Πόσο κοντά νιώθουμε
ότι είμαστε με κάποιον σπουδαίο συγγραφέα ή ποιητή που έζησε αιώνες πριν από
μας;
Τα μεγάλα, τα
διαχρονικά έργα μάς αρέσουν, ακόμα κι αν μας χωρίζουν από τον δημιουργό αιώνες
αιώνων. Νιώθουμε - ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε - την ίδια συγκίνηση με
εκείνον και με τους αναγνώστες του καιρού τους. Νιώθουμε - ή έτσι πιστεύουμε -
ότι ταυτιζόμαστε μαζί του και με τους αρχαίους αναγνώστες του.
Η ταύτιση όμως αυτή
και η συγκίνηση έχει νομίζω τα όριά της. Για την ακρίβεια, διαβάζοντας έργα
τόσο πολύ παλιά, επικοινωνούμε με το πνεύμα του δημιουργού και ίσως
μοιραζόμαστε μαζί του τα ίδια συναισθήματα, αν και θα έλεγα, για να είμαστε
σαφέστεροι, ότι μοιραζόμαστε μαζί του παρόμοια, όχι ίδια συναισθήματα.
Φυσικά είναι πολύ
σπουδαίο αυτό, να ευφραίνεται το πνεύμα ενός σημερινού αναγνώστη με το έργο
ενός πνεύματος που υπήρξε στο μακρινό παρελθόν, να ξυπνούν μέσα του
συναισθήματα παρόμοια με αυτά που είχαν εγερθεί πριν από πολλούς αιώνες.
Όμως πέρα από αυτό το
πολύ σημαντικό τίποτε άλλο κοινό δεν μπορούμε να έχουμε εμείς με τον δημιουργό
και τους αναγνώστες του που έζησαν σε άλλες εποχές, σε διαφορετικό δηλαδή
ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Μελετώ αυτόν τον καιρό
τα σατιρικά επιγράμματα του Μαρτιάλη και τα απολαμβάνω. Συμμετέχω δηλαδή στο
πνευματικό έργο που παρήγαγε ο ποιητής και γελώ συχνά ή κουνώ το κεφάλι με
πλήρη κατανόηση σε όσα καταγγέλλει. Με άλλα λόγια συμμετέχω όχι μόνο πνευματικά
αλλά και συναισθηματικά. Νιώθω ότι ο ποιητής κάθεται δίπλα μου και μου
ψιθυρίζει τα ποιήματά του κι εγώ αντιδρώ, όπως εκείνος θα ήθελε. Συναντιούνται
επομένως οι κόσμοι μας σε κάποιο κοινό σημείο.
Αλλά ως εκεί.
Γιατί ο Μαρτιάλης
έζησε σε άλλη εποχή, είδε και βίωσε πράγματα που εγώ δεν μπορώ να φανταστώ,
μόνο κάποια λίγα σκόρπια λείψανα της εποχής του έχουν διασωθεί σήμερα από εκείνα
τα πολύ παλιά χρόνια.
Δεν ξέρω πώς ήταν το
σπίτι του και τι έβλεπε βγαίνοντας από αυτό. Δεν ξέρω καν τις μυρωδιές που
οσφραινόταν, όταν τριγύριζε στους δρόμους της Ρώμης, τις φωνές που άκουγε, τις
μορφές των ανθρώπων που έβλεπε, τα μαγαζιά της πόλης, τις καλύβες των φτωχών
και τα μέγαρα των πλουσίων.
Δεν ξέρω τι έτρωγε,
δεν ξέρω πώς περνούσε στις συντροφιές των φίλων του. Αν πήγαινε σε θεάματα και
σε ποια. Θα ήταν προφανώς εξοικειωμένος με τη βία και τον φόβο του αυτοκράτορα,
της διοίκησης και του στρατού. Με τη δουλεία και τη βαναυσότητα. Με την
εκπόρνευση ανηλίκων και την παιδεραστία. Με τις εκτελέσεις δούλων και
αιχμαλώτων. Με τις εξορίες συμπολιτών του και με τις διατεταγμένες αυτοκτονίες
τους. Με τους πρόωρους και ξαφνικούς θανάτους νέων ανθρώπων. Με τις αθεράπευτες
ακόμα τότε αρρώστιες που βασάνιζαν τους συγκαιρινούς του. Με την έκθεση βρεφών
στα αζήτητα.
Ο Μαρτιάλης έζησε σε
μια εποχή πολύ σκληρή που εμείς οι σημερινοί άνθρωποι δεν θα αντέχαμε να
ζήσουμε. Παραθέτω εδώ σε δική μου μετάφραση δυο αποσπάσματα από δυο επιγράμματά του και ελπίζω να μη
φρίξετε, όπως έφριξα εγώ.
Στο πρώτο ο Μαρτιάλης
περιγράφει έναν μίμο στο Κολοσσαίο. Ο Μαρτιάλης και το πολυάριθμο κοινό
παρακολουθεί τη ζωή κάποιου Laureolus,
ενός διάσημου κακοποιού, που στο τέλος του έργου εκτελείται. Κανονικά τον ρόλο
του Laureolus
τον έπαιζε ένας ηθοποιός και η εκτέλεση δεν ήταν αληθινή. Αλλά ο αυτοκράτορας
Δομιτιανός αποφάσισε ότι για να γίνουν ακόμα πιο ρεαλιστικές τέτοιες σκηνές
εκτέλεσης, τον ρόλο έπρεπε να τον πάρουν αληθινοί κακοποιοί. Αυτό θα έδινε
μεγαλύτερη ευχαρίστηση τους θεατές.
Στο επίγραμμά του ο
Μαρτιάλης περιγράφει:
"...Σε
δίκαιο σταυρό κρεμάμενος
παρέδωσε
ο Laureolus στην
αρκούδα
τα
σπλάχνα του γυμνά.
Ακόμα
ήταν ζωντανά
τα
κατασπαραγμένα του κομμάτια
κι
από τα μέλη του έσταζε αίμα
σ’
ένα κορμί που πια κορμί δεν ήταν.
…
Κι
έτσι ο εγκληματίας ξεπέρασε την αρχαία φήμη,
γιατί
αυτό που κάποτε ήταν θρύλος,
έγινε τώρα τιμωρία αληθινή."
(De spectaculis, 7)
Ο Μαρτιάλης λοιπόν και
οι χιλιάδες Ρωμαίοι που είχαν κατακλύσει το Κολοσσαίο παρακολούθησαν μια
αληθινή εκτέλεση κάποιου κακούργου σε ένα μίμο για κάποιον κάπου κάποτε που
λεγόταν Laureolus.
Και φυσικά το απόλαυσαν. Η περιγραφή του ποιητή ξεπερνά τη φαντασία μας.
Στο δεύτερο επίγραμμα που παραθέτω ο Μαρτιάλης και οι χιλιάδες συμπολίτες του απολαμβάνουν το κυνήγι και την εξόντωση ζώων στο Κολοσσαίο.
"Ένα
ελαφρό ακόντιο καρφώθηκε
σε
μια γουρούνα γκαστρωμένη
κι
απ’ την πληγή της άθλιας μητέρας
ξεπήδησε
ένα γουρουνάκι.
Κι
εκείνη θα δεχόταν να πεθάνει
από
πολλά βέλη καρφωμένη,
φτάνει
να άνοιγε ένας δρόμος θλιβερός
για όλα τα μικρά της."
(De spectaculis, 12)
Δεν έχουμε λοιπόν
κοινές εμπειρίες ούτε με αυτόν ούτε με τους άλλους ποιητές και συγγραφείς της
εποχής του. Και αυτό ισχύει για όλες τις περασμένες εποχές και για όλους τους
δημιουργούς του παρελθόντος που άφησαν διαχρονικό έργο.
Το ίδιο ισχύει και για
τους αναγνώστες τους. Πώς άραγε προσλάμβαναν εκείνοι οι αρχαίοι αναγνώστες το
έργο του Μαρτιάλη; Γελούσαν στα ίδια σημεία που γελάμε κι εμείς σήμερα; Έπεφταν
κάτω από τα γέλια ή απλώς χαμογελούσαν; Προσπερνούσαν αδιάφοροι κάποιους
στίχους, στους οποίους εμείς σταματάμε για να γελάσουμε ή να σκεφτούμε; Ή
αντίστροφα, γελούσαν τρανταχτά με στίχους που εμείς προσπερνούμε αδιάφορα;
Ο Μαρτιάλης, όπως και άλλοι
σατιρικοί ποιητές του καιρού του, όπως και πιο παλιά ο Αριστοφάνης και οι
συνάδελφοί του ήταν εξαιρετικά αθυρόστομοι. Εκεί που εμείς σήμερα απλώς
χαμογελάμε με λέξεις αισχρές, εκείνοι τότε ίσως ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Και οι κατοπινοί
αναγνώστες, τι να έκαναν άραγε; Όταν άλλαξε το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο
με την επικράτηση του Χριστιανισμού και ήρθαν άλλοι αναγνώστες με άλλες ιδέες
και αξίες, γέλαγαν άραγε κι αυτοί ή ξίνιζαν τα μούτρα τους; Σίγουρα κάποιοι θα
γέλαγαν κρυφά. Ίσως σε άλλα σημεία από αυτά, με τα οποία γελούσε κατόπιν η
Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός και σε άλλα σημεία που γελάμε σήμερα εμείς.
Τι θέλω να πω με όλη
αυτή τη φλυαρία;
Ότι ο άνθρωπος ζει την
εποχή του και μόνο αυτή ξέρει και κατανοεί και αποδέχεται. Οι περασμένες εποχές
είναι απλή γνώση εγκατεστημένη στο μυαλό μας, γνώση λειψή και κομματιασμένη με
τεράστια κενά.
Τα μάτια μας βλέπουν
τον κόσμο, όπως αυτός είναι σήμερα. Τι έβλεπαν και τι βίωναν οι παλιότεροι και
οι αρχαιότεροι, τι εμπειρίες, τι αξίες, τι ιδέες, τι φόβους είχαν, μόνο να
υποθέσουμε μπορούμε. Ζούσαν αλλιώς.
Όμως, παρ’ όλα αυτά σε
ένα σημείο μπορούμε να συναντηθούμε μαζί τους: όταν συμμετέχουμε στο έργο που
μας άφησαν. Το πνεύμα και το συναίσθημά μας μπορεί τότε να ταυτιστεί με το δικό
τους, αλλά και πάλι μόνο σε σημεία. Εκεί που εκείνοι γελούσαν ή έκλαιγαν,
μπορεί κι εμείς να γελάσουμε ή να κλάψουμε.
Μπορεί όμως και να μείνουμε απαθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου