Βρισκόμαστε στην
Καρχηδόνα, την αρχαία φοινικική αποικία που έγινε η ισχυρή πρωτεύουσα των
Καρχηδονίων, που αργότερα έγινε η τέταρτη σημαντικότερη πόλη της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας και τώρα, τον 6ο μΧ αιώνα, είναι η πρωτεύουσα των
Βανδάλων στο εφήμερο κράτος που ίδρυσαν στη Βόρεια Αφρική.
Εδώ ζει και γράφει τα
ποιήματά του ο Λουξώριος, ένας ποιητής με γνήσια ρωμαϊκή συνείδηση σε ένα κόσμο,
όπου η Ρώμη και ο πολιτισμός που αντιπροσωπεύει έχουν γονατίσει από την επέλαση
του χριστιανισμού και των βαρβάρων του Βορρά.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
είναι ήδη χωρισμένη σε δυτική και ανατολική, με το δυτικό της τμήμα
αποδυναμωμένο. Οι Βάνδαλοι μαζί με Αλανούς, περίπου 80.000 όλοι κι όλοι, έχουν
κατακτήσει από το 435 μΧ τις αφρικανικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου
κατοικούν μερικά εκατομμύρια Ρωμαίοι πολίτες, και έχουν κάνει πρωτεύουσά τους
την Καρχηδόνα. Το κράτος τους θα επιβιώσει εκατό χρόνια, ως το 534 μΧ, οπότε οι
αφρικανικές επαρχίες θα επιστρέψουν – προσωρινά όμως – στην Ανατολική Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, όταν ο Ιουστινιανός θα στείλει εναντίον τους τον στρατηγό του
Βελισάριο που θα τους διαλύσει.
Σε μια Καρχηδόνα
λοιπόν με εξωτική πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα αλλ’ όμως εκρωμαϊσμένη και με
αφεντικά τους ξανθούς άξεστους Γερμανούς Βανδάλους ζει και γράφει τα ποιήματά
του ο Λουξώριος.
Υποθέτουμε ότι έζησε περίπου μεταξύ του 496
και του 534 και ίσως είδε τον Βελισάριο να διώχνει από τον τόπο του τους
Βανδάλους.
Για χίλια χρόνια αυτός
ο ποιητής παρέμεινε άγνωστος, μέχρι που βρέθηκε ένα χειρόγραφο με 90 ποιήματά
του το 1615. Για τον ίδιο δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Ξέρουμε με σιγουριά
ότι έζησε σε ένα περίεργο περιβάλλον που με δυσκολία θύμιζε τα ένδοξα χρόνια
της Ρώμης. Στην περιοχή κατοικούσαν Βέρβεροι και άλλες αφρικανικές φυλές. Ο
πληθυσμός της Καρχηδόνας ήταν προφανώς εκρωμαϊσμένος, αλλά οι κατακτητές
Βάνδαλοι όχι.
Ωστόσο, μετά τα πρώτα
χρόνια της κατάκτησής τους προσπάθησαν φαίνεται να αποχτήσουν ρωμαϊκή
κουλτούρα. Διατήρησαν τα παλιότερα σπουδαία οικοδομήματα και έχτισαν και
καινούργια. Έχτισαν επίσης σχολεία. Οι συγγραφείς και οι λόγιοι μπορούσαν να
συνεχίσουν ανενόχλητοι το έργο τους.
Αλλά υπήρχε μια
διαφορά: Οι Βάνδαλοι ήταν φανατικοί αρειανοί και οι χριστιανοί που ακολουθούσαν
το Σύμβολο της Νίκαιας (οι ορθόδοξοι ας πούμε) υπέστησαν φοβερές διώξεις.
Ο Λουξώριος μάλλον δεν
ήταν αρειανός, δεν ήταν ούτε καν χριστιανός. Ήταν ένας post pagan, πίστευε ακόμα στους αρχαίους
θεούς. Στα ποιήματά του αναφέρεται στους θεούς των Ρωμαίων και των Ελλήνων, με
άλλα λόγια ζει στον κόσμο του, ένα κόσμο που με δυσκολία είναι διακριτός λίγο
πριν την οριστική του δύση.
Τέτοια κατάλοιπα
παγανιστών υπήρχαν παντού στα εδάφη της αυτοκρατορίας, αν και οι χριστιανοί
ήταν πια οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού και η αρχαία θρησκεία ήταν
απαγορευμένη.
Για να καταλάβουμε
πόσο βαθιά έχει μεταλλαχθεί ο ρωμαϊκός κόσμος στα χρόνια του Λουξώριου, αρκεί
να σκεφτούμε ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να
ανεγείρεται το 532, όταν ακόμα οι Βάνδαλοι ήταν στην Καρχηδόνα, και
εγκαινιάστηκε το 537 από τον Ιουστινιανό, τρία χρόνια δηλαδή από τότε που τους
είχε εκδιώξει από τη Βόρεια Αφρική. Ο Λουξώριος ίσως ζούσε ακόμα.
Στο ποίημα του Καβάφη
«Νέοι της Σιδώνος, 400 μΧ» νεαροί πλουσίων οικογενειών περνούν ευχάριστα τις
ώρες τους απαγγέλλοντας ποιήματα Ελλήνων, ενώ γύρω τους σείεται συθέμελα ο
κόσμος από την επέλαση των Χριστιανών. Οι νεαροί δεν δίνουν δεκάρα για όλα
αυτά. Περίκλειστοι στην ελληνορωμαϊκή κουλτούρα τους συνεχίζουν νωχελικά μια
παράδοση που είναι προορισμένη να σβήσει.
100-150 χρόνια μετά
από εκείνη την εποχή που μας αναπαριστά ο Καβάφης, έρχεται η Ιστορία να μας
δείξει ότι η παράδοση αυτή αντέχει ακόμα.
Ο Λουξώριος στην
Καρχηδόνα - και άλλοι σαν κι αυτόν - συνεχίζουν να γράφουν λατινική ποίηση κατά
τα ελληνορωμαϊκά πρότυπα, ενώ γύρω τους οι Χριστιανοί έχουν ήδη οικοδομήσει τον
νέο κόσμο, τον μεσαιωνικό-βυζαντινό με τη δική του κουλτούρα, τους δικούς του
ήρωες και τις δικές του αρχές και αξίες.
Βάνδαλοι στρατοκράτες
κρατούν σε υποταγή τον τόπο του και ως αρειανοί καταδιώκουν τους άλλους
χριστιανούς, στην Ιταλία βάρβαρες ορδές πάνε κι έρχονται, στην Κωνσταντινούπολη
υψώνεται περίλαμπρος ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, οι ναοί των εθνικών
καταστρέφονται ή μεταβάλλονται σε χριστιανικές εκκλησίες, ο Μεσαίωνας με τις
σεμνότυφες ιδέες του είναι ήδη εδώ και όμως ο Λουξώριος, ξένος προς όλα
αυτά, γράφει ποιήματα κατά τα πρότυπα
του Μαρτιάλη.
Καταθέτω εδώ δυο
ποιήματά του σε δική μου μετάφραση.
Γι’
αυτόν που νόμιζε πως ήταν ποιητής, επειδή τραγουδούσε στις πλατείες και τον
χειροκροτούσε η νεολαία
Ζηνόβιε,
νομίζεις,
πως
επειδή συνθέτεις τραγουδάκια
για
ανόητα παιδιά
και
στις πλατείες θορυβείς
με
τα ποιήματά σου
και
αδέξιους στίχους φτιάχνεις
σε
κακομοιριασμένες γειτονιές,
νομίζεις
πως προσφέρεις
κάτι
αξιέπαινο
και
πως διάσημος θα γίνεις
στην
αμαθή μας νεολαία;
Αυτό
το κάνουν πάντοτε
και
τα πουλιά μας στα κλουβιά.
Αν
δεν τα μάθεις πώς να κελαηδούν σωστά,
τότε εκείνα απλώς σφυρίζουν.
De eo qui se
poetam dicebat quod in triviis cantaret et a pueris
laudaretur
Componis fatuis dum pueris melos,
Zenobi, et trivio carmine perstrepis
indoctaque malis verba facis locis,
credis tete aliquid laudibus indere
famamque ad teneros ducere posteros?
Hoc nostrae faciunt semper et
alites.
Ni rite institues, sibila tum
canunt.
Luxorius,
30
Σ’
αυτόν που ερωτευόταν τις άσχημες
Τις
άσχημες και τις κακοφτιαγμένες ο Μύρων αγαπά.
Έτσι
και δει καμιά με ωραίο πρόσωπο, φοβάται.
Για
πες μας, Μύρων,
ποιο
είναι το κριτήριο των ματιών σου
και
δεν σ’ αρέσει μια αιθέρια ύπαρξη
μόνο
σ’ αρέσουν οι ασχημομούρες;
Όμως
εγώ το ξέρω, γιατί θέλεις να έχεις
τέτοιες
ερωμένες: Μια όμορφη ποτέ,
μόνο
μια άσχημη μπορεί να σου καθίσει.
In eum qui
foedas amabat
Diligit informes et foedas Myrro
puellas.
Quas aliter pulcro viderit ore,
timet.
Iudicium hoc quale est oculorum,
Myrro, fatere,
ut tibi non placeat Pontica, sed
Garamas.
Iam tamen agnosco cur tales quaeris
amicas:
pulcra tibi numquam, se dare foeda
potest.
Luxorius,
43
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου