«Το νιώθω να συμβαίνει και τυραννιέμαι»
Η Καίτη Βασιλάκου
στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Homo Aeternus» καταδεικνύει για άλλη μια φορά τη δεξιότητά της να στοχάζεται
πάνω σε βαθιές έννοιες και φιλοσοφικά ερωτήματα
μέσα από τις εμπνευσμένες ιστορίες της. Ήδη ο τίτλος του συγκεκριμένου βιβλίου
αποτελεί παραδοξολογία: τι είδους άνθρωπος (Homo) είναι αυτός που ζει αιώνια (Aeternus); Η κατάσταση ξεδιαλύνεται, φαινομενικά τουλάχιστον,
νωρίς, όπως μαθαίνουμε από τον Ρωμαίο, τον κεντρικό αφηγητή (και όχι «ήρωα»,
ευθυγραμμιζόμενος με το πνεύμα του βιβλίου).
Ο Ρωμαίος είναι ένα άφυλο ανδροειδές και ανήκει στους Homo Aeternus, ένα τύπο/είδος ρομπότ
που κατασκευάστηκε κάποτε από τον άνθρωπο, τον Homo Sapiens («Ο Λογικός Άνθρωπος»). Ο
τελευταίος, στο απροσδιόριστο μέλλον της ιστορίας, έχει εκπέσει ως είδος και
ζει σε καταυλισμούς, τους οποίους εποπτεύει ο Homo Aeternus. Ο Homo Aeternus είναι πλέον το κυρίαρχο
είδος στον πλανήτη και φροντίζει για την προστασία και επιβίωση των πλασμάτων
του, συμπεριλαμβανομένου και του είδους που τον κατασκεύασε. Πλασμένος κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωση του ανθρώπου, ο Homo Aeternus μοιάζει εξωτερικά με τον Homo Sapiens, αλλά διαχωρίζεται από εκείνον σε δύο πολύ βασικούς
τομείς: ο Aeternus, όπως φανερώνει και το
όνομά του, είναι, ως ρομπότ, άφθαρτος, αγέραστος και, άρα, αθάνατος. Επίσης,
είναι προγραμματισμένος έτσι, ώστε να μη βιώνει αισθήματα ή συναισθήματα,
καθοδηγείται μονάχα από μία αταλάντευτη ηθική, η οποία απορρέει από τη στυγνή
λογική του.
Η συγγραφέας δεν επικεντρώνεται τόσο
στο ζήτημα της θνητότητας, όσο στο δίπολο συναίσθημα – λογική ως την ειδοποιό
διαφορά μεταξύ Homo Sapiens και Homo Aeternus. Ο πρώτος, σε αντίθεση
με την ονομασία του, παρασυρμένος από το συναίσθημα και όχι καθοδηγούμενος από
τη λογική, έσπρωξε το είδος του στον μαρασμό. Από την άλλη, ο Aeternus ζει τη μηχανική ζωή του αρμονικά,
σε μια κατάσταση ουδέτερης αταραξίας. Τα ονόματα των μεν και των δε
καθρεφτίζουν τη διαφορετική συνθήκη στην οποία ζουν: Οι άνθρωποι του είδους Homo Sapiens φέρουν πλέον ονόματα που
προσιδιάζουν, θα έλεγε κανείς, σε κατοικίδια, όπως Ρίκο, Λούντι, και Σέντι. Αντίθετα,
τα μέλη του Homo Aeternus έχουν ονόματα που
θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν και τα επιτεύγματά της ανθρωπότητας: Σίλερ, Υπατία, Κλεοπάτρα, Καρλομάγνος, Θηρεσία,
Βιργίλιος και, φυσικά, Ρωμαίος.
Ο αναγνώστης του μυθιστορήματος αισθάνεται να υπάρχει ο
ίδιος μέσα στο χάσμα που χωρίζει την ξεπεσμένη αυτή εκδοχή του Homo Sapiens από τον Homo Aeternus. Καθώς η ιστορία προχωρεί,
το χάσμα όλο και βαθαίνει, τα ερωτήματα γίνονται πιο εμφανή και απαιτούν να ακουστούν.
Κάποια μέλη του Homo Aeternus, συμπεριλαμβανομένου και του Ρωμαίου, φαίνεται να κάνουν
ένα βήμα παραπέρα από αυτό που ορίζει το είδος τους, και διερωτώνται πάνω στην
έννοια και τη φύση των συναισθημάτων («γιατί [οι άνθρωποι] απέφυγαν να μας εμφυτεύσουν
συναισθήματα;», σελ. 9). Σταδιακά, η κατάσταση εκτροχιάζεται: ο Homo Aeternus διεξάγει πειράματα πάνω
στον εαυτό του για να δοκιμάσει συναισθήματα. Όσα περισσότερα συναισθήματα δοκιμάζει,
τόσο καλύτερα κατανοεί τη φύση του Homo Sapiens («ο δημιουργός μας… υπήρξε ένα τραγικό πλάσμα», σελ. 114).
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όσο πιο πολύ εξερευνά τη φύση (ψυχή;) του ανθρώπου,
τόσο περισσότερο του μοιάζει. Η ηθική του, άρα και η φύση του αλλάζει, ή, με
όρους βιολογίας, τα χαρακτηριστικά του είδους του μεταλλάσσονται.
Υπάρχουν άλλοι του είδους του όμως που παραμένουν αμετάκλητα
αρνητικοί σε αυτή την εξέλιξη («εμείς είμαστε μηχανές … Μια μηχανή δεν έχει
ανάγκη από συναισθήματα», σελ. 60) και επιμένουν πώς ο πειραματισμός με τα
συναισθήματα, τα οποία οδήγησαν τον Homo Sapiens στην παρακμή, δεν
αποτελεί πρόοδο αλλά οπισθοδρόμηση για το είδος του Homo Aeternus, ότι πρόκειται για ένα εσφαλμένο, εκούσιο πισωγύρισμα. Διερωτώνται,
αν η δοκιμή συναισθημάτων από τον Homo Aeternus αποτελεί κάποιον ιό στο
σύστημά του, ίσως κάτι ανάλογο με καρκινικά κύτταρα που απεργάζονται την
καταστροφή του ξενιστή τους ως είδους ή μήπως είναι ένα αναπόδραστο
χαρακτηριστικό που πέρασε μέσα του από τον Homo Sapiens, τον δημιουργό του,
τουλάχιστον σε κάποιες από τις «μηχανές».
Η Βασιλάκου με τη νευρώδη αφήγησή της θέτει ερωτήματα,
χωρίς να δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Οι διάλογοι και ο εσωτερικός διάλογος
κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς σκαλίζουν πανανθρώπινες και
διαχρονικές απορίες του ανθρώπου πάνω στη φύση και τον σκοπό της ύπαρξής του. Παρόλο
που ως βιβλίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφ’ εαυτού του, λόγω «σκηνικού» και περιεχομένου, αποκτά επιπλέον έναν αισθητά επίκαιρο χαρακτήρα με όλες τις πρόσφατες εξελίξεις
στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
Μπορεί το δημιούργημα να ξεπεράσει τον δημιουργό; Και αν
ναι, αυτό τι συνεπάγεται; Τι κάνει έναν
άνθρωπο άνθρωπο; Η βιολογία του, η συνείδησή του; Είναι το μέλλον όπως απεικάζεται
στο βιβλίο μια ουτοπία ή μια δυστοπία;
Εν τέλει, προσπαθεί ο Ρωμαίος στον Homo Aeternus να προσεγγίσει τον
Σαιξπηρικό έφηβο, του οποίου το όνομα φέρει, τον ήρωα αυτό, πασίγνωστο για τη
ζέση της αγάπης του, και σπάζοντας την υπαρξιακή ειρωνεία στην οποία είναι
φυλακισμένος, να γίνει σαν τη μηχανική εκδοχή του Πινόκιο, ένας «αληθινός
άνθρωπος»;
Και αν ναι, τα καταφέρνει; Εάν τα καταφέρνει, με τι
κόστος για τον ίδιο, τι τίμημα για τους γύρω του;
-------------------------
1 Η συγγραφέας έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με
παρεμφερή θεματολογία (λ.χ., Το Επίμονο Φαινόμενο, Ο Τέταρτος Κλώνος).