Στα Χανιά που ζούσαμε
ήμασταν ξένοι. Ο πατέρας από την Τρίπολη μεταφυτευμένος στην Κρήτη από το
Δασαρχείο, όλα του τα χρόνια υπηρέτησε εκεί, αλλά δεν έγινε ποτέ Κρητικός. Δεν
μίλησε ποτέ την κρητική διάλεκτο, δεν άκουγε ποτέ κρητικά τραγούδια, δεν ένιωσε
ούτε μια στιγμή Κρητικός. Η καρδιά του είχε μείνει στην Αρκαδία, στην ιδιαίτερη
πατρίδα του.
Από την άλλη είχε
πλήρως ενσωματωθεί στο κρητικό περιβάλλον, είχε φίλους Κρητικούς και αγαπούσε
το νησί σαν δεύτερη πατρίδα του. Εξάλλου είχε παντρευτεί Κρητικιά, όχι όμως
Χανιώτισσα αλλά Ηρακλειώτισσα. Οι Ηρακλειώτες μιλούν τα κρητικά με βαριά
προφορά, οι Χανιώτες πολύ πιο ελαφρά. Το παιδί που απέχτησε, εμένα δηλαδή, το
άκουγε να μιλάει στην κρητική διάλεκτο, όπως την μιλούσαν οι Χανιώτες.
Η μαμά επέμενε να μιλά
τα κρητικά όπως στην ανατολική Κρήτη και συχνά ανακάτευε στο λεξιλόγιό της
λέξεις άγνωστες για μένα, λέξεις που προέρχονταν από ένα μακρινό παρελθόν που
ούτε και οι σύγχρονοι τότε Ηρακλειώτες της πόλης δεν έλεγαν πια. Ήταν λέξεις
του χωριού της που είχαν χαραχτεί στη μνήμη της από τότε που ήταν παιδάκι και
που δεν τις απαρνήθηκε ποτέ.
Είχε βέβαια την ευφυΐα
να μην τις λέει, όταν βρισκόταν μαζί με άλλους Χανιώτες, επειδή ήξερε ότι δεν
θα την καταλάβαιναν. Στο σπίτι όμως τις έλεγε συχνά. Αυτές οι λέξεις έχουν οι
περισσότερες χαθεί από τη μνήμη μου. Θυμάμαι πχ τη λέξη «λαβουρδάνα» που
την έλεγε, όταν ήταν πολύ νευριασμένη με κάτι και, αν δεν κάνω λάθος, τη
συνέδεε με την τύχη της. «Την τύχη μου τη λαβουρδάνα». Ουδέποτε έμαθα τι
σήμαινε αυτή η παράξενη λέξη που οπωσδήποτε δεν ήταν επαινετικός χαρακτηρισμός.
Τώρα που αποφάσισα να την αναστήσω, έψαξα στα λεξικά μου, δεν βρήκα τίποτε. Στο
διαδίκτυο βρήκα να υπάρχει στην κρητική διάλεκτο η λέξη «λαβουρντανιάζω»,
δηλαδή καίω κάτι με πολύ μεγάλη φλόγα. Υποθέτω ότι μια τύχη λαβουρδάνα πρέπει
να είναι αυτή που κατακαίει όποιον έχει βάλει στόχο. Κάτι μου λέει ότι είναι
βενετσιάνικο κατάλοιπο.
Πολύ πιο καθαρά
φαίνεται αυτό στη λέξη «βιλάνα». Έτσι χαρακτήριζε η μητέρα μου όποια
θεωρούσε ότι είχε κακό χαρακτήρα. Η αρχική σημασία της πρέπει να ήταν χωριάτα.
Καθαρά βενετσιάνικη λέξη.
«Α(χ)ύρι»,
μια άλλη λέξη, όπου το χι ακουγόταν πολύ αχνά. Σήμαινε το αχούρι.
«Τα(χ)τέρου»
με το χι επίσης να ακούγεται πολύ αχνά. Σήμαινε το άλλο πρωί τα χαράματα. Στο
διαδίκτυο βρήκα πως η σωστή κρητική λέξη είναι «ταχυτέρου».
Μια και βρήκα αυτό το
σάιτ με τις κρητικές λέξεις, έψαξα να βρω κι άλλες που έλεγε η μητέρα μου και
τις είχα ξεχάσει. Εντόπισα μερικές:
Λαδικό:
γυναίκα χαμηλής καταγωγής που γυρίζει στα σπίτια και κουτσομπολεύει.
Λιακόνι:
γυναίκα γεμάτη φαρμάκι για τους άλλους.
Ντρέτα:
ίσια.
Τσικάλι:
τσουκάλι, κατσαρόλα.
Φιλιότσα:
βαφτιστικιά.
Σερσέμης:
μίζερος.
Κορνιάζω:
μουδιάζω.
Σιγλί:
μεγάλο τσίγκινο σκεύος, κουβάς.
