Κι έτσι απλά, πολύ
απλά, ακολουθώντας τον νόμο της βαρύτητας, σκοντάφτοντας σε ένα σκαλοπάτι ξαπλώθηκα
πάνω στη σκάλα με την τσάντα γεμάτη ψώνια στο ένα χέρι.
Μικρή η εσωτερική
σκάλα κι εγώ την ανέβαινα ελαφρώς αγκομαχώντας, όπως κάθε φορά που επιστρέφω με
ψώνια από το σουπερμάρκετ, κοιτάζοντας με ελπίδα και αισιοδοξία την πόρτα του
ασανσέρ λίγα μέτρα πιο πάνω.
Έτσι γίνεται συνήθως. Έτσι
γίνεται πάντα εδώ και λίγο καιρό.
Ανεβαίνω τη σκάλα, φτάνω
στο ασανσέρ λαχανιασμένη και με τη μάσκα να με πνίγει – καταραμένε κορονοϊέ –
πατώ το κουμπί, περιμένω ξεφυσώντας πάντα – καταραμένο τσιγάρο – έρχεται το
ασανσέρ, μπαίνω μέσα, πατώ το κουμπί, η καρδιά μου χοροπηδά μέσα στο πνιγηρό
δωματιάκι - έλα, κοντεύουμε, έλα, φτάσαμε, έλα, τα καταφέραμε κι αυτή τη φορά –
βγαίνω στον όροφό μου, ανοίγω την πόρτα, αφήνω κάτω τις τσάντες, αντισηπτικό
αμέσως, βγάζω τη μάσκα, βαθιές ανάσες, ζωή, ζωή – καταραμένη τρίτη ηλικία –
πετάω τα ρούχα, φορώ αυτά του σπιτιού, καρέκλα.
Καρέκλα για δυο τρία
λεπτά. Αυτό ήταν. Συνέρχομαι.
Αρχίζει τώρα η Τελετή.
Σαπούνια, αντισηπτικά
όλα εδώ. Τα ψώνια περνούν από απολύμανση ένα-ένα και τοποθετούνται στη θέση
τους. Με ενδιάμεσα διαλείμματα, διότι η Τελετή κρατά αρκετή ώρα. Και με ένα
μεγάλο διάλειμμα λίγο πριν το τέλος για τσιγάρο – αυτό έλειπε, να μην καπνίσω
το τσιγάρο μου.
Έτσι γίνεται πάντα.
Μόνο που σήμερα έγινε λίγο διαφορετικά. Σκόνταψα στο σκαλοπάτι και ξαπλώθηκα μπρούμυτα αγκαλιάζοντας τη σκάλα.
Πάνε τα καλάμια των ποδιών μου, σκέφτηκα, καθώς αυτά την πλήρωσαν
πέφτοντας με ορμή στις γωνίες που έχουν τα σκαλοπάτια. Ένιωσα πόνο και φαντάστηκα
τραγικές καταστάσεις, αστραπιαίες σκέψεις διαπέρασαν τον νου μου, αίματα,
γδαρμένο δέρμα, μήπως μόλυνση; Τι θα δω, όταν βγάλω το παντελόνι; Πώς θα
περιποιηθώ τα τραύματα; Με οινόπνευμα; Μάλλον όχι, καλύτερα με σαπούνι. Αυτά
όλα σε δέκατα δευτερολέπτου.
Σηκώθηκα ωστόσο αμέσως,
πήρα την τσάντα με τα ψώνια – εδώ που τα λέμε αυτή η στάση με ξεκούρασε κάπως
και η αναπνοή μου έγινε σχετικά κανονική – μπήκα στο ασανσέρ – τι θα δω, Θεέ
μου, τι θα δω – βγήκα από το ασανσέρ, μπήκα σπίτι, αντισηπτικό, η μάσκα στα
σκουπίδια, ναι, αλλά πρέπει πρώτα να απολυμάνω τα κατεψυγμένα λαχανικά, τα
υπόλοιπα ας περιμένουν, τα απολυμαίνω, τα βάζω στην κατάψυξη, ναι, αλλά θέλω
τουαλέτα τώρα, πάω στην τουαλέτα – δεν πέρασαν βλέπω τα αίματα στο παντελόνι –
τελειώνω με την τουαλέτα, ήρθε η
ώρα να γδυθώ -τι θα δω, Θεέ μου, τι θα δω…
Και δεν είδα τίποτε.
Μια χαρά ήταν τα πόδια
μου, ανύποπτα, αδιάφορα, πολύ καθημερινά. Βαθιά ανάσα ανακούφισης. Φτηνά τη
γλίτωσα τελικά.
Αλλά το καμπανάκι έχει
σημάνει:
Πρόσεχε, Καιτούλα, δεν
είσαι πια νέα, πρόσεχε, παιδάκι μου, γιατί μια μέρα θα το πάθεις αυτό εν μέση
οδώ, θα σκορπίσουν τα ψώνια από τις
τσάντες, εσύ θα προσπαθείς να σηκωθείς και δεν θα μπορείς, θα τρέξουν οι
συνάνθρωποι να σε σηκώσουν, εκατό κιλά γυναίκα, και θα αγανακτήσουν και το
χειρότερο, θα πρέπει μετά να σε δει γιατρός.
Πρόσεχε, Καιτούλα, κι
άλλαξε τακτική, πάνε πια οι δυνάμεις που είχες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου