1/8/21

Τριήμερος καύσωνας 1979

 

 

 


 


Ο πρώτος καύσωνας του καλοκαιριού μάς βρήκε απροετοίμαστους και μας ξετίναξε.

Μερικοί πέθαναν, όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι ζωντανοί κλειστήκαμε πανικόβλητοι στα σπίτια μας, όπου  με τρόμο ανακαλύψαμε ότι το νερό έτρεχε από τις βρύσες αδυνατισμένο και μετά από λίγες ώρες σταμάτησε εντελώς. Αρχίσαμε τότε να πίνουμε κόκα κόλες και άλλα αναψυκτικά. Τα μπουκάλια τα πετούσαμε με μίσος από τα μπαλκόνια κι αυτά στοιβάζονταν μαζί με τους σωρούς των σκουπιδιών στα πεζοδρόμια. Η πόλη έπεσε καταγής αφυδατωμένη και πνευστιώσα, σε λίγες μέρες θα πέθαινε ολόκληρη.


«Δεν έχει νόημα να διαμαρτυρηθείς, αυτοί ξέρουν», είπε η Μιμή στον εαυτό της και γδύθηκε εντελώς.


Ξάπλωσε στον καναπέ παρέα με τα αναψυκτικά κι έπινε κάθε τόσο από μια γουλιά. Η τηλεόραση διασκέδαζε τα πλήθη με ασπρόμαυρες εικόνες.


«Νερό», βόγκηξε ξαφνικά η Μιμή, «θέλω επειγόντως νερό!»


Οι βρύσες σιωπηλές. Ένα ρυάκι ιδρώτα κατέβαινε από το λαιμό της και προχωρούσε στο στομάχι και την κοιλιά, από όπου διακλαδιζόταν κατόπιν σε άλλα μικρότερα αυλάκια. Η Μιμή τα κοίταξε επίμονα. Κάποτε πρέπει να σταματήσουν, σκέφτηκε. Αλλά τα ρυάκια κατέβαιναν συνεχώς.

 

«Νερό!» ξαναφώναξε, «θα αφυδατωθώ, θα ξεραθώ, στο τέλος θα κονιορτοποιηθώ!»

 

Τα μπουκάλια με τα αναψυκτικά άδειαζαν συνέχεια, οι βρύσες βουβές, η τηλεόραση αδιάφορη για το δράμα. Στην πόλη είχε πέσει μια παράξενη σιγή.

 

Υπάρχουν άραγε οι άνθρωποι, αναρωτήθηκε η Μιμή ανοίγοντας την τρίτη πορτοκαλάδα, ή μήπως κάτι έγινε και εξαφανίστηκαν; Μήπως άρχισαν οι πιο αδύναμοι να εξαερώνονται; Μήπως οι πιο προνοητικοί έσκαψαν λαγούμια βαθιά στη γη και χώθηκαν;

 

Σιγή. Μόνο οι κάθετες κακές ακτίνες του ήλιου κυριαρχούσαν στον κόσμο ως αναπότρεπτο γεγονός.

 

«Θα γίνουμε όλοι μια ωραία ζελατίνα και θα χυθούμε όπως το σιρόπι στην πλησιέστερη θάλασσα», μονολόγησε η Μιμή και πέταξε το άδειο μπουκάλι από το μπαλκόνι.

 

 

Κατά το βραδάκι ακούστηκαν μερικοί ήχοι μέσα στην απόλυτη άπνοια. Σερνάμενες καρέκλες, κάτι πνιχτά βηξίματα, τα ρολά που ανέβαιναν. Στα μπαλκόνια ξεπρόβαλαν εξαθλιωμένες σιλουέτες γυναικών με κομπινεζόν και μεγάλα αγωνιώδη μάτια, οι άντρες με σορτς ή ίσως σώβρακα, τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί. Οι τηλεοράσεις φώναζαν και τραγουδούσαν εντελώς άσχετα, οι βρύσες πεισματωμένες και κιτρινιάρες, στεγνές.

Ερχόταν μια άγρια νύχτα, όλοι ξέραμε τι μας περίμενε.

 

Η Μιμή φόρεσε το νυχτικάκι της και βγήκε στο μπαλκόνι. Το γκαράζ από κάτω εγκαταλειμμένο, όπως μετά από επιδρομή. Πού ήταν άραγε κρυμμένοι οι γκαραζιέρηδες και γιατί κανένα αυτοκίνητο δεν κόρναρε πια; Οι πολυκατοικίες απέναντι ένα ανοιχτό θέατρο, όλα στη φόρα μαζί με τη δυστυχία που περιπλανιέται τέτοιες ώρες μέσα στα μικροσκοπικά δωμάτια.

 

Ο τόπος γενικά ξερός.

 

Και τότε σαν μήνυμα από ένα κόσμο μακρινό και ξένο, χτυπά ξαφνικά το τηλέφωνο. Η Μιμή τρέχει με όσο κουράγιο διαθέτει, ενώ στη διαδρομή, περνώντας από την τραπεζαρία, το σαλόνι και το χολ, κάνει αστραπιαία χιλιάδες σκέψεις: ποιος να είναι, ίσως κάποια εμπλοκή, ίσως λάθος, ίσως κανένας ενοχλητικός  συγγενής, ίσως από την εταιρία υδάτων – μα τι λέω, αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο – «εμπρός;» λέει ανιχνευτικά και είναι ο ωραίος Αλέκος.

 

-Πάμε στη θάλασσα, Μιμή;

 

-Τέτοια ώρα;

 

-Τι έχει η ώρα;

 

-Είναι πλέον νύχτα.

 

 -Ε, και;

 

-Έχεις δίκιο, δεν έχει σχέση η νύχτα.

 

Η Μιμή ξεχνά όλη την τραγωδία και ετοιμάζεται εν ριπή οφθαλμού.

 

 

Ο Αλέκος φορά γυαλιά, οδηγεί ένα ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο και είναι από τους αριστοκράτες του είδους των ελληνικών ταινιών. Μένει κάπου στα πολύ βόρεια  προάστια , έχει καλούς τρόπους και λεπτό χιούμορ. Κάτι σαν Αλέκος Αλεξανδράκης δηλαδή.

 

Η Μιμή δεν ξέρει τι να κάνει τα ανόητα χέρια της και δεν μπορεί να συγκρατήσει το ανόητο στόμα της να μη λέει βλακείες. Η Μιμή έχει πάψει από ώρα να είναι η Μιμή, τώρα είναι μια στάρλετ του ελληνικού σινεμά που ετοιμάζεται να αποκαλύψει τις καμπύλες της στις επικείμενες θάλασσες, όπου απελπισμένοι αστοί βουτούν κατά χιλιάδες και βοούν. Εδώ βρίσκονται λοιπόν οι χαμένοι άνθρωποι, κάτω από ένα φεγγάρι κίτρινο σαν τον κρόκο του αυγού. Η θάλασσα είναι χλιαρή σαν χαμομήλι και ο ωραίος Αλέκος πολύ σίγουρος για τον εαυτό του.

 

Η Μιμή εξακολουθεί να λέει βλακείες.

 

Στις δύο το πρωί επιστρέφουν και βρίσκουν μια πόλη ξάγρυπνη, ακουμπισμένη με απόγνωση  στα μπαλκόνια και στις ταράτσες. Κανείς αναίσθητος δεν κοιμάται και όλοι λένε και ξαναλένε τα ίδια κουρασμένα πράγματα.

 

Η Μιμή κατεβάζει τα ρολά και αγκαλιάζει τον Αλέκο. Ο ιδρώτας, όπως πάντα, τρέχει σχηματίζοντας νέους συνδυασμούς ρυακιών, οι βρύσες βγάζουν κάτι περίεργα κρωξίματα, στα νοσοκομεία οι γεροντότεροι αφήνουν περίπου τους ίδιους ήχους. Η πόλη ολόκληρη αγκομαχάει, αλλά η Μιμή αγκαλιάζει τον Αλέκο και τα ξεχνά όλα, ούτε τη ζέστη θυμάται πια.

 

Στις τέσσερις ο  Αλέκος σκουπίζει τον ιδρώτα του με ένα χαρτομάντιλο, σηκώνεται και φορά το παντελόνι του. Η Μιμή τον κοιτάζει και δεν καταλαβαίνει. Αυτός καθαρίζει το λαιμό του.

 

-Πρέπει δυστυχώς να φύγω, λέει. Έχω υποσχεθεί στη μητέρα μου να την πάω αύριο πρωί-πρωί  στο Ξυλόκαστρο.

 

Η Μιμή μένει άφωνη σαν βρύση.

Αυτός κουμπώνει με αργές κινήσεις το πουκάμισο, παίρνει έπειτα τα γυαλιά του  και τα φορά.

 

-Λοιπόν, θα τηλεφωνηθούμε, της λέει.

 

-Βεβαίως, του απαντά η Μιμή και βράζει από θυμό.

 

Ο Αλέκος φεύγει καθαρίζοντας επίμονα το λαιμό του.

 

Ξαφνικά η Μιμή θυμάται τη ζέστη και ορμά στις πόρτες και τα παράθυρα. Το ξημέρωμα τη βρίσκει να κοιτάζει ηλίθια τους απέναντι.

 

 

Τη δεύτερη μέρα ο καύσωνας ήταν το ίδιο φοβερός, μπορεί και φοβερότερος. Στις ειδήσεις μετρούσαμε τους νεκρούς. Τα σκουπίδια στα πεζοδρόμια έζεχναν, μπορούσες με λίγη διεισδυτικότητα να δεις τα διαφανή κύματα αποφοράς που ανέβαιναν σαν θυμίαμα πάνω από τους  σωρούς. Στη γωνία ένα ψόφιο περιστέρι. Το νερό πάντως ήρθε και ξέπλυνε τα γλιτσιασμένα κορμιά μας από όλους τους ρύπους.

 

Η Μιμή ξύπνησε κατά τις τρεις  μ’ ένα στόμα πικρό και ξερό και με γενικώς κακή διάθεση. Θυμήθηκε τον Αλέκο και ξαναθύμωσε, πριν καλά- καλά νιώσει πως κολυμπούσε στον ιδρώτα της. Έπειτα την τύλιξε ο καύσωνας και την εξουθένωσε σε δευτερόλεπτα. Σηκώθηκε με βαριά, κουτά βήματα και ξάπλωσε στον καναπέ. Έμεινε εκεί κάμποση ώρα  κοιτάζοντας χωρίς νόημα τα αντικείμενα. Καμιά σκέψη δεν κινιόταν μέσα στο κεφάλι της και καμιά επιθυμία δεν γεννιόταν. Τέλος έφτιαξε καφέ και κάθισε να τον πιει στην κουζίνα.

 

Η πόλη ήταν μια έρημη πόλη. Ο ήλιος υπήρχε εκεί έξω αποτρόπαιος και καταλύτης, η ζωή με ένα τέτοιον ήλιο ήταν μια κτηνώδης υπόθεση.

 

Πήγε και ξαναξάπλωσε. Έπειτα σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Έπειτα ξαναξάπλωσε. Σε λίγο σηκώθηκε, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε μια κόκα κόλα, την άνοιξε και ξαναξάπλωσε. Άρχισε να την πίνει γουλιές-γουλιές. Έπειτα μπήκε στο μπάνιο κι έκανε ένα ντους. Βγήκε γυμνή και βρεγμένη και πήγε στην τραπεζαρία. Από τα κατεβασμένα ρολά είδε απέναντι άλλα κατεβασμένα ρολά. Εκεί μέσα  οι άνθρωποι –ποντίκια βαριανάσαιναν και κυκλοφορούσαν από σκοτάδι σε σκοτάδι σαν τις σκιές του κάτω κόσμου.

 

Η πόλη ήταν γεμάτη αόρατους ανθρώπους.

Η πόλη είχε γίνει φρόνιμη.

Η πόλη είχε μεταμορφωθεί σε στρείδι με το ψαχνό της κρυμμένο καλά  μέσα στα σκοτεινά δωμάτια.

 

Η Μιμή θυμώνει με την απαράδεκτη ζέστη και τη μισεί όσο περίπου και τον Αλέκο. Ξαπλώνει στον καναπέ και μένει ακίνητη για ώρα πολλή.

 

Και τότε ξαναχτυπά το τηλέφωνο.

 

Δύο τηλεφωνήματα μέσα δύο μέρες – αυτό είναι εναντίον κάθε λογικής και στατιστικής.

 

Η Μιμή επανέρχεται με δυσκολία στον εαυτό της , τον συγκεντρώνει όσο  πιο νοικοκυρεμένα μπορεί και κατευθύνεται προς το τηλέφωνο, ενώ μερικά κομμάτια της αιωρούνται ακόμη στη ζεστή ατμόσφαιρα σαν εκτοπλάσματα.

 

-Εμπρός, λέει.

 

Αυτή τη φορά είναι ο κύριος Σπύρος  από το Αίγιο.

 

Είναι όμως κι αυτή η φοβερή ζέστη και η απέραντη πλήξη και η ακατοίκητη πόλη με τους ποντικούς. Είναι επίσης ο απαράδεκτος Αλέκος που σηκώθηκε κι έφυγε τα ξημερώματα. Είναι και άλλα πολλά πράγματα, μεγάλα, μικρά, ορατά και αόρατα που υπάρχουν και προσδιορίζουν τη Μιμή.

 

-Εν τάξει, λέει στον κύριο Σπύρο και αρχίζει να ετοιμάζεται.

 

 

Ο κύριος Σπύρος  οδηγεί ένα παλιό Τογιότα, έχει μακρύ νύχι στο μικρό του δαχτυλάκι και λέει τις μισές λέξεις λάθος. Είναι ο λαϊκός τύπος που τα σπάει στα σκυλάδικα και εκμεταλλεύεται τη Τζένη Καρέζη που δεν τον αγαπά. Φέρνει κάτι σε Διονύση Παπαγιαννόπουλο  ή Σπύρο Καλογήρου, στο πιο αδύνατο.

 

Η Μιμή απόψε είναι  Τζένη Καρέζη, μιλά λίγο και ακατάδεχτα και ξέρει πολύ καλά τι να κάνει τα ντελικάτα χέρια της. Στο σκυλάδικο όμως αποκλίνει κάπως από το ρόλο της και αυτοσχεδιάζει, πίνει μέχρι αναισθησίας και μετά ανεβαίνει στην πίστα και χορεύει τσιφτετέλι. Ο κόσμος ενθουσιάζεται, ο κύριος Σπύρος σπάει πιάτα και όλοι διασκεδάζουν όμορφα. Κανείς δεν ζεσταίνεται.

 

Τα ξημερώματα η Μιμή κατεβάζει ξανά τα ρολά και αγκαλιάζει τον κύριο Σπύρο. Στα μπαλκόνια τα φαντάσματα λένε ακριβώς τα ίδια που έλεγαν και την προηγούμενη νύχτα και η Μιμή κάνει ακριβώς τα ίδια που έκανε και χθες με τον  Αλέκο. Μόνο που ο κύριος Σπύρος δεν φεύγει, κοιμάται μαζί της πάνω στα υγρά σεντόνια. Το άλλο πρωί την αποχαιρετά κι αφήνει κάτι πάνω στο τραπέζι. Η Μιμή ξαναπέφτει στο κρεβάτι και συνεχίζει τον ύπνο ως τις δώδεκα.

 

 

Την τρίτη μέρα του καύσωνα μπήκαμε κι εμείς για λίγο  στην ιστορία της Μιμής. Μας τηλεφώνησε  μεσημεριάτικα και μας κάλεσε σε συμβούλιο. Περιμέναμε πρώτα να πέσει ο ήλιος και μετά ξεμυτίσαμε προσεχτικά. Αεράκι δεν φυσούσε ούτε κατ’ υπόνοια. Μερικοί περιπατητές είχαν πάρει ένα περίεργο, πεπλατυσμένο  σχήμα, λες και είχε αυξηθεί απότομα η βαρύτητα και τους τραβούσε προς τα κάτω. Κοιταχτήκαμε ανήσυχες. Μήπως άρχιζε έτσι η αλλοίωση; Σε μας πάντως η μόνη φανερή αλλοίωση ήταν τα ιδρωμένα, λιγδωμένα μαλλιά μας.

 

Χτυπήσαμε το κουδούνι της Μιμής και περιμέναμε εξαντλημένες  να μας ανοίξει.

 

Η Μιμή μάς περίμενε με το νυχτικάκι της, μας έβγαλε στο μπαλκόνι και μας κέρασε αναψυκτικά. Απέναντι το θέατρο μόλις είχε ξεκινήσει -  τα παιδιά απόντα, πού τέλος πάντων είχαν πάει τα παιδιά, δεν γίνεται μια ολόκληρη πολυκατοικία να είναι χωρίς παιδιά. Ένας κύριος που δεν ήταν πια κύριος με αυτό το ελεεινό κοντό παντελονάκι και τις  σαγιονάρες, καθόταν μελαγχολικά και παρακολουθούσε τα νέα από την τηλεόραση. Η γυναίκα του περιφερόταν αναμαλλιασμένη. Στα άλλα διαμερίσματα η ίδια πάνω κάτω  εικόνα εγκατάλειψης.

 

Η Μιμή μάς αφηγήθηκε τα καθέκαστα, μετά έφερε από μέσα το χιλιάρικο και μας το έδειξε. Χαμογελούσε περίεργα.

 

-Και γιατί άφησε αυτό το χιλιάρικο, Μιμή;

 

Σ’ αυτό δεν υπήρχε απάντηση.

 

-Μήπως σε πέρασε για ιερόδουλη;

 

-Μα τι λέτε τώρα, ο άνθρωπος ξέρει πως είμαι φοιτήτρια.

 

-Και ο Αλέκος;

 

Η Μιμή μάς κοιτάζει με θυμό, σφίγγει τα χείλια και αρνείται να απαντήσει.

 

-Κοίτα μη χάσεις τον Αλέκο, Μιμή. Άσε το χοντρέμπορο, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά.

 

Η Μιμή παίρνει μια έκφραση παιδιού που δεν καταλαβαίνει τις πολύπλοκες σκέψεις των μεγάλων. Πίσω της σχηματίζονται πολλές άλλες Μιμές που χοροπηδούν  με συνοδεία πρωτόγονων τυμπάνων. Εκείνη δεν μπορεί να δει τους πολλαπλούς άυλους εαυτούς της, λέει μόνο θυμωμένα:

 

-Ο Αλέκος έσβησε για πάντα.

 

Καμιά συμβουλή μας δεν φάνηκε να την επηρεάζει. Το συμβούλιο έληξε με την αρχική απόφαση της Μιμής, εμείς παίξαμε απλώς διακοσμητικό ρόλο. Φύγαμε μετά το τελευταίο δελτίο καιρού με μια μικρή ελπίδα στην καρδιά μας. Αύριο θα φυσούσε, είπαν, ένα υποτυπώδες αεράκι.

 

Όταν έμεινε μόνη η Μιμή, πήρε ξανά το χιλιάρικο και το μελέτησε. Ήταν ένα χιλιάρικο ακριβώς το ίδιο με όλα τα άλλα, ένα περισσεύον χιλιάρικο, με το οποίο δεν ήξερε τι να αγοράσει. Ένα γοητευτικό χιλιάρικο φορτωμένο μοιχεία και πρόστυχο σεξ. Το πήρε μαζί της στο κρεβάτι και το κοίταζε στο μισοσκόταδο, ώσπου την πήρε ο ύπνος.

 

 

Την άλλη μέρα ο καιρός άλλαξε, το προβλεφθέν αεράκι φύσηξε και σηκώθηκε η αποφορά της πολιτείας ως τα ουράνια. Στα νοσοκομεία πέθαναν και τα τελευταία θύματα  του καύσωνα, κάτι γέροντες.

 

Οι υπάλληλοι του δήμου που όλον αυτό τον καιρό είχαν λουφάξει σε άγνωστα, απρόσιτα υπόγεια, πέρασαν τελικά με τα απορριμματοφόρα και μάζεψαν τα σκουπίδια. Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν πιο δυνατά και στους δρόμους ακούστηκαν οι πρώτες βρισιές των οδηγών. Η πόλη ξανάπαιρνε τη γνώριμη όψη της και ο Αλέκος γύρισε από το Ξυλόκαστρο.

 

Η Μιμή εκείνη την ώρα ξύριζε τις γάμπες της.

 

-Ήρθα, της είπε στο τηλέφωνο.

 

-Ο καύσωνας όμως έφυγε, του είπε αυτή.

 

-Θέλω να επανορθώσω για προχθές.

 

-Τι έγινε προχθές, δεν πρόσεξα, είπε η Μιμή που δεν ήταν πια η Μιμή, αλλά η Μαίρη Χρονοπούλου που παίζει τους άντρες σαν κομπολόι με τις χάντρες.

 

Ο Αλέκος κατέβασε το ακουστικό, μπήκε το σπορ ανοιχτό αμάξι του, πάτησε το γκάζι μέχρι τέρμα και εξαφανίστηκε από τη ζωή της Μιμής.

 

Η Μιμή χαμογέλασε αδιάφορα. «Δεν ήταν ποτέ ο τύπος μου», εξήγησε στη Μιμή. Η Μιμή τής απάντησε ότι ο Αλέκος είχε όλα τα προσόντα για μια ωραία σχέση που μπορεί να κατέληγε κάποτε σε ένα επιτυχημένο γάμο. Η Μιμή της ανταπάντησε ότι ο άνδρας αυτός είχε κάνει το μοιραίο λάθος να την προσβάλει. Τότε της είπε η Μιμή ότι ο κύριος Σπύρος την είχε προσβάλει ακόμα περισσότερο με κείνο το ποταπό χιλιάρικο. Η Μιμή θύμωσε πολύ και της πέταξε την ξυριστική μηχανή στα μούτρα. Με τη σειρά της η Μιμή τής πέταξε όλα τα επιστημονικά συγγράμματα κάτω κατηγορώντας την ότι δεν ήταν άξια για τίποτα σοβαρό. Η Μιμή τότε έγινε έξαλλη και την αποκάλεσε ηλίθια και χαζοχαρούμενη που δεν ξέρει τι να κάνει τα χέρια της. Και τότε η Μιμή που της το φύλαγε από καιρό την είπε τσούλα, καμπαρετζού και γυναίκα των καταγωγίων.

 

Η Μιμή άκουσε τις ύβρεις με εκπληκτική ψυχραιμία. Έπιασε ύστερα τη Μιμή από το λαιμό και την έπνιξε. Πήρε το πτώμα της κατόπιν και το πέταξε από το μπαλκόνι στο δρόμο. Εκείνη τη στιγμή περνούσε από κάτω το απορριμματοφόρο του δήμου.

 

-Έπαθε ασφυξία από τη ζέστη, φώναξε στους ανθρώπους που κοίταζαν απορημένοι το πτώμα.

 

Τα σκουπίδια ανακατεύτηκαν με το κορμί της Μιμής και χάθηκαν όλα μαζί με θόρυβο μέσα από μια τρύπα.

 

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Μιμή ήταν έτοιμη, μακιγιαρισμένη και ανάλογα με τον ρόλο της ντυμένη.

 

-Κατεβαίνω, είπε στον κύριο Σπύρο.

 

Επί τέλους απόψε η βραδιά ήταν δροσερή.

 

-Πού γουστάρεις να πάμε; Ρώτησε ο κύριος Σπύρος.

 

Η Ζωή Λάσκαρη δίπλα του χαμογέλασε αινιγματικά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: