, μπαίνω σ’ ένα
δωμάτιο και δεν ξέρω γιατί μπήκα. Της ηλικίας είναι, μου είπε τις προάλλες ο
γιατρός, γιατί εγώ φοβόμουν μην έχω Αλτσχάιμερ.
Ας είναι, πάω, ξαπλώνω στο κρεβάτι, σβήνω
τα φώτα και μένω στο σκοτάδι πολλή ώρα ξύπνια – και ο ύπνος μου έχει χαλάσει
τελευταία.
Καθόμουν εκεί στο κρεβάτι και ύπνος δεν με
έπαιρνε και κάπου κατά τις τρεις σηκώνομαι να πάω στην τουαλέτα, κανόνας αυτός
απαράβατος κάθε νύχτα, και μετά πάω και ως την εξώπορτα να ελέγξω ότι όλα είναι
εντάξει, κι αυτός επίσης απαράβατος κανόνας.
Και βλέπω πως έχω ξεχάσει να οπλίσω τον
συναγερμό. Στέκομαι εκεί σαν απολιθωμένη και κοιτάζω τον πίνακα του συναγερμού,
το κόκκινο φωτάκι σβηστό και το σπίτι μου έρμαιο στα χέρια των κακοποιών. Πάει,
το χάνω το μυαλό μου λίγο λίγο.
Κάνω ένα βήμα και τι βλέπω; Τι βλέπω,
Παναγία μου; Η εξώπορτα είναι μισάνοιχτη. Με πιάνει ένα τρέμουλο, άλλο πράγμα.
Ούτε την πόρτα δεν έκλεισα, πανάθεμα το μυαλό μου;
Όχι, την έκλεισα, την κλείδωσα, αυτό το
θυμάμαι πολύ καλά. Τρέμω σαν το ψάρι.
Και τότε τρώω την πρώτη κατραπακιά. Ούτε
που κατάλαβα από πού μου ήρθε. Τρώω και μια δεύτερη και πέφτω κάτω. Αφήνω ένα
βογκητό και κάποιος μού φράζει το στόμα:
-Σκασμός, παλιόγρια!
Κοιτάζω μέσα στο μισοσκόταδο, βλέπω έναν
άντρα από πάνω μου, μόνο αυτό είδα, αδύνατος ήταν, κοντός μού φάνηκε, πρόσωπο
δεν διέκρινα.
Πάει, κλείνει την πόρτα και έρχεται ξανά.
Μου δίνει μια κλοτσιά και με αρπάζει από τα μαλλιά:
-Πού έχεις τα λεφτά, μωρή παλιόγρια;
Και πέφτουν οι μπάτσες απανωτές. Τρώω και μια
γροθιά στο μάτι, Παναγιά μου Θεοκρατούσα, πάει το μάτι μου, το έχασα,
μονόφθαλμη θα μείνω…
Με σηκώνει από κάτω και με τραντάζει λες
και είμαι άψυχη κούκλα.
-Δείξε μου πού έχεις τα λεφτά να μην
καθυστερούμε!
Και βγάζει από την τσέπη του ένα μαχαίρι.
Βλέπω εγώ το μαχαίρι και λέω, ήρθε το
τέλος μου, θα με σφάξει σαν αρνί αυτός ο δαίμονας. Και πέφτουν απανωτές οι
μπάτσες και οι γροθιές.
-Ναι, παιδάκι μου, θα σου δείξω, λέω
τραυλίζοντας, μόνο μη με χτυπάς άλλο, θα με πεθάνεις, γριά γυναίκα.
Μου δίνει μια σπρωξιά:
-Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι;
Πάω να περπατήσω και πέφτω στους τοίχους
δεξιά κι αριστερά, έχω χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Κι αυτός από πίσω να μου
δίνει σπρωξιές και να κρατά και το μαχαίρι.
Μπαίνουμε στην κρεβατοκάμαρα, εδώ το φως
ήταν αναμμένο, αλλά τα ρολά κλειστά, κανείς δεν μπορούσε να μας δει απέξω. Ο
κακούργος μ’ ακολουθεί κατά πόδας. Ή ταν ή επί τας, λέω από μέσα μου. Ανοίγω το
συρτάρι του κομοδίνου, παίρνω το όπλο, γυρίζω και του σφυρίζω μια κι όπου θέλει
ας πάει.
----------------------------
-Έτσι που λέτε, κύριε αστυνόμε μου, έφαγα
το ξύλο της χρονιάς μου, βλέπετε πως με κατάντησε ο ληστής. Και δεν κουνήθηκε
φύλλο στην πολυκατοικία. Κανείς δεν νοιάστηκε. Ή πολύ βαριά κοιμούνται ή δεν
δίνουν φράγκο για τον διπλανό τους.
-Ναι, αλλά το πιστόλι πού το βρήκατε;
-Μου το πούλησε ο Αλβανός που μένει στο
ισόγειο.
Τι; Να του έλεγα ψέματα; Ας πάει να βρει
τον Αλβανό και να του ζητήσει εξηγήσεις.
-Και τι το θέλατε εσείς το πιστόλι στην
ηλικία σας;
-Μα τι λέτε τώρα… Εμείς οι ηλικιωμένοι το
χρειαζόμαστε περισσότερο, εμάς βάζουν στο μάτι οι κλέφτες που είμαστε αδύναμοι.
Ένα πιστόλι το χρειάζεται κάθε ηλικιωμένος.
-Ναι, αλλά τώρα μπλέξατε άσχημα.
Ναι, καλά! Τι θα μου κάνουν δηλαδή,
ογδόντα δύο χρονών γερόντισσα;
-Κρατούσε μαχαίρι σας λέω ο κλέφτης. Θα με
έσφαζε στο γόνατο σαν αρνί.
Μιλιά ο αστυνόμος. Ε, βέβαια, τι να πει;
-Για πείτε μου τώρα πώς ακριβώς έγινε.
Θέλω όλες τις λεπτομέρειες.
Σιγά μη σου πω όλες τις λεπτομέρειες.
Του είπα εκεί μερικά πράγματα, ότι ο
κλέφτης μ’ έδερνε και με ρωτούσε πού έχω τα λεφτά και κράδαινε και το μαχαίρι
κι εγώ του είπα, εντάξει, ό,τι έχω θα σου το δώσω, μόνο μη με χτυπάς και
ακολούθα με να σου δείξω την κρυψώνα. Κι αυτός τότε σταμάτησε να με δέρνει και
ερχόταν από πίσω μου και μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα, ανοίγω το συρτάρι του
κομοδίνου και βγάζω έξω το πιστόλι. Οπλισμένο ήταν, έτοιμο. Και τραβώ τη
σκανδάλη και όποιον πάρει ο χάρος σκέφτηκα. Ή θα τον πετύχω ή θα με σφάξει.
Τραβώ τη σκανδάλη και νιώθω ένα δυνατό τράνταγμα και πέφτω πάνω στον τοίχο. Ακόμα
με πονά η πλάτη μου. Και απέναντί μου ο άλλος σωριάστηκε χάμω και γέμισε αίματα
ο τόπος.
Όσες φορές και να με ρώτησε ο αστυνόμος,
τα ίδια του έλεγα.
Την αλήθεια του έλεγα. Μόνο που παρέλειψα
μερικές λεπτομέρειες που δεν είχαν σχέση με το γεγονός.
------------------------------
-Μ’ έφαγες, παλιόγρια!
Παραπάτησε, έγειρε προς τα πίσω και
σωριάστηκε στο πάτωμα. Έπιασε την κοιλιά του και τα χέρια του γέμισαν αίματα.
Έκανε να σηκωθεί από χάμω, το πάλεψε λίγο,
μετά παραιτήθηκε.
-Πάρε το πρώτων βοηθειών … παλιόγρια, τι
κάθεσαι και με κοιτάς; Θα πεθάνω από αιμορραγία, δε βλέπεις; Θα μ’ αφήσεις να
πεθάνω;
Άπλωσε το χέρι κι έπιασε το μαχαίρι του
που είχε πέσει λίγο πιο πέρα.
-Θα σε ξεκοιλιάσω, βρομόγρια…
Έκανε πάλι προσπάθεια να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε.
Έμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας χάμω. Το μαχαίρι κύλησε από το χέρι του. Η ανάσα
του ακουγόταν βαριά. Το αίμα ανάβλυζε από την κοιλιά του, απλωνόταν αργά στο
παρκέ.
-Πάρε τηλέφωνο την αστυνομία… παραδίνομαι…
παραδίνομαι, σου λέω! Τι στέκεσαι έτσι σαν άγαλμα; Θα με πυροβολήσεις πάλι;
Έσκυψε το κεφάλι και μουρμούριζε διάφορα
ακατάληπτα.
-Είμαι εικοσιπέντε χρονών, είπε κάποια
στιγμή. Εσύ πόσο είσαι; Πόσο είσαι; Ενενήντα; Εκατό; Πόσο είσαι;
Η ώρα περνούσε κι αυτός συνέχιζε να
παραμιλά. Άλλοτε έσκυβε το κεφάλι κι έμενε βουβός. Αναρωτιόμουν, αν είχε
πεθάνει. Μετά σήκωνε πάλι το κεφάλι:
-Πάρε τηλέφωνο να έρθουν. Πάρε, σε
παρακαλώ. Δεν με λυπάσαι; Πεθαίνω, δεν με λυπάσαι; Θα μ’ αφήσεις να πεθάνω;
Το αίμα του είχε σχηματίσει μια μικρή
λίμνη γύρω του. Ένα αυλάκι σχηματίστηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου.
Πήγα λίγο πιο πέρα να μη λερωθώ.
-Δεν έχεις μέσα σου ψυχή; Εικοσιπέντε
χρονών… η μάνα μου θα βάλει μαύρα…
Έσκυψε αποκαμωμένος το κεφάλι κι έμεινε
σιωπηλός.
Περίμενα λίγο, μετά κοιτάχτηκα στον
καθρέφτη που ήταν εντοιχισμένος στα αριστερά μου. Είχα τα μαύρα χάλια μου.
Ξεμαλλιασμένη, ξεραμένο αίμα στη μύτη μου, τα μάτια μου πρησμένα από το ξύλο. Μπλάβα
ολόκληρη η μούρη μου. Με δυσκολία κρατιόμουν να μη σωριαστώ κι εγώ στο πάτωμα.
-Πεθαίνω, μουρμούρισε ο άλλος από
απέναντι.
Κάθισα στο κρεβάτι άκρη άκρη και περίμενα.
Αυτός δεν ξαναμίλησε. Έγειρε το κεφάλι και
μόνο μια βαριά ανάσα, σαν ρόγχος ακουγόταν. Περίμενα υπομονετικά. Μετά από ώρα
έγινε απόλυτη ησυχία. Περίμενα ακόμα λίγο. Ύστερα σηκώθηκα και τον πλησίασα
προσεχτικά. Τον ταρακούνησα. Δεν αντέδρασε. Τον ταρακούνησα ξανά. Τίποτα.
Έχωσα το χέρι μου στις τσέπες του μπουφάν
του και βρήκα ένα εικοσάευρο κι ένα πενηντάευρο. Και κάτι εργαλεία. Διαρρηκτικά
προφανώς.
Πήρα τα χρήματα και τα φύλαξα στο κομοδίνο
μου. Ύστερα τηλεφώνησα στην αστυνομία.