Διακονιάρης-α:
ζητιάνος-α.
Αρνεύγω:
ηρεμώ, ειρηνεύω, κάθομαι ήσυχος.
«Άσε μ’ εδά π’ αρνεύγω»
(άσε με ήσυχο, μη με εκνευρίζεις)
Ανεμίζω:
διαισθάνομαι, έχω κάπου τον νου μου.
Κούρκουτα:
παλιοπράγματα.
Θρουλώ:
θρυμματίζω με τα χέρια μου.
Αναθιβάνω:
μνημονεύω, αναφέρω.
Διαρμίζομαι:
ταχτοποιώ.
Δίμουρος:
διπρόσωπος.
Αθιβολή:
κουβέντα για κάποιον που απουσιάζει.
«Τώρα δα είχαμε την αθιβολή σου»
(όταν κάποιος εμφανίζεται στην παρέα, την ώρα που μιλούσαν γι’ αυτόν).
Ποδίδω:
καταντώ.
«Πώς πόδωσε έτσι!»
(πώς κατάντησε έτσι!)
Μαξούλι:
καρπός, συγκομιδή.
Μολάρω:
αφήνω, ελευθερώνω.
Καλιμέντο:
προκοπή.
«Τα είδαμε τα καλιμέντα του»
(ειρωνικά).
Κατσούνα:
μπαστούνι.
(Νομίζω ότι αρκετές
από αυτές τις λέξεις τις έλεγαν και οι Χανιώτες).
https://crete.mmx.gr/lexiko/%CE%B1?page=50
Μολονότι αυτές τις
λέξεις δεν τις έλεγε ποτέ έξω η μητέρα μου, όμως τις έλεγε συχνά στο σπίτι κι
εγώ, καθώς το είχα προσέξει και καθώς στην καθημερινότητά μου δεν τις άκουγα
πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν τις είπα ποτέ. Αλλά τις ήξερα.
Μια λέξη όμως δεν
μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς: το μαξούλι. Η μητέρα μου το έλεγε
ειρωνικά για κάποιους που είχαν αποχτήσει μωρό: «Έβγαλαν το μαξούλι τους βόλτα».
Μόλις σήμερα έμαθα την ακριβή σημασία της λέξης: καρπός, συγκομιδή.
Καμιά φορά και τώρα,
όταν πχ στο ψυγείο υπάρχει παγωτό, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται: «χμ,
ανεμίζω το παγωτό στο ψυγείο», που σημαίνει ότι δεν ηρεμώ, έχω τον νου μου στο
παγωτό και θέλω να το φάω. Είναι η μόνη λέξη από εκείνο το μακρινό μητρικό
λεξιλόγιο που χρησιμοποιώ πότε πότε.
Κατά τα άλλα, όσο
ζούσα στα Χανιά, μιλούσα όπως οι Χανιώτες που και αυτοί είχαν ένα ιδιότυπο
λεξιλόγιο για πολλές λέξεις. Ο πατέρας μου που τριάντα πέντε χρόνια στο νησί
δεν τον άκουσα να λέει ούτε μια λέξη στο κρητικό ιδίωμα, δεν με διόρθωσε ποτέ.
Όταν ήρθα στην Αθήνα,
το εγκατέλειψα πολύ γρήγορα. Έμαθα πχ να μη λέω «μπογιάδες» αλλά μπογιές.
Απέβαλα το «τσαι» και έλεγα «και». Και μια φορά, λίγους μήνες αφότου είχα έρθει
στην πρωτεύουσα, καθώς την επομένη είχαμε αργία και δεν θα πηγαίναμε σχολείο,
είπα στις καινούργιες μου φίλες:
«Α, τι ωραία! Αύριο θα έχουμε
ξεκουράδα!»
Τα κορίτσια με κοίταξαν κατάπληκτα:
«Τι είπες;»
«Αύριο θα έχουμε ξεκουράδα», επανέλαβα ανύποπτη.
Έβαλαν όλες τα γέλια κι εγώ τις κοίταζα απορημένη.
«Γιατί γελάτε;»
«Μα τι λέξη είναι αυτή που είπες;»
«Ποια; Την ξεκουράδα;»
Νέα γέλια κι εγώ να μην καταλαβαίνω γιατί γελάνε. Έπειτα
έσκυψε μία στο αφτί μου και μου εξήγησε:
«Κουράδα σημαίνει μια μεγάλη-μεγάλη σκ*τούλα».
Έβαλα κι εγώ τα γέλια και πήρα το μάθημά μου.
Ωστόσο – διατί να το
κρύψωμεν άλλωστε – μ’ αρέσει να ακούω τους Κρητικούς να μιλάνε τα κρητικά και
αυθορμήτως κι εγώ αρχίζω να μιλώ μαζί τους, όπως μιλούσα κάποτε.
Στη φωτογραφία: Κασταμονίτσα Πεδιάδος, Ηράκλειο, το χωριό της μητέρας μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου